ΤΟΠΙΚΑ

Ο Βόλος σε καιρό πολέμου: Ιστορικές μνήμες που παραμένουν ζωντανές

ο-βόλος-σε-καιρό-πολέμου-ιστορικές-μνή-323279

Η 28η Οκτωβρίου σηματοδότησε στιγμές ηρωισμού και κοινωνικής αλληλεγγύης στην καθημερινότητα της πόλης – Ο αγωνιστής Λαυρέντης Μαχαιρίτσας έγραψε σελίδες ανδρείας

Μικρές και μεγάλες στιγμές, εμβληματικές προσωπικότητες και ήρωες της διπλανής πόρτας συνθέτουν στιγμιότυπα του Βόλου της κατοχής και αφηγούνται πολεμικά γεγονότα του παρελθόντος. Η 28η Οκτωβρίου, που τιμάται με τη δέουσα επισημότητα αύριο, σηματοδοτεί σειρά γεγονότων που σφράγισαν τη διαδρομή της πόλης. Τα στιγμιότυπα του πολέμου, που έρχονται στη μνήμη όσων τα βίωσαν, πέρα από τη σθεναρή αντίσταση ενάντια στον εχθρό στο πεδίο της μάχης, περιλαμβάνουν καθημερινές πράξεις ανδρείας, που αποδεικνύουν ότι οι Βολιώτες δεν έχασαν ούτε το κέφι, αλλά ούτε το κουράγιο τους σε περιόδους δύσκολες.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Από την πρώτη στιγμή βρέθηκαν στις επάλξεις άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι οποίοι έγραψαν σελίδες ιστορίας, οπλισμένοι με απίστευτο θάρρος και γενναιότητα. Ο Βόλος και η ευρύτερη περιοχή δεν αποτέλεσαν εξαίρεση, αλλά αντίθετα, πρωτοστάτησαν στο πεδίο της κοινωνικής αλληλεγγύης στη διάρκεια του πολέμου, δίνοντας για μια ακόμη φορά, λαμπρά δείγματα ανθρωπιάς.

Η Εκκλησία, ο Δήμος, δεκάδες Σύλλογοι, φορείς αλλά και σχολεία, ο Ερυθρός Σταυρός, η ιατρική κοινότητα, δημιούργησαν μια μεγάλη αγκαλιά για τους πεινασμένους, τους τραυματισμένους, τα ορφανά του πολέμου, που αναζητούσαν στέγη κι ένα πιάτο φαγητό.

Στη διάρκεια της Κατοχής ανέπτυξαν σημαντική δράση εμβληματικές φυσιογνωμίες όπως ο τότε Μητροπολίτης Ιωακείμ, ο δήμαρχος Νικόλαος Σαράτσης και πολλοί ακόμη. Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα της περιοχής, όπως το Ορφανοτροφείο, άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες τους σε δεκάδες ταλαιπωρημένες ψυχές, σε δεκάδες ορφανά του πολέμου. Σύμφωνα μάλιστα με στατιστικά στοιχεία, τη δεκαετία 1930 – 1940 οι τρόφιμοι έφθασαν στον αριθμό 130 και στη δεκαετία 1940 – 1950 στον αριθμό των 180 που είναι και ο μεγαλύτερος αριθμός που φιλοξένησε ποτέ το ίδρυμα.

Στις σελίδες της νεώτερης ιστορίας έχει καταγραφεί η συνεισφορά της Ελληνογαλλικής Σχολής «Αγιος Ιωσήφ» στην περίοδο του πολέμου και στα συσσίτια που προσφέρονταν καθημερινά σε πεινασμένους Βολιώτες, ενήλικες και παιδιά.

Επλεκαν για το μέτωπο

Οι αφηγήσεις των προγενέστερων για την προσφορά χιλιάδων γυναικών, που ετοίμαζαν δέματα με πλεκτά για τα στείλουν στο μέτωπο, απηχούν το κύμα αλληλεγγύης εκείνης της περιόδου.

Η Εκκλησία της Δημητριάδος συνεργάστηκε με το Λύκειο των Ελληνίδων Βόλου, το οποίο διέθετε τα χέρια για το πλέξιμο μάλλινων ειδών, απαραίτητων για τους στρατιώτες, παρέχοντας τα αναγκαία χρήματα για την αγορά των νημάτων.

Την ίδια περίοδο ανέπτυξε σημαντική πνευματική και κοινωνική δράση ο Θρησκευτικοφιλολογικός Σύλλογος «Τρεις Ιεράρχες», εμψυχώνοντας πνευματικά τον κόσμο, ενώ παράλληλα τα μέλη ήταν συμπαραστάτες στα συσσίτια της τοπικής Εκκλησίας, με μπροστάρη τον Μητροπολίτη Ιωακείμ.

Σημαντική δράση ανέπτυξε, παράλληλα, το Ασυλο, το οποίο στη διάρκεια της Κατοχής στεγάστηκε στο Μέγαρο Χατζηκυριαζή στα Ανω Λεχώνια, και στα δύσκολα χρόνια, τα κορίτσια που ήταν τρόφιμοι του Ιδρύματος, βρήκαν την απαραίτητη φροντίδα και θαλπωρή από τα μέλη του «Ασύλου», που διακρίθηκαν για τον ζήλο την προσφορά τους.

Φανέλες για τους στρατιώτες

Σημαντικά στοιχεία για την προσφορά του Λυκείου των Ελληνίδων του Βόλου περιλαμβάνονται στο βιβλίο της Μαρίας Σπανού «Λύκειο των Ελληνίδων Βόλου – Στιγμές και πρόσωπα».

Παρά τις ζημιές που υπέστη το οίκημα του Λυκείου από τους βομβαρδισμούς και παρά το γεγονός ότι στην κατοχή επιτάχτηκε από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς και άλλες υπηρεσίες, εντούτοις το κοινωνικό έργο συνεχίστηκε χωρίς διακοπή.

«Παρά την έκτακτη κατάσταση στην οποία βρέθηκε το ΛΕΒ λόγω των γεγονότων του πολέμου, δεν σταμάτησε στιγμή να μεριμνά για την αποστολή βοήθειας στους μαχόμενους έλληνες με δέματα από μάλλινα και πλεκτά και να φροντίζει με κάθε τρόπο τις οικογένειές τους. Οι κυρίες του συμβουλίου συνέβαλαν και αυτές στην πολεμική περίθαλψη» αναφέρει η πρόεδρος του Λυκείου των Ελληνίδων Βόλου στο βιβλίο της.

Πριν ακόμη ξεσπάσει ο πόλεμος το Λύκειο συνεργάστηκε με την εθνική οργάνωση η «Φανέλα του στρατιώτη», την οποία με εισήγηση της Α. Ζαδέ δέχονται να στεγάσουν εντός του Λυκείου, ενώ δύο μήνες μετά την κήρυξη του πολέμου, την επιχορηγούν με το ποσό των 25.000 για τις λειτουργικές της ανάγκες.

Για τη «Φανέλα του στρατιώτη» δούλεψαν και μετακατοχικά. Το 1947 η Φρειδερίκη απευθύνεται σε όλα τα λύκεια, ζητώντας τη συνδρομή τους, διά μέσου της «φανέλας» για τους μαχόμενους ήρωες.

Με τη λήξη των γεγονότων, η «φανέλα του στρατιώτη» εκτιμώντας τη βοήθεια που το Λύκειο είχε προσφέρει, του παρέχει υλικοτεχνική βοήθεια, πολύτιμη συνδρομή στην επιχειρούμενη ανασύνταξη των τμημάτων χειροτεχνίας. Μεταπολεμικά το λύκειο επικεντρώθηκε στην υποδοχή τροφίμων άπορων κοριτσιών στα εργαστήρια χειροτεχνίας για την εκπαίδευσή τους. Παράλληλα δέχεται στα εργαστήριά του κορίτσια θυμάτων πολέμου και ορφανά, γράφει στο βιβλίο της η Μαρία Σπανού.

Ο πιο βαρύς χειμώνας

Εικόνες μιας εξαιρετικά δύσκολης περιόδου για τον Βόλο ζωντανεύουν μέσα από την αφήγηση του Δημήτρη Τσιλιβίδη, συνταξιούχου οδοντιάτρου, δρ. Θεολογίας και συγγραφέα, ο οποίος περιγράφει τον βαρύ κατοχικό χειμώνα του 1941 – ‘42. «Ο κόσμος άρχισε να πεινάει, ψωμί, λάδι, σαπούνι, κάρβουνα, ξύλα, είχαν εξαφανιστεί. Ο Βόλος είχε να δει ψωμί μήνες. Το «δελτίο τροφίμων» σπάνια έδινε κάτι. Τα Χριστούγεννα του 1941 έδωσε σαν τραγική ειρωνεία ένα κουτί σπίρτα. Αδυνατισμένα πρόσωπα μαρτυρούσαν τον υποσιτισμό, πρησμένες κοιλιές παιδιών την αβιταμίνωση. Γενική στέρηση και εγκατάλειψη και πάνω απ’ όλα ένας αλύπητος πικρός χειμώνας με απανωτά χιόνια, τσουχτερό κρύο και παγωνιά, έδινε στις δοκιμασίες του κόσμου τη θλιβερή διάθεση απελπισμού», αναφέρει.

Ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιωακείμ το επιβεβαιώνει: «Αληθώς ο χειμών της περιόδου εκείνης ήταν συνεχής και βαρύτατος και σπανίως ενθυμούνται οι κάτοικοι να πίπτη σχεδόν διαρκώς χιών και ολίγαι ημέραι να έχωσιν ήλιον. Τα καύσιμα εξ άλλου είχαν γίνει σπάνια και ήρχισαν να κρύπτονται όπως και τα τρόφιμα υπό της αρξαμένης να εκμεταλλεύεται την δυστυχίαν του λαού «μαύρης αγοράς». Τα μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, πλοία μικρά ή μεγαλύτερα, ίπποι, κάρα, είχαν εκλείψει ως επιταχθέντα υπό των κατακτητών. Τα δάση ήρχισαν να υλοτομώνται από λαθρουλοτόμους. Εκείνο το οποίο έπληξε πολύ περισσότερο τας πτωχοτέρας τάξεις ιδίως της πόλεως και της υπαίθρου και επέφερε πολλούς θανάτους ήτο η πείνα του 1941-42. Το χειμώνα του 1941-42 πέθαναν από πείνα και κρύο 800 άτομα παραπάνω από εκείνα που πέθαιναν σε κανονικές καιρικές συνθήκες μέσα στο Βόλο και 200 άτομα στην περιφέρεια. Αν πέθαναν όμως χίλιοι από πείνα, πόσοι άλλοι γέροντες και παιδιά δεν έπαθαν ανεπανόρθωτες βλάβες της υγείας των από την απαίσια πείνα που υπέσκαψε και ετοίμασε το έδαφος για την φυματίωση και την αβιταμίνωση».

Προσφορά ανθρώπων του πολιτισμού

Πτυχές της πολιτιστικής κίνησης του Βόλου στην διάρκεια του πολέμου περιλαμβάνονται στο βιβλίου του Γιάννη Μουγογιάννη «Πτυχές του Βολιώτικου πολιτισμού 1940 – 1990», απόσπασμα του οποίου παραθέτουμε.

Με την έκρηξη του πολέμου του 1940, οι ώριμοι σε ηλικία πνευματικοί δημιουργοί και καλλιτέχνες, μαζί με ολόκληρο το λαό επιστρατεύτηκαν. Το πνευματικό κίνημα που επιχείρησαν οι «Φίλοι των Γραμμάτων» στη διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας, ανακόπηκε απότομα και τα μέλη του βρέθηκαν μαχητές στο αλβανικό μέτωπο και αργότερα, με την ολοκλήρωση της κατοχής, εντάχθηκαν τα περισσότερα στις αντιστασιακές οργανώσεις του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Πρόεδρος της οργάνωσης Βόλου της ΕΠΟΝ υπήρξε για όλη τη διάρκεια της κατοχής ο διακεκριμένος φωτογράφος Δημήτρης Λέτσιος και γραμματέας στα πρώτα χρόνια ο μηχανικός Νίκος Καβούρας (Μενέλαος).

Από τα μέσα του 1942, παρατηρούμε μια έντονη κινητικότητα στο χώρο της νεολαίας, που πάντα καθοδηγούνταν από την ΕΠΟΝ Θεσσαλίας. Η διεργασία αυτή οδήγησε στην σχηματοποίηση τριών σωματείων με πνευματικούς σκοπούς αλλά και με επικαλυπτόμενη έντονη αντιστασιακή δράση. Ηταν ο «Συνεταιρισμός Σπουδάζουσας Νεολαίας Ν. Μαγνησίας» ή «Φοιτητικός Συνεταιρισμός» όπως λέγονταν σε συντομία, η «Πνευματική Πρωτοπορία Νέων» και ο «Καλλιτεχνικός Ερασιτεχνικός Σύνδεσμος».

ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΗΡΩΑΣ: Αγωνίστηκε για την ελευθερία

Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, παππούς του αλησμόνητου συνθέτη, έγραψε σελίδες ανδρείας σε καιρό πολέμου

Ιστορικά γεγονότα μιας σκληρής περιόδου έρχονται για πρώτη φορά στο φως μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου ενός σύγχρονου ήρωα, αντιστασιακού και αγωνιστή, του παλιού σιδηροδρομικού Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, ο οποίος εξορίστηκε στην Ικαρία το 1948 και ήταν παππούς του αξέχαστου δημιουργού Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή.

Το σπάνιο αυτό ντοκουμέντο, νέο απόκτημα και κόσμημα στην πλούσια συλλογή αρχειακού υλικού των Γενικών Αρχείων του Κράτους Μαγνησίας, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό, με αφορμή τις επετειακές εκδηλώσεις για την απελευθέρωση του Βόλου από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής.

Το χειρόγραφο ημερολόγιο, που γράφτηκε στην διάρκεια της εξορίας του Βολιώτη αγωνιστή, από τις 20 Ιουλίου μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1948, στάλθηκε τμηματικά στην οικογένειά του, μέσα σε φακέλους επιστολών όπως ανέφερε στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ ο ανιψιός του Νίκος Παπανικολάου, γιος της αδελφής του αγωνιστή, ο οποίος περιέσωσε το συγκεκριμένο κειμήλιο και το δώρισε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους Μαγνησίας.

Οι εξόριστοι, σύμφωνα με το περιεχόμενο του ημερολογίου, δεν διέμεναν σε στρατόπεδα αλλά σε σπίτια ντόπιων και σε μοναστήρι του νησιού. Οι κάτοικοι της Ικαρίας τους συμπαραστάθηκαν πάρα πολύ, ενώ και οι εξόριστοι με την σειρά τους, βοήθησαν πολύ τους Ικαριώτες.

Μετά την επιστροφή του στον Βόλο, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας βίωσε για δεύτερη φορά την εξορία και τελικά εκτελέστηκε στο Καζανάκι στις 7 Απριλίου του 1959, μαζί με άλλους αγωνιστές που καταδικάστηκαν από το στρατοδικείο, με την κατηγορία της αποχής από το δημοψήφισμα του 1946.

Εγραψε τη δική του ιστορία

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ παρουσιάζει, με αφορμή το επετειακό αφιέρωμα στην 28η Οκτωβρίου, τη ζωή και την μεγάλη προσφορά του Βολιώτη αγωνιστή, ο οποίος άφησε το αποτύπωμά του στην νεότερη ιστορία, με τη βοήθεια του αγαπημένου του ανεψιού Νίκου Παπανικολάου.

Ο αγωνιστής Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, που γεννήθηκε στον Αγιο Λαυρέντιο το 1905, ήταν γιος του υποδηματοποιού Δημήτρη Μαχαιρίτσα με καταγωγή από τη Βυζίτσα, ενώ η μητέρα του Ειρήνη καταγόταν από τον Αγιο Λαυρέντιο.

Οταν τέλειωσε το δημοτικό στον Αγιο Λαυρέντιο κατέβηκε στον Βόλο μαζί με την αδελφή του και συνέχισε στο νυκτερινό επαγγελματικό σχολείο, δουλεύοντας, παράλληλα, στο εργοστάσιο Γκλαβάνη. Υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό και στην περίοδο εκείνη παντρεύτηκε ένα κορίτσι από το Ορφανοτροφείο, την Μαρία «μια ωραία κοπέλα, που ήταν ορφανή» αφηγείται ο ανεψιός του αγωνιστή.

Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά την Σεβαστή και τον Μίμη, πατέρα του συνθέτη Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, ο οποίος ήταν πιανίστας και διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας της ΕΙΡ (ΕΡΤ). «Πέθανε σε νεαρά ηλικία μόλις 36 ετών από νεφρική ανεπάρκεια. Ο τάφος του βρίσκεται στο παλαιό Κοιμητήριο, δεξιά της εισόδου» αναφέρει ο εξάδελφός του.

Περιγράφοντας τον χαρακτήρα του θείου του, ο Νίκος Παπανικολάου υπογραμμίζει ότι «ήταν πολύ καλός, ακέραιος άνθρωπος, πάντα προσέφερε για το κοινό καλό, συμμετέχοντας με όλες του τις δυνάμεις στον αγώνα για ελευθερία. Αγαπούσε τα παιδιά και πάντα θυμάμαι την καλοσύνη με την οποία μας αντιμετώπιζε. Ηταν άριστος οικογενειάρχης και πατέρας, εργατικός, δυνατός χαρακτήρας, με μεγάλο ψυχικό σθένος».

Προσφορά στον αγώνα

Ο παππούς Λαυρέντης Μαχαιρίτσας εργάστηκε στους θεσσαλικούς σιδηροδρόμους ως μηχανουργός. Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και παράλληλα ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση.

Ο ανιψιός του ανέφερε ότι στο σπίτι της οικογένειας, στη συμβολή των οδών Παγασών με Αναπαύσεως, συγκεντρωνόταν ο οπλισμός που προωθούνταν τα βράδια με συνδέσμους προς Φυτόκο, Μελισσάτικα και Κάπουρνα, όπου δρούσαν οι αντάρτες.

Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας ήταν μέλος του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και μηχανικός στο μηχανουργείο όπλων του ΕΛΑΣ το οποίο δημιούργησε ο Αλέκος Παπαγεωργίου στο Τσουρνάτ της Οθρυος. Εκεί δούλεψαν δεκάδες τεχνίτες επιδιορθώνοντας όπλα και κατασκευάζοντας αυτοσχέδιες χειροβομβίδες.

Οπως μας πληροφορεί ο ανιψιός του, μετά την απελευθέρωση, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας συμμετείχε στο πρώτο δημοτικό συμβούλιο Βόλου (Παγασών τότε), επί δημαρχίας Κονταράτου, εκπροσωπώντας τους σιδηροδρομικούς μετά την απελευθέρωση το 1944.

Μετά τις περιπέτειες που πέρασε στην διάρκεια του πολέμου, συνελήφθη το 1947 και φυλακίστηκε στις φυλακές Σαρακηνού.

Το 1948 εξορίστηκε στην Ικαρία, αρρώστησε και λόγω του προβλήματος που παρουσιάστηκε στους πνεύμονες τον άφησαν ελεύθερο. Μετά από λίγο διάστημα συνελήφθη και πάλι και εξορίστηκε στον Αη Στράτη αυτή την φορά, για να μεταφερθεί στην συνέχεια στον Βόλο, προκειμένου να περάσει στρατοδικείο μαζί με άλλους. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο βρέθηκε στο σπίτι του υλικό που προέτρεπε τον κόσμο σε αποχή από δημοψήφισμα του ‘46. Η απόφαση ήταν καταδίκη εις θάνατον και εκτελέστηκε στις 4 Απριλίου του 1949 μαζί με άλλους αγωνιστές στο Καζανάκι.

Στο σημείωμα που έγραψε λίγη ώρα πριν την εκτέλεσή του, προέτρεπε την οικογένειά του «να μη στενοχωριέστε και να μη ζητήσετε εκδίκηση».

Ο ομαδικός τάφος των εκτελεσθέντων υπάρχει ακόμη στο παλαιό κοιμητήριο του Βόλου. Επίσης υπάρχει μνημείο με τα ονόματα των εκτελεσθέντων στη θέση Καζανάκι, όπου έγινε η εκτέλεση, για να θυμίζει στους νεότερους τον χώρο της θυσίας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου