ΤΟΠΙΚΑ

Ερευνα του Π.Θ.: Στο ναδίρ οι γεννήσεις στην Ελλάδα

ερευνα-του-π-θ-στο-ναδίρ-οι-γεννήσεις-σ-400065

Οι γεννήσεις από αλλοδαπές γυναίκες περιόρισαν τις απώλειες στον πληθυσμό – Τι δείχνει έρευνα του Εργαστηρίου Δημογραφικών Ερευνών του Π.Θ.

Αρνητικό το φυσικό ισοζύγιο στην Ελλάδα την περίοδο 2004 – 2017 κατά 109.251 άτομα. Ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε, καθώς ο αριθμός των θανάτων δεν καλύφθηκε από νέες γεννήσεις. Οι απώλειες θα ήταν πολύ μεγαλύτερες, της τάξης των 318.764 ατόμων, αν δεν υπήρχε το ισχυρό θετικό ισοζύγιο από τους αλλοδαπούς, που περιόρισαν το αρνητικό πρόσημο στο φυσικό ισοζύγιο στη χώρα.

Τα παραπάνω αποτυπώνονται σε έρευνα του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, την οποία υπογράφουν στην περιοδική έκδοση «Δημογραφικά Νέα» ο καθηγητής και διευθυντής του εργαστηρίου Βύρων Κοτζαμάνης και ο μεταδιδακτορικός ερευνητής του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Δημήτρης Καρκάνης.

Σύμφωνα με την έρευνα, με μέσο όρο 1,34 παιδιά ανά γυναίκα το 2017 (συνθετικός δείκτης γονιμότητας), η Ελλάδα έχει όπως οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου και οι περισσότερες από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες από τους χαμηλότερους δείκτες συγχρονικής γονιμότητάς στην ΕΕ, όπου ο μέσος όρος το ίδιο έτος ανέρχεται σε 1,59 παιδιά ανά γυναίκα. «Οι δείκτες γονιμότητας στη χώρα μας ελάχιστα έχουν επηρεασθεί από την υψηλότερη γονιμότητα των αλλοδαπών μονίμων κατοίκων της τα τελευταία χρόνια. Τα διαθέσιμα δεδομένα μάς επιτρέπουν να είμαστε κατηγορηματικοί, οι αλλοδαποί παρ’ όλο που κάνουν περισσότερα παιδιά από τους Ελληνες, δεν πρόκειται να δώσουν λύση στην «υπογεννητικότητα» του πληθυσμού της χώρας μας», αναφέρουν οι δύο ερευνητές.

Οι αλλοδαποί στην Ελλάδα ισχυρή συμβολή στις γεννήσεις

Οπως καταγράφεται στην έρευνα του εργαστηρίου, οι αλλοδαπές γυναίκες συμμετέχουν με ένα σχετικά υψηλό ποσοστό στις γεννήσεις, που καταγράφονται ετησίως στη χώρα από το 2004 μέχρι και σήμερα. Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα οι αλλοδαπές αναπαραγωγικής ηλικίας στη χώρα αποτελούν ένα μικρό μόνον τμήμα των γυναικών ηλικίας 15 – 49 ετών μετά το 2008. Αποτελούν το 11,6% έως 9,9% των 15 – 49 ετών, ενώ ταυτόχρονα η μέση ηλικία τους δεν διαφέρει πλέον σημαντικά από αυτήν των Ελληνίδων. Το ποσοστό συμμετοχής των αλλοδαπών γυναικών στις καταγραφείσες γεννήσεις την περίοδο 2004 -2017 στη χώρα μας ανέρχεται στο 16,2%, την δε εννεαετία 2009 -2017 στο 15,5%.

H κατανομή των γεννήσεων ανά ηλικιακή ομάδα ανάμεσα στις γηγενείς και τις αλλοδαπές διαφέρει σημαντικά, καθώς, σε κάθε ομάδα, το ειδικό βάρος των γεννήσεων από μητέρες ηλικίας 15 – 29 ετών είναι σαφώς υψηλότερο στις αλλοδαπές, και, αντιστρόφως η συμμετοχή των «ώριμων» γυναικών (30 – 44 ετών) στις γεννήσεις της κάθε ομάδας είναι σαφώς μεγαλύτερη στις Ελληνίδες.

Αλλά πολύ μικρή συμβολή στη συνολική γονιμότητα…

«Αν και η συμμετοχή των αλλοδαπών στις γεννήσεις την τελευταία εικοσαετία είναι σχετικά υψηλή (16 στις 100 γεννήσεις στη χώρα μας προήλθαν από αλλοδαπές την περίοδο 2004-20017), η συμβολή των γυναικών αυτών στην προσμετρώμενη ετησίως γονιμότητα, στον Συνθετικό δηλαδή Δείκτη Γονιμότητας (ΣΔΓ) είναι ελάχιστη», τονίζεται στην έρευνα και αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι ο αριθμός των γεννήσεων είναι προϊόν δύο ανεξάρτητων παραγόντων, του πλήθους των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και του τελικού αριθμού των παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο.

Οι αναλύσεις δείχνουν ότι οι αλλοδαπές γυναίκες κατά τα τελευταία χρόνια έφεραν στον κόσμο 0,96 έως 0,37 παιδιά/γυναίκα περισσότερα από τις Ελληνίδες. Την ίδια περίοδο η γονιμότητα του συνόλου των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας (Ελληνίδες και αλλοδαπές), κυμάνθηκε από 1,50 (μέγιστο) έως 1,32 παιδιά / γυναίκα (ελάχιστο). Η διαφορά ανάμεσα στον συνολικό δείκτη (Ελληνίδες + αλλοδαπές) και σε αυτόν των Ελληνίδων δίνει και την συμβολή των αλλοδαπών. «Η συμβολή αυτή είναι ασήμαντη, καθώς οι αλλοδαπές γυναίκες, που αποτελούν περίπου το 11% του συνολικού πληθυσμού των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας στη χώρα μας το 2009 – 2017 και συνεισέφεραν το 15,5% των γεννήσεων, αύξησαν τον δείκτη γονιμότητας σε απόλυτες τιμές μόλις κατά 0,12 έως 0,03 παιδιά/γυναίκα και σε σχετικές τιμές κατά 9,0% (μέγιστο) έως 2,7% (ελάχιστο). Παρατηρούμε ταυτόχρονα ότι ανάμεσα στο 2009 και το 2013 η γονιμότητα μειώθηκε τόσο στις Ελληνίδες όσο και στις αλλοδαπές, αλλά περισσότερο στις δεύτερες απ’ ότι στις πρώτες, με αποτέλεσμα τη μείωση της συμβολής των αλλοδαπών στο συνολικό Δείκτη από το 9% το 2009 στο 3,2% το 2013», τονίζεται στην έρευνα.

Η μέση ηλικία τεκνοποίησης ακολουθεί ανοδική πορεία

«Οφείλουμε τέλος να σημειώσουμε ότι εκτός του ότι η συμβολή των αλλοδαπών στη συνολική γονιμότητα κατά την τελευταία δεκαετία ήταν άκρως περιορισμένη, το «μοτίβο» της απόκτησης παιδιών διαφέρει ανάμεσα σε αυτές και τις Ελληνίδες. Οι αλλοδαπές δεν έχουν μόνο κατά μέσο όρο υψηλότερη γονιμότητα από τις Ελληνίδες, αλλά κάνουν τα παιδιά τους και σε σαφώς μικρότερες ηλικίες, κατά 3,2 έως 4 έτη νεότερες. Οι μικρότερες αυτές ηλικίες επηρεάζουν προφανώς και τη συνολική (Ελληνίδων + αλλοδαπών) μέση ηλικία στην τεκνοποίηση μειώνοντάς την κατά 0,8 έτη (μέγιστο, 2009) έως 0,4 έτη (ελάχιστο, 2014 και 2015). Οι τάσεις όμως και στις δυο ομάδες είναι κοινές, η μέση ηλικία στην γέννηση των παιδιών ακολουθεί ανοδική πορεία, αν και οι ρυθμοί αύξησής της διαφοροποιούνται ελαφρώς (ταχύτερη αύξηση στις αλλοδαπές».

«Η μετανάστευση και η όποια συνεχιζόμενη είσοδος αλλοδαπών δεν μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση των δεικτών γονιμότητας στην Ελλάδα καθώς οι αλλοδαπές γυναίκες επηρέασαν – και θα επηρεάσουν και στο μέλλον – ελάχιστα τον συνολικό δείκτη γονιμότητας. Επομένως διαψεύδονται όσοι στη χώρα μας, χωρίς τεκμηρίωση, στηριζόμενοι μόνον στο % των γεννήσεων των αλλοδαπών ισχυρίζονται το αντίθετο. Οι αλλοδαποί θα συνεχίσουν φυσικά να συμμετέχουν με σχετικά υψηλά ποσοστά (> 10%) και την επόμενη δεκαετία στις γεννήσεις και ταυτόχρονα, θα συνεχίσουν, όπως και στο παρελθόν, να αμβλύνουν, λόγω της νεότητάς τους, τα αρνητικά φυσικά ισοζύγια στη χώρα μας. Υπενθυμίζουμε ότι εν απουσία αλλοδαπών το αρνητικό φυσικό ισοζύγιο της περιόδου 2004-2017 (γεννήσεις – θάνατοι) στην Ελλάδα θα ήταν σχεδόν τριπλάσιο (-318,7 χιλ). Οι αλλοδαποί, δεν ανέτρεψαν φυσικά το αρνητικό πρόσημό του, αλλά έχοντας ένα ισχυρότατο θετικό ισοζύγιο (+209,5 χιλ.) περιόρισαν σημαντικά τις απώλειες, που ανήλθαν σε «μόλις» 109,3 χιλ», συμπεραίνουν οι κ.κ. Κοτζαμάνης και Καρκάνης.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου