ΤΟΠΙΚΑ

Αναμνήσεις από το πρώτο κουδούνι [εικόνες]

αναμνήσεις-από-το-πρώτο-κουδούνι-εικό-755109

Νοσταλγικά συναισθήματα πλαισιώνουν κάθε αναδρομή στο παρελθόν, πολύ δε περισσότερο όταν είναι συνυφασμένη με μακρινές εποχές, τον ήχο από το πρώτο κουδούνι, την έναρξη της σχολικής χρονιάς, την μυρωδιά της δερμάτινης σάκας, των μπλε, καπλαντισμένων τετραδίων, με τις λευκές ετικέτες, το καρδιοχτύπι για την πρώτη μέρα στο σχολείο. Με αφορμή τη μεθαυριανή έναρξη της σχολικής χρονιάς, ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ επιχειρεί να καταγράψει το άρωμα άλλων εποχών, τότε που όλα ήταν διαφορετικά, με οδηγό τις αφηγήσεις παλιών, διακεκριμένων εκπαιδευτικών, αλλά και ενός μαθητή, που ανακαλεί μνήμες από τη σχολική αίθουσα.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Οι παλιότεροι θυμούνται τις εποχές που οι μαθητές φορούσαν πηλήκια και οι μαθήτριες τις κλασικές μπλε ποδιές με το λευκό γιακαδάκι και το σήμα του σχολείου σε περίοπτη θέση.

Οι αυλές των σχολείων γέμιζαν χαμόγελα και χαρούμενες φωνές μετά την καλοκαιρινή ανάπαυλα, με τις αυστηρές συστάσεις προς τους μαθητές να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, από την αρχή της σχολικής χρονιά.

Ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία για τις οδηγίες προς «ναυτιλλόμενος», παραθέτει η Αγγελική Σκορδά στο 11ο τεύχος του περιοδικού «εν Βόλω», που ήταν αφιερωμένο στην εκπαίδευση.

Ηδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα θεωρήθηκε ανάγκη η διδασκαλία και υπόδειξη τρόπων καλής συμπεριφοράς στους μαθητές και γι’ αυτό ορίστηκε στα σχολεία το μάθημα της «Αγωγής του πολίτη» ή «Εθνικής αγωγής». Μέσα από αυτό οι μαθητές καλλιεργούνται κοινωνικά και μαθαίνουν πως πρέπει να φέρονται. Υποδεικνύεται σε αυτούς πως πρέπει να χαιρετούν όταν μπαίνουν ή βγαίνουν σ’ ένα χώρο, πως πρέπει να στέκονται, να περπατούν, να μιλούν και να εκφράζουν το σεβασμό τους προς τους ανωτέρους, ιερωμένους, επιθεωρητάς, δασκάλους κ.λπ.

Παράλληλα, στέλνονταν σχετικές εγκύκλιοι στα σχολεία από τους επιθεωρητές, στις οποίες δίνονταν κατευθυντήριες οδηγίες για την συμπεριφορά των μαθητών. Μεταξύ άλλων, παρακαλούνταν οι μαθητές «μετά το πέρας των μαθημάτων να μην ξεχύνονται εις τους δρόμους ως να εξέφυγον από δεσμωτήριον». Επίσης υπογραμμίζονταν ότι πρέπει να αποφεύγονται τα «λυπηρά επεισόδια μεταξύ των μαθητών δια να μην δυσανασχετούν οι περιοικούντες και οι τυχαίως διερχόμενοι και οικτίρουν δασκάλους και εκπαίδευσιν».

Παιδικά χαμόγελα και στιγμές ξεγνοιασιάς – (αρχείο Γιάννη Γκλάβατου)

Ηταν άλλες εποχές

«Ως πρώτη ενθύμηση σημειώνουμε την σημαντική διαφορά της τότε και της τώρα σχολικής πράξης που είναι ο αριθμός των μαθητών, ανά τάξη και τμήμα. Τα τμήματα τότε ήταν των 40 περίπου μαθητών, ενώ σήμερα δεν ξεπερνούν τα 25» αναφέρει ο συνταξιούχος δάσκαλος Αρχοντής Παντελόπουλος, ο οποίος άφησε το στίγμα του στην εκπαίδευση. Ανακαλώντας στιγμιότυπα από την μακρά του εκπαιδευτική πορεία, περιγράφει τις «ομοιόμορφες ενδυματολογικές εμφανίσεις, ιδιαίτερα των κοριτσιών, με τις μπλε ποδιές και τα άσπρα γιακαδάκια, ήταν μια διαφορετική εικόνα». Όπως υπογραμμίζει: «Εδιναν το στίγμα ενός πειθαρχημένου συνόλου, χωρίς ιδιαιτερότητες και προκλητικές αντιθέσεις, που δημιουργούν, στα παιδιά, διαφορετικά συναισθήματα και συμπεριφορές ανισότητας, με τις όποιες επιπτώσεις, στη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους».

Θυμάται με νοσταλγία το «δίωρο, την εβδομάδα, πολιτιστικών εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων, που επέτρεπε στους μαθητές να φύγουν για λίγο από το πιεστικό πρόγραμμα των μαθημάτων και να ζήσουν στιγμές ευχάριστες με δημιουργικό αποτύπωμα. Μια συλλογική προσπάθεια μαθητών, όπου, μετά από έναν εποικοδομητικό προγραμματισμό, δίνει την ευκαιρία στα παιδιά να εκφραστούν και να δείξουν τις κρυφές τους δυνατότητες, με έμπνευση και δημιουργικό πνεύμα», υπογραμμίζει.

Ο κ. Παντελόπουλος θυμάται την θέσπιση του « Χρυσού Βιβλίου της τάξης..», στο οποίο «καταγράφονταν οι καλύτερες εκθέσεις των μαθητών, που επέλεγαν τα ίδια τα παιδιά». Επίσης «η έκδοση μαθητικής εφημερίδας, κάθε μήνα στην τάξη, ήταν ένα ακόμη ισχυρό κίνητρο και μια επιπλέον εποικοδομητική δραστηριότητα», σημειώνει.

Η τέλεση διαφόρων εκδηλώσεων, όπως: Γυμναστικές Επιδείξεις, Γιορτή λήξης σχολικού έτους, Επετειακές γιορτές (Χριστουγέννων,25ης Μαρτίου,28ης Οκτωβρίου κ.λπ.), αποτελούσαν πολιτιστικό γεγονός, ιδιαίτερα για τις μικρές κοινωνικές ομάδες. Γι’ αυτό και η φροντίδα του δασκάλου, στο στάδιο της προετοιμασίας, ήταν αυξημένη.

Ο δάσκαλος αυτής της εποχής είχε μια πολυδιάστατη και πολυμερή συμμετοχή στην διδακτική πράξη. «Επαιζε τον ρόλο του γυμναστή, του μουσικού, του εικαστικού, του θεατρολόγου κ.ά. που για να ανταποκριθεί στις ειδικές αυτές υποχρεώσεις, έπρεπε να καταβάλει πρόσθετη προσπάθεια. Το σημερινό σχολείο, ευτυχώς, τον έχει απαλλάξει από τα πρόσθετα αυτά καθήκοντα, γιατί υπηρετούν οργανικά και καταλαμβάνουν θέσεις εξειδικευμένων εκπαιδευτικών, που καλύπτουν όλες οι ειδικότητες», παρατηρεί.

Η απασχόληση στο σχολείο και η επικοινωνία με τα παιδιά «ήταν και είναι πάντα μια συνέργεια, που χαρίζει στον εκπαιδευτικό υπέροχες στιγμές ευχάριστης απασχόλησης και χαράς δημιουργίας. Θυμάμαι, όταν για υπηρεσιακούς λόγους υπηρέτησα για τρία χρόνια, ως βοηθός επιθεωρητή, σε γραφείο, ήταν χρόνια στέρησης, μακριά από την τάξη, την δημιουργική διδασκαλία και την καθημερινή επικοινωνία με τα παιδιά, που με γέμιζαν χαρά», αναφέρει ο κ. Παντελόπουλος. Συναισθήματα χαράς και ηθικής ικανοποίησης πλημμυρίζουν τον ψυχικό κόσμο του απόμαχου εκπαιδευτικού, όταν συναντά μαθητές του που, σήμερα, αποτελούν επίλεκτα μέλη της τοπικής μας κοινωνίας, ως καταξιωμένοι επιστήμονες, επιτυχημένοι επαγγελματίες και άξιοι δημιουργοί. «Στην εικόνα αυτής της ολοκληρωμένης προσωπικότητας διαισθάνεται πως κάποιες ψηφίδες, αυτής της εικόνας, έχουν τη δική του σφραγίδα» κλείνει η αφήγηση.

Μικροί μαθητές σε θεατρικό σκετς στο σχολείο – (αρχείο Αρχοντή Παντελόπουλου)

Αναμνήσεις από το σχολείο

Ο συνταξιούχος μαθηματικός Κώστας Μαυρομμάτης, ο οποίος σφράγισε την εκπαίδευση, θυμάται στιγμές από την δράση του, αρχίζοντας την αφήγηση από το σχολικό έτος 1964 – 65. «Αρχές Σεπτεμβρίου καταρτίζεται το πρόγραμμα των μαθημάτων που θα διδάσκαμε. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του συλλόγου των καθηγητών, υπό τον Σκοπελίτη Μάριο Μωραΐτη, οι μαθηματικοί Γεώργιος Παπαδόπουλος (ο θρυλικό «άσσος»), ο Ματζώρος Κων/νος (που μας έφυγε γρήγορα) και εγώ, σκυμμένοι στο Γραφείο, κάναμε την κατανομή των μαθημάτων. Εγώ, ως νεότερος πήρα τις μικρές τάξεις και οι άλλοι δύο, ως παλαιότεροι και πεπειραμένοι πήραν τις μεγαλύτερες τάξεις του νεότευκτου, πλέον τότε 3ταξίου Λυκείου. Επειδή, όμως, ήμουν νέος στην ηλικία και στη σταδιοδρομία μου δεν έπρεπε να πάρω το πρώτο τμήμα της πρώτης τάξης, όπου κυριαρχούσαν τα κορίτσια, που είχαν έρθει από το Γυμνάσιο Θηλέων, για πρώτη φορά. Ηταν παράξενο για την εποχή εκείνη να φιλοξενούνται κορίτσια σε γυμνάσιο αρρένων. Ετσι ανέλαβα το δεύτερο τμήμα που περιλάμβανε μόνο αγόρια» αφηγείται.

Ελλείψει επιπλέον αίθουσας, «επιστρατεύτηκε» ο διάδρομος του ισογείου, όπου τοποθετήθηκε μια μακρά σειρά από θρανία κολλημένα στον τοίχο, καρφώθηκε και ένας πίνακας στο χώρισμα των δύο τμημάτων του διαδρόμου, τοποθετήθηκε και ένα τραπέζι στην έδρα και η αίθουσα ήταν έτοιμη. «Εκεί πέρασα με τους μαθητές μου ολόκληρη εκείνη τη χρονιά, αλλά και τις επόμενες, χωρίς να λείπουν τα παράδοξα και τα απρόοπτα: Οι τελευταίοι μαθητές δεν με άκουγαν και έπρεπε να φωνάζω και να πηγαίνω συχνά στο μέσο του διαδρόμου. Κάποιοι, που είχαν το θρανίο τους στην πόρτα, άνοιξαν μια τρυπίτσα και συνομιλούσαν με τους μαθητές ή τις μαθήτριες του διπλανού τμήματος. Όταν έβρεχε από τα παράθυρα έμπαιναν νερά μέσα στο διάδρομο. Οι τελευταίοι μαθητές δεν μπορούσαν να ιδούν τα γραφόμενα στον πίνακα, διότι ήταν πολύ μακριά» αναφέρει ο κ. Μαυρομάτης.

Παρά ταύτα, «μετά από τρία χρόνια, οι μαθητές αυτοί πήραν το απολυτήριό τους, σπούδασαν, έγιναν καθηγητές – συνάδελφοί μου, έγιναν επαγγελματίες, δικηγόροι και γιατροί ακόμη, που όταν τους επισκέπτομαι, με προσέχουν ιδιαίτερα και θυμούμαστε τα παλιά» θυμάται με συγκίνηση.

Τη σχολική χρονιά 1975 – 76, μόλις επέστρεψε από την διετή του μετεκπαίδευση στην Αθήνα, «ο επιθεωρητής Μαγνησίας Σπυρίδων Παστός, θεώρησε σκόπιμο να με στείλει διευθυντή στα Κανάλια. Μη μπορώντας να αρνηθώ, πήγα και χτύπησα το «Πρώτο κουδούνι» για τη συγκέντρωση των μαθητών. Είδα εκεί πολλά συμπαθητικά χωριατόπαιδα, που προσήλθαν από τα Κανάλια και από τα άλλα γύρω χωριά, με λαχτάρα για να μορφωθούν και θυμήθηκα τα δικά μου γυμνασιακά χρόνια, που καταγόμενος από τα ομώνυμα Κανάλια της Καρδίτσας, φοιτούσα στο Γυμνάσιο Φαναρίου. Βαδίζαμε δε καθημερινά, τότε, μισή και πλέον ώρα για να φθάσουμε στο σχολείο και να μάθουμε τα λιγοστά εκείνα γράμματα, της 10ετίας του 1950, με τις ελλείψεις των καθηγητών και να αποκατασταθούμε αργότερα στην ελληνική κοινωνία» συνεχίζεται η αφήγηση.

Κλείνοντας, ο κ. Μαυρομάτης επισημαίνει ότι το Γυμνάσιο Καναλίων ήταν αρκετά χρόνια ιδιωτικό, και το κρατούσε με νύχια και με δόντια ο αείμνηστος θεολόγος Αθανάσιος Γκαβαρδίνας. «Και από το Γυμνάσιο αυτό, πάντως, πέρασαν πολλοί μαθητές που προόδευσαν στη ζωή τους και αναδείχθηκαν θαυμάσιοι εργάτες της κοινωνίας μας και του τόπου μας», σημειώνει.

Ο Νίκος Τσεκούρας την εποχή που ήταν πρόσκοπος, με μαθητές του

ΒΕΤΕΡΑΝΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ: Ο 95χρονος Νίκος Τσεκούρας θυμάται…

«Η κατάσταση ήταν απαράδεκτη. Τα παιδιά φορούσαν παλιά ρούχα, ρεύμα δεν είχαμε στα χωριά που δίδαξα, πριν και μετά τον πόλεμο, και κάναμε μάθημα με την γκαζόλαμπα. Το πρώτο προσφυγικό χωριό όπου πρωτοδιορίστηκα το 1947, δεν είχε ούτε νερό» θυμάται ο βετεράνος εκπαιδευτικός Νίκος Τσεκούρας, ο οποίος έγραψε την δική του ιστορία στις σχολικές αίθουσες.

Ο 95χρονος, σήμερα, συνταξιούχος δάσκαλος, και συγγραφέας, ο οποίος αρθρογραφεί στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, δίδαξε σε δύσκολες εποχές φτώχειας, πολέμου, πείνας, σε δεκάδες σχολεία, μεταλαμπαδεύοντας την γνώση σε φτωχοντυμένα παιδιά, που αργότερα διέπρεψαν ως επιστήμονες.

Αφηγείται με συγκίνηση όσα έζησε στην εκπαιδευτική του πορεία, που διήρκεσε «35 χρόνια, 11 μήνες και 2 μέρες» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Δίδαξε σε διάφορα σχολεία της Θεσσαλίας, την Εύβοια, τα Φάρσαλα και αλλού, για να συνεχίσει την θητεία του στον Βόλο, στο 13ο, το 2ο και το 4ο δημοτικό σχολείο του Βόλου, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό του διευθυντού.

«Υποδομή θέρμανσης δεν υπήρχε παλιά στο σχολείο. Χουχουλιάζανε, τα παιδιά τα ξυλιασμένα χέρια τους, τα σταύρωναν για να τα ζεστάνουν κι όταν αργότερα πήραμε ξύλινες σόμπες, έφερναν από ένα ξύλο οι μαθητές και τους έλεγα όποιος φέρει μεγαλύτερη ρίζα, να κάθεται πιο μπροστά» θυμάται ο κ. Τσεκούρας.

Οι σχολικές αίθουσες, τέσσερα ντουβάρια. Δεν διέθεταν καμία υποδομή, αλλά ούτε εποπτικά μέσα. Οι μαθητές δεν είχαν τετράδια, έγραφαν στην πλάκα, με την εικόνα του πατέρα που είχε δεμένο στο γιλέκο το μολύβι του παιδιού του, για να μην χαθεί, να ξεδιπλώνεται καρέ – καρέ στην αφήγηση.

Η πρώτη μέρα στο σχολείο, το πρώτο κουδούνι, σηματοδοτούσε μια χρονιά γεμάτη γνώση, δράση, αλλά και απρόοπτα. «Οσα παιδάκια είχαν κουστουμάκια, τα φορούσαν την πρώτη μέρα στο σχολείο. Τα υπόλοιπα, φορούσαν παλιά ρούχα» αναφέρει ο κ. Τσεκούρας, ο οποίος πάντα είχε έναν καλό λόγο και μια καραμελίτσα στο συρτάρι για τα παιδιά που έκλαιγαν, αρνούμενα να μπουν στην σχολική αίθουσα.

Θυμάται την περίοδο που δίδασκε στην Ερέτρια, σε μονοθέσιο σχολείο με 107 μαθητές και δούλευε σκληρά, από το πρωί μέχρι το βράδυ, για να καλύψει μόνος του, τις διδακτικές ανάγκες του σχολείου.

Από το 1947 που άρχισε να διδάσκει, μέχρι το τέλος της εκπαιδευτικής του θητείας, αγωνίστηκε για να προσφέρει στους μαθητές του γνώσεις, αγωγή, πειθαρχία, σεβασμό στους μεγαλύτερους, ενώ καμαρώνει για τους παλιούς του μαθητές, οι οποίοι πρόκοψαν στην ζωή τους, έγιναν επιστήμονες, με σημαντική πορεία.

Πολλές φορές συγκέντρωνε χρήματα για να βοηθηθούν φτωχά παιδιά, ενώ δικό του έργο είναι το μουσείο που δημιουργήθηκε πριν από πολλά χρόνια στο 4ο δημοτικό σχολείο Βόλου.

Σε όλη του την ζωή προσπάθησε, παράλληλα με την δράση του ως δάσκαλος, να βοηθήσει και το κοινωνικό σύνολο. «Πέρα από τα καθαρώς σχολικά μου καθήκοντα, είχα και εξωσχολική δράση. Εκανα νυχτερινές σχολές» αναφέρει ο κ. Τσεκούρας, ο οποίος ήταν υπεύθυνος και στις κατασκηνώσεις του Πλαταμώνα.

Η έναρξη της σχολικής χρονιάς και το πρώτο κουδούνι, έχουν πάντα ξεχωριστή θέση στην καρδιά του και όπως ομολογεί «περνάω από το σχολείο της γειτονιάς μου, το 4ο δημοτικό όπου δίδαξα πολλά χρόνια, για να δω την εικόνα των παιδιών που πηγαίνουν στο σχολείο με τις μητέρες τους». Η συμβουλή που απευθύνει, κλείνοντας, στους μαθητές, είναι «να είναι μελετηροί, να έχουν σεβασμό στους μεγαλύτερους και να μην παρεκτρέπονται».

Τελειόφοιτοι του 1ου Γυμνασίου (πρακτικό τμήμα) του 1967 με την καθηγήτριά τους Ρένα Αμανατίδου – Από το λεύκωμα του 1988

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΠΑΛΙΟΥ ΜΑΘΗΤΗ: Παλιές εποχές στο 3ο Δημοτικό

«Ισόγειο το κτήριο στέγαζε δύο σχολεία τότε. Το «3ον Δημοτικόν σχολείον Βόλου» και το «6ον Δημοτικόν σχολείον Βόλου». Τα δύο σχολεία είχαν ξεχωριστά γραφεία. Μην φανταστείτε τα σημερινά άνετα γραφεία δασκάλων. Δύο μικροί χώροι ήταν. Η οδός Ογλ χωματόδρομος» αναφέρει ο Γιάννης Γκλάβατος, μιλώντας για τις σχολικές του αναμνήσεις από το 3ο Δημοτικό σχολείο Βόλου.

Το κυλικείο στην νοτιοδυτική άκρη. «Το είχε η Αστέρω. Απλή γυναίκα και καλός άνθρωπος ήταν και η καθαρίστρια του σχολείου. Είδη στο κυλικείο: Ζαχαρωτά, καραμέλες, μικρά παστέλια. γλειφιτζούρια κουλούρια και το κυριότερο για τα αγόρια «μπίλιες» και «χαρτάκια»! Αν τα έβρισκες όλα και τα κολλούσες στο «άλμπουμ» της συλλογής περίμενες… Περίμενες και συνέχεια αγόραζες, μήπως και βρεις το «χαρτάκι» με την σφραγίδα, ώστε να πάρεις το δώρο που αναφερόταν στο «άλμπουμ». «Ματζίρης» αν θυμάμαι καλά, λεγόταν ο έμπορος που διέθετε τα δώρα», αναφέρει ο παλιός απόφοιτος του 3ου δημοτικού.

Τα κορίτσια είχαν τα δικά τους παιγνίδια: Σχοινάκι, λαστιχάκι, και κάποια άλλα που εμείς τα αγόρια ποτέ δεν καταλάβαμε. Κάποια κορίτσια την πρώτη ημέρα (και κάποια μετά), έρχονταν με την κούκλα τους στο χέρι. Αρκετά, αισθανόμενα μακριά από την οικεία και συνηθισμένη θαλπωρή του σπιτιού, έκλαιγαν την πρώτη ημέρα…

Έξω από την νότια πύλη του σχολείου ο «τυροπιτάς» με το τρίτροχο ποδήλατο με την γυάλινη τετράγωνη προθήκη και στέγαστρο. Κάτω από την λαμαρίνα της προθήκης υπήρχαν κάρβουνα, ώστε να διατηρούνται οι τυρόπιτες ζεστές. Ο «τυροπιτάς» ήταν ηλικιωμένος με άσπρο χιτώνιο και κατάλευκο πηλίκιο. Επειδή η τυρόπιτα ήταν ακριβό για την εποχή είδος, με ένα μικρό σουγιαδάκι , αν υπήρχε ανάγκη, τεμάχιζε διαγώνια την τυρόπιτα και πουλούσε μισή τυρόπιτα σε μισή τιμή. Κάπου – κάπου υπήρχε και δεύτερος ηλικιωμένος πωλητής που πωλούσε «μαλλί της γριάς». Αυτό όμως ήταν πιο εξελιγμένος τεχνικά: διέθετε τρίτροχο δίχρονο μηχανάκι 50 κυβικών εκατοστών!

«Στο δημοτικό άρχισα να γράφω ποιήματα με ομοιοκαταληξία. Ο δάσκαλος με παρότρυνε. Άλλωστε είχα και την βοήθεια της φιλολόγου θείας μου Ευανθίας Πέτρου. Μεγάλη η βοήθειά της, αλλά και εξαιρετικός ο τρόπος που μου μάθαινε τα της ποίησης. Μετά πήρα θάρρος και για άλλο εγχείρημα: Την έκδοση εφημερίδας! Το όνομα αυτής «Πληροφοριοδότης». Έγραφα λίγα δικά μου κείμενα χειρόγραφα και διάλεγα αποσπάσματα από λογοτεχνικά κείμενα. Τα έδινα στην μητέρα μου, που εργαζόταν στην Νομαρχία Μαγνησίας, τα δακτυλογραφούσε και έκανε αντίτυπα στον πολύγραφο. Δισέλιδος ήταν ο «Πληροφοριοδότης», που εκδιδόταν για ένα σχολικό έτος κάθε Δευτέρα» θυμάται ο Γιάννης Γκλάβατος.

Πολλές οι αναμνήσεις. Πάρα πολλές… «Τα μικρά λαστιχένια μπαλάκια που αγοράζαμε από το περίπτερο για να παίξουμε μπάλα, τα «τυχερά», πάλι από το περίπτερο, που τα σπάζαμε για να βρούμε το δώρο, τα παράγγελμα «όλοι κάτω από το υπόστεγο», οι σχολικές εκδρομές στον Αναυρο και στα Πλατανίδια με μισθωμένο λεωφορείο του αστικού ΚΤΕΛ, οι γυμναστικές επιδείξεις, οι εθνικές γιορτές και τα «σκετς» που παρουσιάζαμε, ο φόβος του ελέγχου και του ενδεικτικού, οι όμορφες κασετίνες, η μυρουδιά της γομολάστιχας, οι αυτοκόλλητες ετικέτες, οι ωραίες «ζωγραφιές» στα αναγνωστικά και τόσα άλλα», συνθέτουν το άρωμα νοσταλγίας που αποπνέει η περιήγηση στο μακρινό παρελθόν.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου