ΤΟΠΙΚΑ

Πού υπάγεις, ιερέα;

πού-υπάγεις-ιερέα-851206

Έπιασε ο Θεός και μέσα σ’ έξι μέρες έφτιαξε τον κόσμο. Έφτιαξε δέντρα, έφτιαξε νερά, ψάρια, πουλιά και τα λοιπά και τελευταίον έφτιαξε τον άνθρωπο. Παπά όμως δεν έφτιαξε, οι παπάδες είναι εφεύρεση ανθρώπινη, για τούτο ατελέστερη απ’ τα θεία δημιουργήματα…
Ήταν ένας παπάς. Με ράσο, καλυμμαύχι, με τη γενειάδα του κι όλα τα σέα και τα μέα του στο εντάξει. Λειτούργαγε στην Ικαριά και σ’ όλο το νησί τον είχανε μη βρέξει και μη στάξει. Ο παπάς αυτός, καλό παιδάκι, ξύπνιο, νευρωμένο κι αλανιάρικο τα είχε κάνει τάτσι-μίτσι-κότσι με το Θεό, αλλά στο τέλος βρέθηκε μέσα ο παπάς και ο Θεός… πού ήταν ο Θεός;
Δεν είναι πλάκα. Το καλοκαίρι φίλε μου κάνει ζέστα. Πατάς στο δρόμο με τη σαγιονάρα και φουλτακιάζει η πατούσα σου. Κι αντί ο παπάς να πάει σε καμιά ακρογιαλιά της Ικαριάς να μπουγαδιαστεί, να πάρει και στα κλεφτά μάτι καμιά λαϊκιά γκόμενα με μαγιό και καμιά καλή της αριστοκρατίας, απ’ αυτές με τα κότερα, αυτός καβάλησε το βαπόρι και μια και δυο τράβηξε στον Περαία. Μα στα σωστά σας, ακούσατε ποτέ ιερέψ ν’ αφήνει τον παράδεισο για να μεταβεί στην κόλαση;
Πάμε πίσω στον παπά. Παπάς στην Ικαριά δε λέει. Καθόσο πόσες κηδείες, γάμους και βαπτίσεις έχει το νησί; Δέκα, είκοσι, τριάντα το χρόνο; Τι να σου κάνει ένας φουκαράς παπάς με τρία παιδιά αφόσον δεν έχει πώς να τα κονομήσει; Έβλεπε τους τουρίστες με τα κοντοβράκια να μουχλουπιάζουν στις ταβέρνες, έβλεπε τις βιτρίνες, πλούσια τα ελέη του Θεού, κι αυτός απόξω. Έτσι του ’ρχόταν να κάνει ντου κανένα βράδυ και όποιον πάρει ο χάρος.
Και ντου δεν έκανε, δεν είναι πρέπον παπάς–άνθρωπος. Τιγκάρησε όμως στον Πειραιά μια τσάντα με χασισάκι άλφα άλφα, πήρε την τσάντα, καβάλησε ξανά το βαπόρι κι άρχισε να χαζεύει πώς παίρνει μπροστά η προπέλα. Λαχαίνει όμως ένας λιμενικός πολύ ξύπνιος που τη μυρίζεται τη δουλειά. Κι επειδή ξέρει τα κόλπα, δε φανερώνεται, όχι, πάει και πιάνει δυο τρεις λιμενικούς με πολιτικά, τους βάζει στο βαπόρι και περιμένουν αυτόν που θα παραλάβει την τσάντα. Καλώς. Και μόλις φτάνουν Ικαριά, παραλαμβάνει την τσάντα ο παπάς. Του την πέφτουν οι λιμενικοί: «Πού υπάγεις, ιερέα;». «Στην παπαδιά». «Έλα μαζί». «Εγώ, ο άνθρωπος του Θεού;». «Τι το θέλει ο άνθρωπος του Θεού το χασίσι;». «Δια ιδίαν χρήσιν». «Δύο κιλά; Κι όλο το εκκλησίασμα να στρώνει κεφάλι κάθε Κυριακή, θέλει έξι τέρμινα να τελειώσουν».
«Συνελήφθη, διότι μετέφερε χασίς», οι εφημερίδες τον βγάλανε στο μεϊντάνι. Μέσα ο παπάς, μα δε γογγύζει. Δε γογγύζουν ποτέ οι ιερείς…

Επιδεικνύουν Ιώβειο υπομονή, εξομολογούνται τις αμαρτίες τους, τους συγχωρεί ο Θεός και βγαίνουν πάλι στην κοινωνία άσπιλοι και αμόλυντοι…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου