ΤΟΠΙΚΑ

Απίστευτες ιστορίες κρατουμένων των φυλακών Βόλου σε βιβλίο

απίστευτες-ιστορίες-κρατουμένων-των-642417

«Για δες, άνθρωπος είμαι και εγώ…» – Οι έγκλειστοι του ειδικού καταστήματος κράτησης νέων Βόλου γράφουν για τη ζωή τους

Εμαθαν γραφή και ανάγνωση και είπαν λίγα πράγματα για τη ζωή τους. Οι ιστορίες των κρατουμένων του ειδικού καταστήματος κράτησης νέων Βόλου συγκινούν. Ανθρωποι που έχουν διαπράξει ληστείες και κλοπές, έχουν εμπλακεί σε υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών, έχουν τελέσει άλλα ποινικά αδικήματα, μπορεί να έχουν ευαίσθητους χαρακτήρες.

Ρεπορτάζ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΡΟΥΓΚΑ

Πολλοί έχουν χάσει πατρίδα, οικογένεια, φίλους. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, καθώς είναι έως και 21 ετών, έχουν ζήσει απερίγραπτες κακουχίες, ακραία φτώχεια και πείνα, έχουν επιζήσει ναυαγίων. Βρέθηκαν στη φυλακή σε έναν ανελέητο αγώνα για την επιβίωση που δυστυχώς δεν έχει τέλος. Σήμερα ακόμη έχουν μεγάλη ανάγκη από ρούχα και υποδήματα.

Απερίγραπτες ιστορίες αποτυπώνει για τους κρατούμενους το βιβλίο «… για δες, άνθρωπος είμαι και εγώ…», που συντάχθηκε από τις καθηγήτριες Αναστασία Χατζηπλή και Σοφία Φράγκου, οι οποίες μετέφεραν τις προφορικές συνεντεύξεις των έγκλειστων με προσοχή, ώστε να μην αλλοιώνεται η μαρτυρία τους.

Το βιβλίο συντάθηκε το πλαίσιο του πολιτιστικού προγράμματος «Νοιάζομαι και δρω», στο οποίο συμμετείχε το 6ο Γυμνάσιο του καταστήματος κράτησης νέων Βόλου το εκπαιδευτικό έτος 2016 – 2017.
Ο διευθυντής του σχολείου Αγγελος Μιχόπουλος στον πρόλογο του βιβλίου ενδεικτικά μεταξύ άλλων γράφει: «Μέσα από τα λόγια τους ζει την «Οδύσσεια» που πέρασαν αυτά τα νεαρά άτομα αφήνοντας πίσω τους πατρίδα, οικογένεια, φίλους, καθώς και τις κακουχίες, την πείνα, τον ψυχικό πόνο και τον διαρκή αγώνα για την επιβίωση. Από την άλλη πρέπει να κλείσεις αυτιά και μάτια για τις παραβάσεις που έχουν διαπράξει (ληστείες, βιασμοί, ναρκωτικά, διακίνηση μεταναστών), δηλαδή δημιουργούνται μέσα σου αμφιθυμικά συναισθήματα».

Να επισημανθεί ότι τα ονόματά των παιδιών δεν αναγράφονται λόγω του νόμου περί προσωπικών δεδομένων.

Ο Ομπ. Ο κρατούμενος είναι από τη Συρία. Κατάγεται από μία περιοχή όπου σε κάθε σπίτι υπάρχουν όπλα γιατί γίνεται πόλεμος. Ο πατέρας του ήταν μικροπωλητής, η μητέρα του δασκάλα. Ο ίδιος πήγαινε στο Πανεπιστήμιο και σπούδαζε κτηνίατρος. Ομως υπήρχαν πολλά προβλήματα στην πόλη. Κάθε μέρα οι αντάρτες σκότωναν, αποκεφάλιζαν…

Αποφάσισε να φύγει με τη μητέρα του. Εφτασαν στα σύνορα περπατώντας. Κοιμόντουσαν στον δρόμο, έτρωγαν ό,τι έβρισκαν.

Στο ταξίδι ήταν πολλές οικογένειες παιδιά. Εφτασαν στη Μυτιλήνη και μετά έμειναν έξι μήνες στη Μόρια. «Μετά η μητέρα έφυγε για Αθήνα και για Γερμανία. Εμένα με έκλεισαν φυλακή γιατί ήμουν λαθρομετανάστης» λέει. Στην πορεία τον απέλασαν, αλλά ξαναγύρισε πίσω. «Στην Κομοτηνή με πιάσανε και με έστειλαν φυλακή. Είμαι τρεις μήνες φυλακή. Ο πατέρας μου δεν υπάρχει πια τον σφάξανε. Η μητέρα μου είναι στη Γερμανία», περιγράφει.

Ο Βασ. Γεννήθηκε σε ένα χωριό της Συρίας και είναι Κούρδος. Το 2012 έπρεπε να πάει στον Στρατό υποχρεωτικά, ενώ πρόεδρος είναι ο Μπασάρ Αλ Ασαντ. Οι Αραβες εκείνο τον καιρό είχαν σκοτώσει τρεις φίλους του από το χωριό του, γιατί πήγαν στον Στρατό του Ασαντ. Για να μη σκοτώσουν και τον ίδιο όταν θα πήγαινε στον Στρατό, η μητέρα του τού είπε να φύγει από τη χώρα.

Ετσι ξεκίνησε το ταξίδι για την Ελλάδα για τον κρατούμενο. Μεταξύ άλλων περιγράφοντας τις κακουχίες που πέρασε αναφέρει: «Στα σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα μας έβαλαν σε ένα μικρό ξύλινο σπίτι και περιμέναμε εκεί 150 άτομα. Καθόμασταν ο ένας επάνω στον άλλο μέχρι να αλλάξει η σκοπιά και τότε ένα φορτηγό μάς έφερε στο ποτάμι. Εκεί φουσκώσαμε με μία τρόμπα γρήγορα ένα φουσκωτό. Μπήκαμε μέσα και 17 – 18 άτομα περάσαμε στην Ελλάδα. Είδα δύο νεκρούς. Δεν ξέρω πώς πέθαναν, μπορεί να πνίγηκαν».

Μεταξύ άλλων θυμάται μία κοπέλα 20 – 22 ετών με ένα παιδί από την Παλαιστίνη. «Ηταν μόνη της, δεν είχε κανένα να τη βοηθήσει. Της πήρα την τσάντα και τη βοήθησα να περάσει το ποτάμι, αλλά ο διακινητής θύμωσε. «Γιατί τη βοηθάς;» φώναξε και ύστερα πέταξε τη δική μου τσάντα στο ποτάμι», αναφέρει.

Στην Αθήνα έμενε με δύο ξάδερφούς του και κάποιους άλλους Κούρδους. Ο ίδιος περιγράφει: «Οι γονείς μου έστελναν λεφτά. Επινα πολλές φορές και μεθούσα. Μία φορά που είχα πιεί, πήγα στο Σύνταγμα και έκλεψα ένα κινητό. Την άλλη μέρα πήγα πάλι στο ίδιο σημείο και με πιάσανε γιατί δεν είχα χαρτιά. Στην Αστυνομία με χτυπούσαν, έλεγαν ότι έχω κάνει ληστεία κι ομολόγησα ότι πήρα το κινητό. Ετσι με βάλανε φυλακή για τέσσερα χρόνια».

Ο ίδιος προτρέπει: «Προσέξτε παιδιά, η ζωή δεν είναι παιχνίδι. Ο,τι κάνεις το πληρώνεις ακριβά και το καλό και το κακό»».

Ο Σεφ. Ο κρατούμενος ήρθε στην Ελλάδα από το Πακιστάν με έναν θείο του. Είχε προβλήματα με την οικογένειά του. Υπήρχε βεντέτα που είχε ξεκινήσει πριν από 40 χρόνια.

«Η μητέρα μου βρήκε μία άκρη και συναντηθήκαμε με μία οικογένεια σε ένα μνημείο και ζήτησε να πάω και εγώ μαζί τους στην Ελλάδα», περιγράφει.

Για το ταξίδι του μεταξύ άλλων αναφέρει: «Φτάσαμε στο Ιράν 80 παιδιά. Εκεί ήταν όλο διακινητές. Εστελναν μηνύματα για να πάρουν χρήματα από την οικογένεια. Εκαναν απαγωγές και ζητούσαν λύτρα».

Στα σύνορα Τουρκίας – Ιράν ο ίδιος λέει: «Είχε πολύ χιόνι. Το βράδυ προχωρούσαμε με τα πόδια για να φτάσουμε στα σύνορα. Οι διακινητές είχαν γαϊδούρια. Με 10 και 20 ευρώ ανέβαινες για να ξεκουραστείς».

Τελικά στον Εβρο έφτασαν μόλις τα 20 από τα 80 παιδιά. Ο κρατούμενος λέει «κάποιοι πέθαναν, κάποιοι έμειναν πίσω».

Ο Αμπ. Ο κρατούμενος είχε πρόβλημα στο Ιράκ με τους αντάρτες του ISIS που τον κυνηγούσαν. Αποφάσισε να φύγει. Μεταξύ άλλων αναφέρεται στη σύλληψή του. «Στη Θεσσαλονίκη έμεινα στα Διαβατά. Εκεί έγινε φασαρία για ένα κορίτσι και με πιάσανε. Επειδή στο camp είμαστε πρόσφυγες από διάφορες περιοχές μαλώνουμε μεταξύ μας. Πειράξαμε ένα κορίτσι και επειδή ήταν με την οικογένειά του μαλώσαμε. Τα κορίτσια στη χώρα μας δεν πρέπει να μιλάνε σε ξένους και από την οικογένειά τους φεύγουν μόνο όταν παντρευτούν. Γι’ αυτό μας πιάσανε και τώρα είμαι μέσα στη φυλακή. Μου λείπει η γυναίκα μου, το παιδί μου και θέλω να φύγω και να τους βρω».

Ο Αχ. Το ταξίδι του Αχ. από τη Χάμα για την Ελλάδα ξεκίνησε όταν έσφαξαν τον πατέρα του. «Ημασταν μία ωραία οικογένεια. Ο μπαμπάς δίδασκε αραβικά, η μαμά δεν δούλευε και έχω έναν μεγαλύτερο αδερφό. Τον μπαμπά τον σφάξανε χωρίς λόγο και εμείς αποφασίσαμε να φύγουμε», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Για το ταξίδι του για την Ελλάδα στέκεται ιδιαίτερα στη Σμύρνη. «Μείναμε στη Σμύρνη σε ένα ξενοδοχείο. Μετά μπήκαμε στη βάρκα. Ηταν πρώτη φορά που έβλεπα θάλασσα. Κάναμε 25 ώρες να φθάσουμε Μυτιλήνη. Οταν φθάσαμε η βάρκα βυθίστηκε. Ημασταν 35 άτομα και όλοι σωθήκαμε».

Για τη σύλληψή του λέει: «Καταφέραμε να βγάλουμε εισιτήρια για να φύγουμε Γερμανία από Θεσσαλονίκη. Ομως με έπιασε η Αστυνομία στο αεροδρόμιο γιατί ήμουν παράνομος. Η μαμά κατάφερε να φύγει, αλλά εγώ είμαι εδώ στη φυλακή».

Ο Αμπντ. Ο κρατούμενος είναι από το Μαρόκο. Δεν έχει οικογένεια. Δεν γνώρισε ποτέ μητέρα ή πατέρα. «Μεγάλωσα σε ίδρυμα μαζί με άλλα παιδιά. Ηταν καλά και τα παιδιά ήσυχα. Οταν μεγάλωσα ήθελα να δω τον έξω κόσμο. Ακουσα ότι μπορείς να πάρεις βίζα για την Τουρκία και από εκεί μπορείς να έρθεις Ελλάδα και Ευρώπη».

Οταν έφθασε στην Ελλάδα τότε περιγράφει: «Ημασταν σαράντα πέντε άτομα, μικροί και μεγάλοι, μητέρες με παιδιά. Μία νύχτα κοιμήθηκα παρέα με κάτι άλλα παιδιά και ήρθαν οι αστυνομικοί και βρήκαν χασίς και άλλα. Εγώ δεν είχα ιδέα. Ομως επειδή οι άλλοι ήταν μικροί δεν τους κράτησαν στη φυλακή και έκλεισαν εμένα. Στενοχωριέμαι πολύ, γιατί είμαι τζάμπα μέσα και δεν ξέρω τι να κάνω».

Ο Σιβ. «Είμαι διακινητής για τα λεφτά. Είμαι Κούρδος από Τουρκία. Είχα προβλήματα. Δεν είμαι μαζί με την οικογένειά μου. Δεν έχω πάει σχολείο», αναφέρει ο έγκλειστος.

Μεταξύ άλλων ο ίδιος λέει ότι «πήγαινα σε σπίτια πλουσίων και δούλευα. Ενας δάσκαλος 60 χρόνων που δούλευα στο σπίτι του ως υπηρέτης με έμαθε γράμματα. Αποφάσισα να φύγω μόνος μου όταν ήμουν 11 χρόνων. Πήρα το λεωφορείο και πήγα Κωνσταντινούπολη. Εκεί δούλευα 4,5 – 5 χρόνια. Ενας φίλος μου μού είπε ότι είναι καλή δουλειά να μεταφέρεις μετανάστες. Τα λεφτά ήταν καλά 3.000 ευρώ για κάθε φορά, αλλά με πιάσανε την πρώτη φορά κιόλας στο ταξίδι Τσανάκαλε – Μυτιλήνη».

Ο Μπιλ. Είναι Κούρδος από την Τουρκία. Η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή. Οι Τούρκοι δεν έδιναν δουλειά στους Κούρδους. Η οικογένειά του αναγκάστηκε να φύγει και να πάει στη Σμύρνη. Εκεί ο κρατούμενος πήγε σχολείο εφτά χρόνια. Ομως η οικογένειά του είχε προβλήματα καθώς ο πατέρας άρχισε να πίνει και να μη δουλεύει. Ο Μπιλ. σταμάτησε το σχολείο για να βοηθήσει τη μητέρα του.

Ο ίδιος περιγράφει: «Πήγαινα και βοηθήσα ηλεκτρολόγους και έπαιρνα λίγα λεφτά. Εκανα παρέα με παιδιά που έκαναν κακά πράγματα. Η αδερφή μου είναι φυλακή γιατί μετέφερε μετανάστες. Ετσι γνωρίστηκα και εγώ με αυτούς. Ο μεγαλύτερος άνδρας (ο αρχηγός) μου είπε ότι δεν θα είχα πρόβλημα εάν μπορούσα να μεταφέρω μετανάστες. Αποφάσισα να το κάνω. Ο αρχηγός μού έδωσε 2.500 ευρώ γιατί ήμουν «καπετάνιος». Ευτυχώς δεν πνίγηκε κανείς. Ηταν ο Θεός μαζί μας. Η θάλασσα ήταν καλή. Ομως μας κυνήγησε ένα λιμενικό σκάφος. Τώρα είμαι 1,5 χρόνο στη φυλακή. Εγινε δικαστήριο και πήρα 25 χρόνια κάθειρξη. Η μαμά και ο μπαμπάς φωνάζουν, στενοχωριούνται αλλά τι να κάνω. Αν βγω από τη φυλακή θέλω να πάω στη Γερμανία. Θέλω να γίνω κτηνοτρόφος. Αυτό ξέρω και αν μπορέσω, θα το κάνω».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου