ΤΟΠΙΚΑ

Νέο καμπανάκι για το δημογραφικό

νέο-καμπανάκι-για-το-δημογραφικό-453950

Για πρώτη φορά στη δημογραφική ιστορία μας ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας 0 – 14 ετών υπολείπεται του αντίστοιχου των 65 και άνω

Νέο καμπανάκι για το δημογραφικό τοπίο στην Ελλάδα, που έχει αλλάξει άρδην και αναμένεται έως το 2050 να μεταβληθεί ακόμη περισσότερο με μικρότερο και πιο γηρασμένο πληθυσμό, έρχεται να χτυπήσει με αφορμή τη νέα έρευνά του το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που ζητά τις επίσημες θέσεις των πολιτικών φορέων για το θέμα ενόψει μάλιστα και των εθνικών εκλογών.

Σύμφωνα με τον διευθυντή του εργαστηρίου Βύρωνα Κοτζαμάνη, η Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 2010 δημογραφικά διαφέρει σημαντικά από αυτήν της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. «Είμαστε περισσότεροι απ’ ό,τι το 1950, αλλά ταυτόχρονα ζούμε πολύ περισσότερα χρόνια, είμαστε πιο γηρασμένοι, κάνουμε λιγότερα παιδιά και λιγότερους γάμους, χωρίζουμε πιο εύκολα, η δομή των νοικοκυριών και των οικογενειών μας έχει αλλάξει ριζικά, είμαστε εξαιρετικά άνισα κατανεμημένοι στον χώρο και ταυτόχρονα ο πληθυσμός μας από σχετικά «εθνικά ομοιογενής» συμπεριλαμβάνει σήμερα 900.000 περίπου αλλοδαπούς, που ζουν μόνιμα στη χώρα μας», επισημαίνει και προσθέτει ότι οι δημογραφικές εξελίξεις τις άμεσα επόμενες δεκαετίες θα οδηγήσουν σε μια επιτάχυνση της γήρανσης και σε μια μείωση, μικρότερη ή μεγαλύτερη, του πληθυσμού μας.

«Οι επιπτώσεις τόσο των προαναφερθεισών αλλαγών, όσο και αυτών που αναμένονται είναι πολλαπλές και έχουν αρχίσει ήδη να μας προβληματίζουν. Αρχίζουμε, έστω και καθυστερημένα, να καταλαβαίνουμε ότι η δημογραφία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για το μέλλον μας, παράγοντα που δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να υποτιμούμε, καθώς το δημογραφικό είναι σήμερα μια από τις μεγάλες προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε», τονίζει ο κ. Κοτζαμάνης υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα διαμόρφωσης μιας συνεκτικής δημογραφικής πολιτικής, που απαιτεί εκτός των άλλων και την ενίσχυση της δημογραφικής έρευνας και παιδείας.

Το 2018 οι μισές γεννήσεις έναντι του ‘50

Ειδικότερα, οι μεταβολές που συντελέστηκαν ανάμεσα 1951 και 2018 είχαν ως αποτέλεσμα τη γήρανση του συνολικού πληθυσμού, που αποτυπώνεται στη δημογραφική πυραμίδα. Η μέση ηλικία αυξήθηκε κατά 14 έτη και η μέση εργάσιμη ηλικία αυξήθηκε από τα 35 στα 41,5 έτη.

Την ίδια περίοδο ο πληθυσμός έχει αστικοποιηθεί ταχύτατα, καθώς σχεδόν το 75% κατοικεί πλέον σε αστικές περιοχές (έναντι του 38% το 1951), έχει αυξηθεί κατά περίπου 15 έτη η μέση προσδοκώμενη ζωή στη γέννηση (γήρανση εκ των άνω), έχουν περιοριστεί οι γεννήσεις με αποτέλεσμα οι γεννήσεις το 2018 να είναι σχεδόν οι μισές από αυτές των αρχών της δεκαετίας του 1950 και έχει αυξηθεί σημαντικά αριθμός των θανάτων λόγω της γήρανσης του πληθυσμού μας (οι θάνατοι το 2018 είναι 2,2 περισσότεροι από αυτούς που καταγράφονται στις αρχές της δεκαετίας του 1950).

«Το φυσικό ισοζύγιο από θετικότατο στις αρχές της δεκαετίας του 1950 (+ 95.000) έχει αλλάξει πλέον πρόσημο την τελευταία δεκαετία και έχει γίνει αρνητικό (-38.000 το 2018). Ταυτόχρονα ο πληθυσμός μας από σχετικά «εθνικά ομοιογενής» μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο (οι μη έχοντες την ελληνική υπηκοότητα το 1951 ήταν λίγες δεκάδες χιλιάδες) συμπεριλαμβάνει σήμερα περίπου 900.000 αλλοδαπούς, η τεράστια πλειονότητα των οποίων προέρχεται από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη μας», αναφέρει στην έκθεσή του ο κ. Κοτζαμάνης.

Περισσότεροι οι άνω των 65 σε σχέση με τους 14 και κάτω

Οι προαναφερθείσες αλλαγές, σύμφωνα με την έρευνα του εργαστηρίου, άλλαξαν ριζικά το δημογραφικό τοπίο στην Ελλάδα. Ετσι, η χώρα μας είναι σχετικά γηρασμένη, καθώς το 22% σχεδόν των κατοίκων της είναι πλέον μεγαλύτεροι των 65 ετών και το ποσοστό των 85+ αγγίζει το 3,5% (0,04% το 1951, 3,3 % σήμερα). Ταυτόχρονα για πρώτη φορά στη δημογραφική ιστορία μας ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας 0 – 14 ετών από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 υπολείπεται αυτού των 65 ετών και άνω (το 2018 οι 65 ετών και άνω είναι κατά 800.000 περισσότεροι από τα άτομα 0 – 14 ετών).

Αλλαξε η δομή των νοικοκυριών

Οι αλλαγές που συντελέστηκαν έχουν επηρεάσει και τη δομή των νοικοκυριών και μάλιστα ριζικά. Παρατηρείται μείωση των γάμων, των γεννήσεων, αύξηση των γεννήσεων εκτός γάμου.

«Εξαφανίσθηκαν σχεδόν οι διευρυμένες οικογένειες, οι πολύτεκνες οικογένειες και προφανώς και τα πολυμελή νοικοκυριά, καθώς οι τρίτες και τέταρτες γεννήσεις. Από το 15% και 25% του συνόλου των γεννήσεων στις αρχές της δεκαετίας του ’50, αποτελούν σήμερα αντίστοιχα το 10% και 8%. Η μικρή σε μέγεθος πυρηνική οικογένεια που προκύπτει από γάμο είναι μεν κυρίαρχη ακόμη, αλλά το ποσοστό των ζευγαριών που συμβιώνουν χωρίς γάμο αυξάνεται σταθερά και οι συμβιώσεις με σύμφωνο ξεπερνούν τις 4.000 αποτελώντας σχεδόν το 10% των πρώτων γάμων που τελούνται ετησίως στη χώρα μας, ενώ το ποσοστό των παιδιών που ζει με γονείς που δεν έχουν ποτέ παντρευτεί αυξάνεται συνεχώς. Αυξάνεται παράλληλα ο αριθμός των μονογονεϊκών οικογενειών (που αποτελούνται συνήθως από γυναίκες), ως αποτέλεσμα της αύξησης των διαζυγίων και των εκτός γάμου γεννήσεων που από 2% το 1990 αγγίζει πλέον το 10% ως και ο αριθμός των άτεκνων ατόμων. Αυξάνεται τέλος και η μέση ηλικία όσων γυναικών έχουν αποκτήσει ένα πρώτο παιδί ( >31 έτη το 2018 έναντι 26 ετών στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και 29 ετών τη δεκαετία του 1950) και προφανώς άλλαξε ριζικά και η κατανομή των γεννήσεων ανά ηλικία της μητέρας, καθώς, ενώ τέσσερις δεκαετίες πριν το 50% σχεδόν των γεννήσεων προερχόταν από μητέρες μικρότερες των 30 ετών, το 2018 το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 1/3», καταγράφει ο κ. Κοτζαμάνης, ο οποίος εντοπίζει ότι η τρέχουσα οικονομική κρίση αφενός μεν ενίσχυσε τις προϋπάρχουσες τάσεις της αναπαραγωγής, αφετέρου δε καθιστά δυσκολότερη την αναστροφή τους.

Διαρκής μείωση πληθυσμού

Το μέλλον δεν είναι ευοίωνο. Τα κύρια ευρήματα των προβολών που διεξήγαγε πρόσφατα το εργαστήριο για τη χώρα δείχνουν συνεχή μείωση του πληθυσμού την επόμενη 35ετία.

Ειδικότερα, τα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις – θάνατοι) σε όλα τα σενάρια και σε όλες σχεδόν τις πενταετίες αναμένεται να είναι, αν και με μεγάλες διακυμάνσεις, αρνητικά, ενώ η φαινόμενη μετανάστευση (είσοδοι – έξοδοι) ανά πενταετείς περιόδους σε τέσσερα από τα έξι σενάρια είναι θετική (αν και με σημαντικές διακυμάνσεις) ενώ σε δύο είναι αρνητική.

Εκτός όμως από τις διαφορές σε απόλυτα μεγέθη του συνολικού πληθυσμού ανά σενάριο, σημαντικές αλλαγές αναμένονται και στην ηλικιακή του δομή, καθώς η συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού που καταγράφεται σε όλα τα σενάρια και η συνεχιζόμενη γήρανσή του προφανώς αναμένεται να έχουν άμεση επίπτωση και στον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας, ο οποίος φθίνει συνεχώς. «Ειδικότερα, το 2035 το ποσοστό των 15 – 64 στον συνολικό πληθυσμό (65% το 2015) θα κυμανθεί από 60% έως 61%, στο τέλος δε της προβολικής περιόδου (2050) από 54% έως 56,5%. Η μείωση επιταχύνεται σε όλα τα σενάρια μετά το 2030, η επιτάχυνση δε αυτή οφείλεται κυρίως σε δυο λόγους, στην προοδευτική είσοδο στην ομάδα του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας των ολιγοπληθών γενεών >2010 και στην προοδευτική έξοδο από την ομάδα αυτή των πολυπληθέστερων γενεών των ετών 1955 – 1975. Η μείωση θα επηρεάσει προφανώς και τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό (4,7 εκατ. το 2015), ο οποίος ενδέχεται το 2035 να υπολείπεται αυτού του 2015 κατά 0,5 -1 εκατ., το δε 2050 κατά 1,1 – 1,7 εκατ.», επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης τονίζοντας ότι η ανόρθωση της δημογραφίας απαιτεί προφανώς μέτρα και παρεμβάσεις στα πλαίσιο μιας συνεκτικής δημογραφικής πολιτικής.

ΕΛΕΝΗ ΧΑΝΟΥ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου