ΤΟΠΙΚΑ

Προτεινόμενα θέματα στα Αρχαία Ελληνικά

προτεινόμενα-θέματα-στα-αρχαία-ελλην-91171

Απαντήσεις

Διδαγμένο κείμενο

Α.1. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα από το έργο του Αριστοτέλη υποβάλλονται δύο βασικά ερωτήματα που συνιστούν προϋποθέσεις για την επίτευξη των θέσεών του για την παιδεία. Ετσι, λοιπόν, το πρώτο ερώτημα είναι «τίς δ’ ἔσται ἡ παιδεία;», δηλαδή ποια πρέπει να είναι η φύση, ο χαρακτήρας της εκπαίδευσης, ποιος, δηλαδή, θα είναι ο διδακτικός στόχος ή, αλλιώς, τι είδους ανθρώπους πρέπει να επιδιώκει να διαμορφώσει; Επιπρόσθετα, το δεύτερο ερώτημα είναι «πῶς χρὴ παιδεύεσθαι;», δηλαδή με ποια μαθήματα θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος, ποια θα είναι, δη­λαδή, η διδακτέα ύλη, που ταυτόχρονα σημαίνει πώς θα διδαχθούν τα μαθήματα, ποια, δηλαδή, θα είναι η μέθοδος διδασκαλίας.

Α.2.

Α) τῶν χρησίμων

Β) αἴτιος

Γ) ἐμποδὼν

Δ) τὸν βίον τὸν ἄριστον

Ε) πολιτικῆς κοινωνίας

Β1. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα από τα Πολιτικὰ ο φιλόσοφος αναφέρεται σε τρεις διακριτές περιοχές της παιδαγωγικής έρευνας και πιο συγκεκριμένα τους διδακτικούς σκοπούς, την εκπαιδευτική πρακτική και το γνωστικό αντικείμενο. Η σύνταξη μανθάνειν πρός… χρησιμοποιείται από τον Αριστοτέλη, για να αναφερθεί σε πιθανούς διδακτικούς σκοπούς.

Ως πιθανοί σκοποί της παιδείας παρατίθενται διαζευκτικά η αρετή ή ευτυχία, η ανάπτυξη του πνεύματος ή η καλλιέργεια της ψυχής, η χρηστικότητα της γνώσης ή η αυταξία της. Η τρέχουσα εκπαιδευτική πρακτική (ἔκ τε τῆς ἐμποδὼν παιδείας) μόνο ταραχή μπορεί να προκαλέσει στον ερευνητή, γι’ αυτό και προσωρινά προσπερνάται.

Τέλος, η έννοια που φαίνεται να διαπερνά όλο τον προβληματισμό τού Αριστοτέλη σχετικά με την παιδεία είναι εκείνη της αρετής. Γίνεται αντιληπτό ότι όλες οι διχογνωμίες σχετικά με την παιδεία περιστρέφονται γύρω από το θέμα αυτό. Αρχικά, αναφέρεται ως απώτατο τέλος της παιδείας η αρετή ή ο άριστος βίος (οὔτε πρὸς ἀρετὴν οὔτε πρὸς τὸν βίον τὸν ἄριστον). Ακολούθως, εισάγει το δίλημμα: διανοητική ή ηθική αρετή (οὐδὲ φανερὸν πότερον πρὸς τὴν διάνοιαν πρέπει μᾶλλον ἢ πρὸς τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος). Τέλος, εφόσον μία από τις κατευθύνσεις της παιδείας του καιρού του («ἐμποδὼν παιδείας») είναι η αρετή («τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετήν») ο φιλόσοφος θέτει το ερώτημα «ποιο το περιεχόμενο τής έννοιας αρετή;» (περί τε τῶν πρὸς ἀρετὴν οὐθέν ἐστιν ὁμολογούμενον).

Β2. Ο Αριστοτέλης στις δύο πρώτες παραγράφους του πρωτότυπου κειμένου παραθέτει ορισμένες προτάσεις του σχετικά με την παιδεία. Αρχικά, η φράση «φανέρον (ἐστί)» δείχνει ότι η αιτιολόγησή τους έχει προηγηθεί και θεωρούνται πλέον τεκμηριωμένες απόψεις.

Η πολιτεία, λοιπόν, κατά τον φιλόσοφο, πρέπει να θεσπίσει νόμους για την εκπαίδευση («νομοθετητέον περί παιδείας»), γιατί η εκπαίδευση των νέων είναι ζήτημα που αφορά στο κράτος και όχι σε κάθε πολίτη ξεχωριστά. Το πολίτευμα, κατά τον Αριστοτέλη, εκτός από κατανομή των εξουσιών είναι και τρόπος ζωής. Για να ακολουθηθεί ο τρόπος ζωής που ταιριάζει σε κάθε πολίτευμα, πρέπει να υπάρχει η αντίστοιχη μορφή παιδείας, που ποικίλλει ανάλογα µε τους σκοπούς της κάθε πολιτείας. Ο νομοθέτης, λοιπόν, πρέπει να φροντίσει για την εκπαίδευση των νέων, εφόσον η αγωγή του πολίτη πρέπει να συμβαδίζει με το είδος του πολιτεύματος. Έτσι, το δημοκρατικό πνεύμα προστατεύει και εγκαθιδρύει τη δημοκρατία και το ολιγαρχικό πνεύμα την ολιγαρχία.

Επιπρόσθετα, η παιδεία πρέπει να είναι ίδια για όλους όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει ως λογική συνέπεια του προηγούμενου, αφού η θεσμοθέτηση του τρόπου λειτουργίας της εκπαίδευσης αναφέρεται σε όλους τους πολίτες και όχι σε ένα μέρος τους. Ο δημόσιος χαρακτήρας της παιδείας είναι, κατά τον Αριστοτέλη ένα αίτημα που προκύπτει από την ανάγκη κοινωνικής και πολιτικής ισότητας. Επίσης, η κοινή παιδεία είναι απαραίτητη για την ενότητα της πόλης και τη συλλογική ευτυχία. Στο πλαίσιο αυτό τονίζεται μαζί με τον δημόσιο και ο ενιαίος χαρακτήρας της παιδείας. Ως καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα για την επίτευξη των παραπάνω στόχων κρίνεται από τον Αριστοτέλη το εκπαιδευτικό σύστημα των Λακεδαιμονίων.

Η ανάγκη να ασχοληθεί σοβαρά ο νομοθέτης με την παιδεία των νέων επιβεβαιώνεται και μέσα από την πρώτη παράγραφο τού πρωτότυπου κειμένου. Εδώ ο Αριστοτέλης εξετάζει το ενδεχόμενο να καταστεί ο άνθρωπος το χειρότερο απ’ όλα τα όντα («χείριστον πάντων»). Αν ο άνθρωπος αποκοπεί από το νόμο και τη δικαιοσύνη και γίνει οδηγός του η αδικία και η παρανομία («χωρισθεὶς νόμου καὶ δίκης χείριστον πάντων»), παύει να ισχύει η θεμελιώδης αρχή επιβίωσης της πολιτικής κοινωνίας. Γίνεται, μάλιστα, το χειρότερο απ’ όλα τα ζώα, αφού, όπως γράφει και αλλού ο Αριστοτέλης, ένας κακός άνθρωπος μπορεί να κάνει απείρως περισσότερα (μυριοπλάσια) κακά από ένα θηρίο.

Την ίδια θέση διατυπώνει και ο Πλάτωνας στους Νόμους του λέγοντας ότι ο άνθρωπος γίνεται το πιο άγριο από όλα τα ζώα της πλάσης, αν δεν πάρει σωστή αγωγή. Η αδικία που διαθέτει δύναμη και μπορεί να εξουσιάσει είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί, αφού τίποτε δεν είναι δυνατόν να της αντισταθεί. Το χάος, οι συνεχείς και άγριες συγκρούσεις και ο ευτελισμός του ανθρώπινου είδους θα είναι τα αναμενόμενα αποτελέσματα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει («Χαλεπωτάτη γὰρ ἀδικία ἔχουσα ὅπλα·»). Η ηθική εκτροπή θα έχει οδυνηρές συνέπειες, γιατί τα όπλα που η φύση έδωσε στον άνθρωπο, για να φτάσει στην τελείωση, θα τα χρησιμοποιήσει τώρα «παρά φύσιν», για να υποστηρίξει αποτελεσματικά την επιλογή της αδικίας («οἷς ἐπὶ τἀναντία ἔστι χρῆσθαι μάλιστα»).

Έτσι, η αδικία θεωρείται «χαλεπωτάτη», ενώ ο δίχως αρετή άνθρωπος χαρακτηρίζεται ως το πιο ανόσιο ον στις σχέσεις με το θείο. Με το επίθετο «ανόσιος», μάλιστα, ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν ζει σύμφωνα με τη λογική, αλλά κυριαρχείται από τα πάθη και τις επιθυμίες. Ξεφεύγει από τα όρια του μέτρου, επιδίδεται σε ακολασίες και δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό. Επιπλέον, ο άνθρωπος αυτής τής ηθικής απαξίας χαρακτηρίζεται ως το πιο άγριο ον στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους και το χειρότερο απ’ όλα τα όντα στις πιο χαρακτηριστικές ζωώδεις απολαύσεις.

Εμμέσως πλην σαφώς από τα λεγόμενα του Αριστοτέλη προκύπτει ότι υπάρχει μια διαλεκτική και αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στην παιδεία και την κοινωνία. Ο Αριστοτέλης ταυτίζεται με τον δάσκαλό του σε δύο βασικές παραδοχές. Αρχικά, ότι το πρόβλημα της παιδείας μόνο μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης κοινωνίας μπορεί να συζητηθεί. Άλλωστε, κεντρικός στόχος όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων μέσα στην πολιτική κοινωνία είναι η συνοχή, η πρόοδος και η ευημερία της πόλεως στο σύνολό της. Και η παιδεία, λοιπόν, διδάσκει ο φιλόσοφος, σ’ αυτό ακριβώς το τέλος αποβλέπει. Προκειμένου, λοιπόν, να αποσοβηθούν οι τραγικές επιπτώσεις της αδικίας και της ανηθικότητας, όπως αναπτύχθηκαν παραπάνω, η παιδεία οφείλει να είναι νομοθετικά οργανωμένη, δημόσια και ενιαία για όλους τους ελεύθερους πολίτες, ειδικότερα και εμφατικότερα τους νέους, που θα είναι οι μελλοντικοί πολίτες.

Β3.

α. Σωστό

β. Λάθος

γ. Λάθος

δ. Σωστό

ε. Λάθος

Β4. προσποίησις, λήπτης, μάθησις, ἀμφισβητήσιμος, μέθεξις

Β5. Ο Αριστοτέλης, συνοψίζοντας τις απόψεις και τα επιχειρήματα που έχει εκθέσει, επαναλαμβάνει τα συμπεράσματα που έχουν προκύψει. Οι ιδέες που αναπτύσσονται στο παράλληλο κείμενο φαινομενικά αντιφάσκουν προς τη διατύπωσή του στο πρωτότυπο κείμενο.

Τα συμπεράσματα ότι «η πόλη ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως» και ότι «η πόλη προηγείται αξιολογικά από το κάθε επιμέρους άτομο» εκφέρονται σε άμεση συνάρτηση μεταξύ τους, αφού λειτουργούν ως προκείμενες προτάσεις ενός συλλογισμού που οδηγεί και πάλι στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος είναι φύσει πολιτικό ον. Ο άνθρωπος δεν είναι αυτάρκης από τη φύση του («ο καθένας μας χωριστά δεν είναι αυτάρκης») και γι’ αυτό το λόγο αποτελεί μέρος ενός «όλου», εξαρτημένου άμεσα από αυτό, εφόσον η λειτουργία του ως ανθρώπου εξασφαλίζεται μόνο, αν υπάρχει και λειτουργεί το «όλον» (πόλη) («το κάθε μεμονωμένο άτομο θα βρεθεί στην ίδια ακριβώς κατάσταση που βρίσκονται, γενικά, τα μέρη προς το όλον»).

Προς επίρρωση της παραπάνω συνεπαγωγής ο Αριστοτέλης παραθέτει και μία εκ του αντιθέτου απόδειξη, επαναλαμβάνοντας όσα είπε προηγουμένως για τον ἄπολιν. Ο αυτάρκης εκτός πόλεως άνθρωπος, αφού δε λειτουργεί στο πλαίσιο της πόλης, δε λειτουργεί ως άνθρωπος. Κατ΄ ευφημισμόν τότε κάποιος θα τον ονόμαζε άνθρωπο και όχι κατ’ ουσίαν. Αν απουσιάζει η ανθρώπινη φύση, όμως, είναι ή άγριο ζώο ή θεός («ο άνθρωπος που δεν μπορεί να ζει μαζί με άλλους σε κοινότητα, ο άνθρωπος που λόγω αυτάρκειας αισθάνεται πως δεν του λείπει τίποτε, αυτός ο άνθρωπος δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο μέρος της πόλης – ένας τέτοιος όμως άνθρωπος είναι, τότε, ή ζώο ή θεός»).

Η διατύπωση «ὁ δὲ πρῶτος συστήσας μεγίστων ἀγαθῶν αἴτιος» στο πρωτότυπο κείμενο φαινομενικά αντιφάσκει προς τα προηγούμενα, υπό την έννοια ότι αναιρεί την αριστοτελική θέση ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως. Ωστόσο, με τη φράση αυτή ο Αριστοτέλης εννοεί ότι για την σύσταση της πόλης είναι απαραίτητη η σύμπραξη του ανθρώπου. Είναι προφανές ότι η φύση έδωσε στον άνθρωπο την τάση (φυσικά «όπλα») να συμβιώνει με άλλους ανθρώπους και να οργανώνει κοινωνίες (δυνάμει), όμως ο άνθρωπος ήταν αυτός που πρώτος έκανε πραγματικότητα αυτή την τάση (ενεργεία). Με άλλα λόγια, η οργάνωση, η συγκρότηση της πόλης δεν έγινε αυτόματα, αλλά προαπαιτούσε την ενέργεια ανθρώπου ευεργέτου, προικισμένου με λόγο (ενδιάθετο και έναρθρο).

Μάλιστα, με το επίθετο «πρῶτος» ο Αριστοτέλης προβάλλει εμφαντικά και συμβολικά τη συ­γκεκριμένη ιστορική στιγμή της δημιουργίας της πόλης – κράτους από τον άνθρωπο. Επομένως, οι πανάρχαιοι ιδρυτές των διαφόρων πόλεων, για τους οποίους καθεμιά είχε τις δικές της μυθολογικές παραδόσεις, λειτούργησαν ως καταλύτης της φυσικής εξέλιξης.

Είναι, λοιπόν, κατανοητό ότι για την συγκρότηση της πόλης είναι απαραίτητη η συνεργασία της φύσης και της τέχνης των ανθρώπων. Συνεπώς, η πρόταση αυτή συμπληρώνει τις απόψεις του φιλοσόφου για τη φυσική προέλευση της πόλης.

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

1. Εγκατέστησαν δηλαδή το είδος εκείνο της δημοκρατίας, όχι αυτό που δεν έχει καθορισμένη πολιτική, και που θεωρεί ότι η ακολασία είναι ελευθερία, και το δικαίωμα να κάνη ό,τι θέλει ο καθένας, ευτυχία, παρά το πολίτευμα εκείνο που αυτά τα πράγματα τα κατακρίνει, και όπου κυβερνούν οι άριστοι· τον τύπο αυτόν του πολιτεύματος που είναι χρησιμώτατος, οι πολλοί τον συγκαταλέγουν εις τα πολιτεύματα που έχουν βάση την περιουσία, όχι από αμάθεια, πως δεν το ξέρουν, παρά διότι ποτέ ως τώρα αυτοί δεν ενδιαφέρθηκαν για παρόμοια ζητήματα.

2. Ο Ισοκράτης πιστεύει ότι υπάρχουν τρία μόνο είδη πολιτευμάτων και πιο συγκεκριμένα η ολιγαρχία, η δημοκρατία και η μοναρχία. Όμως, δεν πιστεύει ότι κάποιο από τα τρία αυτά πολιτεύματα είναι εκ του προοιμίου καλύτερο. Θεωρεί, λοιπόν, βασική προϋπόθεση για να λειτουργήσει θετικά το καθένα από αυτά τα πολιτεύματα το ποιος θα τοποθετηθεί στα διάφορα αξιώματα. Αν, λοιπόν, τοποθετηθούν οι άξιοι τότε το καθένα από αυτά τα πολιτεύματα μπορεί να προσφέρει στην επίλυση των πολιτικών ζητημάτων. Κατά συνέπεια, με βάση τα όσα αναφέρονται στο κείμενο συμπεραίνουμε πως η σωστή πολιτική διαχείριση δεν έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση κάποιο συγκεκριμένο πολίτευμα αλλά την επιλογή σωστών αρχόντων.

3. α) κέχρησο, συνενηνοχώς ἴσθι, γεγονώς ἴσθι

β) πείσοιτο, προστήσοιτο, συνοίσοι

γ) οἰκουσῶν, προεστωσῶν

4. α) επιθετικός προσδιορισμός: τὰς ἄλλας πράξεις, κατηγορηματικός προσδιορισμός: μόνας. Ο επιθετικός αποδίδει μια μόνιμη ιδιότητα στο ουσιαστικό που προσδιορίζει, ενώ ο κατηγορηματικός μια παροδική ιδιότητα.

β) Πρόκειται για μια χρονικοϋποθετική πρόταση η οποία εκφέρεται με υποτακτική. Ο χρονικός σύνδεσμος ὅτε έχει ενωθεί με το αοριστολογικό ἂν (δεύτερη λέξη).

γ) ταύτην, ἥ πολιτεύοιτο/ ἐπολιτεύετο

δ) «αἱ μέν ἰδέαι τῶν πολιτειῶν τρεῖς εἰσί μόναι, ὀλιγαρχία, δημοκρατία, μοναρχία».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου