ΤΟΠΙΚΑ

Εργατικό κίνημα στο Βόλο : Ομοιότητες και διαφορές ενός αιώνα …

εργατικό-κίνημα-στο-βόλο-ομοιότητες-κ-419463

Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΤΣΟΥΡΑ
Δρ. Κοινωνιολογίας
Μέλος του Δ.Σ της Εταιρείας Θεσσαλικών  Ερευνών
 
Η ομιλία του Δρ. Κοινωνιολογίας Σταύρου Κατσούρα ήταν αναμφισβήτητα μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες εισηγήσεις που ακούστηκαν στο τριήμερο επιστημονικό Συνέδριο που διοργάνωσε η Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών το τριήμερο14-16 Οκτωβρίου στο Βόλο με θέμα « Ο Βόλος και η περιοχή του, από τον Πρώτο έως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Μία ομιλία όπου ο ομιλητής μιλώντας εκτός κειμένου κέρδισε το ακροατήριο του και επιπλέον έδωσε αφορμή για προβληματισμό και συγκρίσεις για το Τότε και το Τώρα. Ακόμη και τα αιτήματα, παρά το πέρασμα του χρόνου συνεχίζουν να παραμένουν τα ίδια για τον κόσμο της εργασίας. Όπως και τότε, έτσι και τώρα υπήρχε η φθηνή και μαύρη εργασία, τα σκάνδαλα και η ανισότητα στις αμοιβές ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες. Όπως και τώρα. Και αυτό έκανε την ομιλία του Στ. Κατσούρα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και επίκαιρη. Η χαρά του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ είναι διπλή. Πρώτον γιατί ο ερευνητής και εκπαιδευτικός δέχθηκε να προδημοσιευθούν στο σημερινό φύλλο της εφημερίδας μας αποσπάσματα της ομιλίας του, έτσι όπως αυτά θα τυπωθούν αρκετούς μήνες αργότερα. Και δεύτερον γιατί τα αρχεία του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ αποδείχθηκαν πολύτιμα εργαλεία για μία εξαιρετική διάλεξη του εισηγητή
 
 
 
O Βόλος είναι μάλλον το σημαντικότερο κέντρο του ελληνικού εργατικού κινήματος στο μεσοπόλεμο, ειδικά στην αρχική περίοδο, όπως συνάγεται από σχετικές εκθέσεις και αναφορές του Αβραάμ Μπεναρόγια, του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ και άλλων.
Η συγκεντρωμένη εργατική τάξη στα εργοστάσια, εργαστήρια, αποθήκες είναι η βασική προϋπόθεση, ωστόσο θα πρέπει να συνυπολογίσουμε το ρόλο της παράδοσης, της πολιτικής και ιδεολογίας, τη γειτνίαση και αλληλοτροφοδότηση με το ριζοσπαστισμό των αγροτών και ξεπεσμένων τεχνιτών του Πηλίου και το ριζοσπαστισμό των κολίγων του κάμπου. Αναφερόμαστε πριν απ’ όλα στο ριζοσπαστισμό, την πολιτικοιδεολογική συγκρότηση και τη συμμαχία με αγρότες και μικροεπαγγελματίες που είχε ήδη εκφραστεί στο ιστορικό Εργατικό Κέντρο Βόλου της περιόδου 1908-1911.
Ως προς τη συνδικαλιστική πράξη, στο μεσοπόλεμο και ειδικά τις πρώτες δεκαετίες, ξεχωρίζουν τα μεγάλα συλλαλητήρια για τη τιμή του ψωμιού και την ακρίβεια. Η πλέον σημαντική στιγμή των διαμαρτυριών για το ψωμί, που στη συγκυρία παίρνει χαρακτηριστικά ευρύτατης αμφισβήτησης συνολικά του πολιτικού συστήματος και πρωτοφανούς καταστολής είναι η διαδήλωση της 15 του Φλεβάρη του 1921 και όσα επακολούθησαν.
 
Τα «Φεβρουριανά» του 1921
Στις αρχές του 1921 η τιμή του ψωμιού ανέβηκε και πάλι, λόγω των σκανδαλωδών, επιπλέον εξόδων εκφόρτωσης ενός μεγάλου φορτίου αλεύρων στο λιμάνι του Βόλου. Η «Πανεργατική Ένωση Βόλου» (ΠΕΒ) κάλεσε συλλαλητήριο στις 15/2/21, με ομιλητές τον Θωμά Αποστολίδη, γραμματέα της ΠΕΒ και τον Σπύρο Σταυράκη, στέλεχος της ΠΕΒ και του ΣΕΚΕ. Τελικά αποφασίστηκε να μιλήσει και ο Αβραάμ Μπεναρόγια, εκτελεστικός επίτροπος της ΓΣΕΕ, που βρισκόταν εκείνες τις ημέρες στη Θεσσαλία, για να συμμετέχει εκ μέρους της ΓΣΕΕ στο εργατοαγροτικό συνέδριο, στην Καρδίτσα.
Η αγανάκτηση και η προσέλευση του κόσμου ήταν πρωτοφανής, η αστυνομία εκτίμησε ότι συγκεντρώθηκαν πάνω από 10 χιλιάδες. Στο μπαλκόνι της ΠΕΒ παρουσιάζονται οι ομιλητές και άλλα συνδικαλιστικά στελέχη, μεταξύ των οποίων, κατά τον «Ταχυδρόμο» υπήρχαν και γυναίκες.
Πρώτος μίλησε ο Α. Μπεναρόγια, η παρουσία του οποίου, αργότερα, θα παρουσιαστεί από τους διωκτικούς μηχανισμούς ως αποδεικτικό στοιχείο μιας δήθεν οργανωμένης κήρυξης «στάσεως» από το ΣΕΚΕ, δηλαδή ότι το ΣΕΚΕ έστειλε τον Μπεναρόγια για να κηρύξει την κομμουνιστική επανάσταση από το Βόλο.
Ο Μπεναρόγια, αρχίζει το λόγο του παραφράζοντας την εισαγωγή του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου». Η ομιλία του είναι καθαρά πολιτική, με αναφορές σε θεωρητικά και ιδεολογικά ζητήματα, μια «κομμουνιστική» διαφώτιση, προφανώς παρόμοια με τα «μαθήματα» που κάνει εκείνη την περίοδο σε μέλη του ΣΕΚΕ. Μιλάει για το κομμουνισμό, για την ταξική πάλη, τις αιτίες της κρίσης και την ανάγκη ειρήνης με τη Ρωσία.
Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Θωμάς Αποστολίδης, γραμματέας της Πανεργατικής και στέλεχος του ΣΕΚΕ. Ο Θ. Αποστολίδης, τυπογράφος στο επάγγελμα ήταν ικανότατο συνδικαλιστικό και πολιτικό στέλεχος. Αργότερα θα γίνει Γραμματέας του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), θα διαφωνήσει με την άποψη του κόμματος για τη Μακεδονία και θα διαγραφεί. Στην ομιλία του ασχολήθηκε κυρίως με το ζήτημα του ψωμιού και το σκάνδαλο των αλεύρων, ως πολιτικό σκάνδαλο.
Τελευταίος ομιλητής ήταν ο Σπύρος Σταυράκης, καπνεργάτης από τον Πειραιά, στέλεχος του ΣΕΚΕ και της ΠΕΒ, γνωστός για τις ρητορικές του ικανότητες και την ικανότητα να ενθουσιάζει τους εργάτες με ποιήματα. Μίλησε κυρίως με τα δεινά του πολέμου και την επιστράτευση, με δυνατή φωνή και χαρακτηριστικές μαχητικές κινήσεις, έτσι ώστε ενθουσίασε το πλήθος. Ο λόγος του Σταυράκη ήταν μια λυρική και ταυτόχρονα μαχητική κραυγή ενάντια στον πόλεμο και με την αντίθεση που χρησιμοποίησε, για το θάνατο και τις θυσίες των φαντάρων, ενώ οι γυναίκες και οι κόρες τους θα γίνονταν πόρνες των πλουσίων, εξέφραζε την αγωνία των διαδηλωτών και τα προσωπικά του βιώματα.
Η πορεία προς το τηλεγραφείο, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, μετά τα συλλαλητήρια, ήταν πολύ μικρότερη της διαδήλωσης και πολλοί από αυτούς ήταν «αγυιόπαιδαι» (παιδιά του δρόμου) και μαθητές. Οι διαδηλωτές με επικεφαλής τους Μπεναρόγια, Αποστολίδη Σταυράκη και Θέο, και ένοπλη συνοδεία αστυνομίας, πορεύτηκαν στην οδό Δημητριάδος, προς την πλατεία Γεωργίου Α’ (Το σημερινό λεγόμενο πάρκο του Αγ. Κωνσταντίνου), πέρασαν μπροστά από το Φρουραρχείο και Λιμεναρχείο, χωρίς κανένα επεισόδιο, ωστόσο το πλήθος σπάει τα τζάμια του «Σκαρίμπα» εργοστασίου μακαρονιών και συνεχίζει να σπάει τζάμια καταστημάτων και γραφείων στην παραλία, στην οδό Δημητριάδος, στην Ερμού, σε όλο το κέντρο του Βόλου. Οι διωκτικές αρχές θα εκλάβουν το εκτεταμένο σπάσιμο τζαμιών ως «κομμουνιστική επανάσταση» και μια ολόκληρη μυθολογία, που φτάνει μέχρι και τις μέρες μας, θα κάνει λόγο για κομμουνιστική κατάληψη της πόλης, ή έλεγχο της πόλης από τους εργάτες κλπ. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι το πλήθος και ειδικά οι νεότεροι της διαδήλωσης παρά τις προσπάθειες των οργανωτών αντέδρασαν αυθόρμητα με καταστροφές. Την επόμενη μέρα, ο στρατός που είχε πάρει θέση μάχης για να ανακαταλάβει την πόλη, μπαίνει «ειρηνικά», αλλά εκατοντάδες συνδικαλιστές συλλαμβάνονται και βασανίζονται.
Το μεγαλύτερο σκάνδαλο της υπόθεσης, ήταν η δίχρονη προφυλάκιση 15 εργατών και ειδικά της συνδικαλιστικής ηγεσίας, ενώ ήταν προφανές ότι οι συνδικαλιστές όχι μόνο δεν πρωτοστάτησαν στις καταστροφές αλλά προσπάθησαν να τις αποτρέψουν. Οι δεκαπέντε προφυλακισμένοι, Μπεναρόγια, Αποστολίδης, Παπανικολάου, Σαρόγλου, Θέος, Λέτος, Κάτσικας, Φασούλας, Τσαντός, Ρηγανάς, Φράγκος, Κανάβας, Αδαμίδης, Σταυράκης έμειναν στη φυλακή, χωρίς δίκη, με διάφορα προσχήματα. Από τους φυλακισμένους, εκτός του Μπεναρόγια, εκτελεστικού επιτρόπου της ΓΣΕΕ και του Θ. Αποστολίδη, γραμματέα της ΠΕΒ, ξεχωρίζει ο Β. Παπανικολάου, επίτροπος της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας Ελλάδος, αργότερα γραμματέας της ΠΕΒ και του «Πανεργατικού Εργατικού Κέντρου Βόλου» ο Κ. Θέος μετέπειτα βουλευτής του ΚΚΕ, Γ.Γ. της Ενωτικής ΓΣΕΕ και του Εργατικού ΕΑΜ και ο Σταυράκης, που μην αντέχοντας τα βασανιστήρια τρελαίνεται και αυτοκτονεί στη φυλακή μετά από πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες.
 
Τα γεγονότα του ΄36
Μετά τα «Φεβρουριανά», παρ’ όλες τις διώξεις η «Πανεργατική Ένωση Βόλου» ξαναϊδρύεται και συσπειρώνει όλο και περισσότερα μέλη, ώστε το 1922 εκπροσωπεί 5000 εργάτες. Αντιμετωπίζει με επιτυχία τις νέες διώξεις μετά τη γενική απεργία του 1923 και καταφέρνει να επανενωθεί με το «συντηρητικότερο» «Εργατικό Κέντρο Βόλου», όπως είχε ονομασθεί μια ομάδα σωματείων που είχαν διασπαστεί από την «Πανεργατική Ένωση Βόλου» το 1919. Δημιουργείται λοιπόν το «Πανεργατικό Κέντρο Βόλου», το 1924 που συσπειρώνει για πρώτη φορά όλα τα σωματεία και καθοδηγεί σημαντικούς αγώνες, κυρίως στους καπνεργάτες. Εκτός της πρωτοφανούς και ίσως ανεπανάληπτης ενότητας και μαχητικότητας των εργαζόμενων που πλέον συσπειρώνονται όλοι σε μια μαχητική, πρωτοπόρα οργάνωση, είναι ενδιαφέρουσα η συμμαχία με άλλες κοινωνικές κατηγορίες. Έκφραση αυτής της σημασίας είναι η παλαϊκή συγκέντρωση της 15/2/1924
 
Ωστόσο και πάλι η «συγκατοίκηση» των συνδικαλιστικών τάσεων δεν είναι εύκολη, οι διωγμοί των κομμουνιστών αλλά και οι ενδοσοσιαλιστικές διαμάχες γενικεύονται, το κράτος παρεμβαίνει όλο και πιο ανοιχτά στα εσωτερικά των σωματείων και το «Πανεργατικό Κέντρο Βόλου» διασπάται οριστικά το 1927. Στη δεκαετία του ’30, η διάσπαση της ΓΣΕΕ σε τρεις ανεξάρτητες οργανωτικές δομές, δημιουργεί αντίστοιχες δομές και στο Βόλο, όπου συνυπάρχουν το συντηρητικότερο «Εργατικό Κέντρο», η «Εργατική Ένωση», συνέχεια της «Πανεργατικής» και τα «Ανεξάρτητα Σωματεία». Αρχικά δεν υπάρχει συνεργασία και κυριαρχούν ύβρεις περί προδοσίας, κλπ, ωστόσο σταδιακά η συνεργασία αποκαθίσταται και λαμβάνει σταθερότερη μορφή το 1936. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και την περίοδο της πλέον ανοιχτής διάσπασης, ακόμα και την περίοδο που οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αλληλοκατηγορούνταν ως «φασίστες», «κόκκινοι φασίστες», «σοσιαλφασίτες» κλπ, κατάφερναν να πραγματοποιούν απεργίες και κοινές συγκεντρώσεις. Αντίθετα από σήμερα που παρά του ότι όλα τα σωματεία ανήκουν στην ίδια οργανωτική δομή, διεξάγονται ξεχωριστές συγκεντρώσεις, τότε, τα ξεχωριστά, ανταγωνιστικά σωματεία κατάφερναν να ενώνουν τους εργαζόμενους σε κοινές απεργιακές συγκεντρώσεις, όπως στις πολυήμερες απεργίες του Μαΐου – Ιουνίου 1936.
 
Τον Ιούνιο του ‘36 και ενώ έχει αιματοκυλιστεί η Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις, κηρύσσεται απεργία αλληλεγγύης στα σωματεία μετάλλου και υφαντουργών. Οι υφαντουργοί έχουν εν μέρει δικαιωθεί στα μισθολογικά γενικά αιτήματα, αλλά συνεχίζουν την απεργία ζητώντας εξίσωση αμοιβών ανδρών και γυναικών. Η απεργία αλληλεγγύης που καλούν τα ανεξάρτητα σωματεία παίρνει τη μορφή δυναμικού συλλαλητηρίου που συγκρούεται κατ’ επανάληψη με τις δυνάμεις καταστολής, με αιματηρά επεισόδια και έναν νεκρό. Παρά του ότι θα επιχειρηθεί εκ των υστέρων να παρουσιαστεί ως «κομμουνιστική ανταρσία», στην πραγματικότητα το πλήθος συγκρούεται με την αστυνομία αρχικά στην προσπάθεια του να απεγκλωβίσει εργαζόμενους του «Ματσάγγου». Στη συνέχεια ακολουθώντας τη φημολογία ότι υπάρχουν νεκροί, κατευθύνεται προς το νοσοκομείο, αλλά σταματάει από τους δολοφονικούς πυροβολισμούς του στρατού και της αστυνομίας στην οδό Δημητριάδος. Νεκρός είναι ο ράφτης Ν. Μπουμπατζής και τραυματίες 5 άνδρες και δύο γυναίκες. Τη δολοφονική επίθεση καταδικάζουν όλα τα σωματεία και οργανώσεις της πόλης αλλά οι αρχές, ως συνήθως καταγγέλλουν τους κομμουνιστές και διώκουν αγωνιστές εργάτες και επαγγελματίες.
 
Ίση αμοιβή για ίση εργασία
Το μεγάλο βήμα για τον εργατικό συνδικαλισμό στην Ελλάδα, να διεκδικήσει στην πράξη ίση αμοιβή για ίση εργασία γίνεται στο Βόλο το 1936. Οι καπνεργάτριες δεν εμφανίζονται πλέον ως απεργοσπαστικός μηχανισμός, αλλά σαν δυναμικές αγωνίστριες, Ωστόσο το στίγμα του γυναικείου συνδικαλισμού δίδουν οι κλωστοϋφαντουργίνες, μέσα από το σωματείο τους που ανήκει στα «Ανεξάρτητα Συνδικάτα». Η μεγάλη απεργία των κλωστοϋφαντουργών συνεχίζεται με εντυπωσιακή δυναμική, χωρίς να υποχωρούν από το αίτημα την εξίσωση των αμοιβών ανδρών και γυναικών, ακόμα και όταν οι εργοδότες αυξάνουν σημαντικά το μεροκάματο των ανδρών. Η απεργιακή επιτροπή απευθύνεται στις εργάτριες και τους εργάτες: «(…) Εργάται, Ενθαρρύνετε τις εργάτριες, πέστε τους ότι κανείς δεν θα μπή σε εργοστάσιο αν δεν λυθούν τα αιτήματα των γυναικών. Εργάτριαι, Πέστε στους άνδρες ότι δεν θ’ αφίσετε κανέναν να προδώση τον αγώνα σας. Εργάται και Εργάτριαι, Βροντοφωνήστε όλοι μαζί: Ή όλοι μαζί θα μπούμε νικηταί στα εργοστάσια ή όλοι μαζί θα πολεμήσουμε για τα αιτήματα μας».
 
 
 

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου