ΤΟΠΙΚΑ

Εφιάλτης χωρίς τέλος για την εστίαση στη Μαγνησία

εφιάλτης-χωρίς-τέλος-για-την-εστίαση-σ-690638

Συσσώρευση χρεών, μικρή οικονομική στήριξη, αβεβαιότητα για το άνοιγμα και φόβος για οριστικά λουκέτα

Εφιάλτη χωρίς τέλος βιώνει ο κλάδος της εστίασης, τμήμα της οποίας είναι κλειστό επί τέσσερις μήνες, μετά το δεύτερο lockdown από την Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020. Τμήμα της, όμως, παραμένει κλειστό σχεδόν έναν χρόνο(!) από τον περασμένο Μάρτιο, οπότε και επιβλήθηκε το πρώτο lockdown. Ο χώρος ζει πρωτόγνωρες καταστάσεις, όπως μηδενικά εισοδήματα, συσσώρευση χρεών, αβεβαιότητα για το άνοιγμα και κυρίως φόβοι για οριστικά λουκέτα.

«Η εστίαση αυτή τη στιγμή είναι ένας από τους ελάχιστους κλάδους, που βάλλεται τόσο βάναυσα», αναφέρει ο πρόεδρος του Συλλόγου Ιδιοκτητών Καφετεριών, Μπαρ, Αναψυκτηρίων και Εστίασης Μαγνησίας, Στέφανος Στεφάνου. Οπως εξηγεί, από την ημέρα επιβολής του δεύτερου λουκέτου για την αντιμετώπιση της πανδημίας, έχουν συμπληρωθεί σχεδόν τέσσερις μήνες με τα καταστήματα εστίασης να παραμένουν κλειστά. «Το τετράμηνο lockdown αφορά στο 50% του κλάδου σχεδόν, γιατί το υπόλοιπο 50% της εστίασης δεν έχει ανοίξει ή μπορεί να άνοιξε και να ξαναέκλεισε είτε τον περασμένο Ιούνιο, είτε τον Νοέμβριο. Πρόκειται για χειμερινές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν έχουν εξωτερικό χώρο για να δουλέψουν και παραμένουν κλειστές», σημειώνει ο ίδιος.

Ακόμη και το καλοκαίρι που πέρασε δεν κατάφεραν να λειτουργήσουν όλες οι επιχειρήσεις, ενώ τον περασμένο Αύγουστο τη μείωση των τζίρων ήρθε να επιτείνει το μεταμεσονύχτιο λουκέτο, που επιβλήθηκε στον Δήμο Βόλου. «Οι τζίροι για όσους δούλεψαν από τον Μάιο έως και τον Οκτώβριο ήταν πεσμένοι σε ποσοστό 70%», υπογραμμίζει ο κ. Στεφάνου.

Ανοιχτοί για να μπορούν να πάνε έστω στο μάρκετ

Μειωμένοι όμως είναι και οι τζίροι για όσους παλεύουν να παραμείνουν ανοιχτοί κάνοντας delivery ή παρέχοντας τα προϊόντα τους μέσω take away. «Από το πρώτο lockdown πολλές επιχειρήσεις επέλεξαν να συνεχίσουν να λειτουργούν ως take away ή delivery, προσπαθώντας να κρατηθούν ζωντανές. Ο χώρος όμως είναι κορεσμένος και η καταναλωτική δυνατότητα περιορισμένη εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, που προκαλεί η πανδημία. Μερικοί παραμένουν ανοιχτοί έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι κερδίζουν ελάχιστα ευρώ ίσα για να μπορούν να πάνε να αγοράζουν τρόφιμα για την οικογένειά τους από το μάρκετ», περιγράφει ο ίδιος την τραγική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει επαγγελματίες του κλάδου.

Μικρή η οικονομική βοήθεια από το Κράτος

«Αυτή τη στιγμή είμαστε σε χειρότερη μοίρα από τους εργαζόμενούς μας», υποστηρίζει ο κ. Στεφάνου, αναφερόμενος στη μικρή κρατική οικονομική βοήθεια που έχει λάβει ο κλάδος. «Από το πρώτο lockdown πήραμε ενίσχυση για τον Απρίλιο και τον Μάιο 800 και 534 ευρώ αντίστοιχα. Από τις τρεις πρώτες επιστρεπτέες δεν λάβαμε τίποτα. Από την τέταρτη επιστρεπτέα πήραμε σχεδόν όλοι κατά μέσο όρο ποσά 2.000 ευρώ, ανάλογα με την επιχείρηση και από την πέμπτη επιστρεπτέα πήραμε οι μισοί. Τον τελευταίο έναν χρόνο καλούμαστε να ζήσουμε με σχεδόν 4.000 ευρώ», τονίζει.

Τα χρέη συσσωρεύονται

Με τις επιχειρήσεις κλειστές και τους τζίρους να είναι μηδενικοί, τα χρέη συσσωρεύονται. «Ακόμη και μια μικρή επιχείρηση έχει πάγια έξοδα κατά μέσο όρο 3.000 ευρώ τον μήνα» αναφέρει ο πρόεδρος της εστίασης και απαριθμεί: Ενοίκια που μετά την έκπτωση 40% κυμαίνονται από 600 έως 4.000 ευρώ, ηλεκτρικό ρεύμα από 300 έως 2.000 ευρώ, ΕΦΚΑ από 240 έως 400 ευρώ, ΑΕΠΙ από 150 έως 200 ευρώ, δημοτικά τέλη, ρυθμίσεις σε ΙΚΑ και Εφορία, ενδεχομένως και αποπληρωμή κάποιων δανείων.

«Το τελευταίο 11μηνο έχουμε δημιουργήσει χρέος χιλιάδων ευρώ. Το κράτος είπε stop στη λειτουργία μας, αλλά όχι στα πάγιά μας», αναφέρει και τονίζει την ανάγκη να υπάρξει γενναίο κούρεμα των χρεών και αποπληρωμή τους σε πολλές δόσεις παράλληλα με την ενίσχυση των επιχειρήσεων μέσω των επόμενων επιστρεπτέων προκαταβολών, αλλά και από το πρόγραμμα ΑΝΑΣΑ της Περιφέρειας Θεσσαλίας.

Ζουν με δανεικά από γονείς

Οσο το λουκέτο παρατείνεται, τόσο αυξάνονται τα χρέη των επιχειρηματιών της εστίασης. Στις οικογένειες αν δεν υπάρχει δεύτερος μισθός, οι επαγγελματίες ζουν με δανεικά από τους γονείς και τις πενιχρές συντάξεις, που οι δεύτεροι λαμβάνουν.

Μάλιστα, όπως εξηγεί ο κ. Στεφάνου, δεν φαίνεται φως στον ορίζοντα τουλάχιστον πριν τα μέσα Απριλίου. «Σαφώς και δεν θέλουμε να ανοίγουμε και να κλείνουμε, το λεγόμενο ακορντεόν, κάποια στιγμή όμως θα πρέπει να επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Δεν αντέχει άλλο ο κλάδος», υπογραμμίζει.

Λουκέτα και ανεργία

Ακόμη όμως και το άνοιγμα δεν εγγυάται την επαναδραστηριοποίηση όλων των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο σύλλογος, τρεις έως τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις θα κλειδώσουν λουκέτα. «Αυτά σύμφωνα με τη σημερινή κατάσταση. Γιατί όσο παρατείνεται το lockdown, τόσο ο κίνδυνος των λουκέτων αυξάνεται για μεγαλύτερο ποσοστό», λέει ο κ. Στεφάνου.

Μαζί με τις επιχειρήσεις κινδυνεύουν και χιλιάδες εργαζόμενοι, που αυτή τη στιγμή είναι σε αναστολή και δεν γνωρίζουν αν θα συνεχίσουν στο ίδιο καθεστώς ή αν θα απολυθούν σε περίπτωση που η επιχείρηση στην οποία απασχολούνταν δεν αντέξει.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου