ΤΟΠΙΚΑ

Δημογραφική συρρίκνωση έως το 2050

δημογραφική-συρρίκνωση-έως-το-2050-756107

Διαρκής συρρίκνωση του πληθυσμού έως και το 2050, αλλά και «γήρανση μέσα στη γήρανση» λόγω της αύξησης του αριθμού των άνω των 65 και 80 ετών, είναι η δημογραφική πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα, σύμφωνα με τη νέα έκθεση του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που δημοσιεύεται στα «Δημογραφικά Νέα». Η μείωση όμως του πληθυσμού βρίσκει τη χώρα μας σύμφωνα με τον διευθυντή του εργαστηρίου και καθηγητή του Π.Θ. Βύρωνα Κοτζαμάνη, χωρίς δημογραφική πολιτική. «Απουσιάζει μια επιτελική δομή για την παρακολούθηση των εξελίξεων και την λήψη εγκαίρως συντονισμένων δράσεων, δεν υπάρχει «δημογραφική παιδεία» και δεν υφίστανται ερευνητικές δομές για τη μελέτη των πληθυσμιακών και δημογραφικών εξελίξεων», αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης.

Το δημογραφικό πρόβλημα

Το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη νέα μελέτη του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων συνοψίζεται στα εξής:

-Στην υπέρ-συγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειάς της με τη δημιουργία δύο μητροπολιτικών περιοχών (Αθήνας και Θεσσαλονίκης) και η εγκατάλειψη του υπαίθρου χώρου (το 60% του πληθυσμού είναι συγκεντρωμένο πλέον στο 6% της συνολικής επιφάνειας).

-Στη μείωση του συνολικού πληθυσμού που έχει αρχίσει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και που πιθανότατα θα συνεχισθεί μέχρι και το 2050. Η μείωση αυτή οδηγεί προοδευτικά στην συρρίκνωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών) και, προφανώς, και του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

-Σε μια υψηλή δημογραφική γήρανση (υψηλά και αυξανόμενα συνεχώς ποσοστά πληθυσμού 65 ετών και άνω). Η τάση αυτή δεν αναμένεται να ανακοπεί τις επόμενες δύο δεκαετίες.

Τα αίτια

Σύμφωνα με την έρευνα τις τελευταίες δεκαετίες περιορίστηκε σημαντικά ο αριθμός των γεννήσεων (γύρω στις 90.000/έτος την τρέχουσα δεκαετία) και αυξήθηκε λόγω της γήρανσης του πληθυσμού μας ο αριθμός των θανάτων (120.000/ετησίως κατά μέσο όρο την δεκαετία του 2010) με αποτέλεσμα ένα αρνητικό φυσικό ισοζύγιο. Οπως μάλιστα αναφέρεται, η τάση αυτή δεν πρόκειται πιθανότατα να αναστραφεί μέχρι το 2050. Απλώς είναι δυνατό, εάν οι γεννήσεις σταθεροποιηθούν – και στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων να αυξηθούν- το αρνητικό αυτό ισοζύγιο γεννήσεων θανάτων στο μέλλον να περιοριστεί.

Εκτός από την υπογεννητικότητα, το δημογραφικό επηρεάζει και το μεταναστευτικό κύμα που άρχισε να εμφανίζεται μετά το 2010. Η μετανάστευση αυτή, όσον αφορά τους Έλληνες, επικεντρώνεται σε νέους αναπαραγωγικής ηλικίας (25-45 ετών) και δεν αναμένεται να ανακοπεί σύντομα (αντιθέτως η επιστροφή στην χώρα τους των αλλοδαπών μονίμων κατοίκων της Ελλάδας αναμένεται να περιοριστεί). Ετσι, την τρέχουσα δεκαετία το μεταναστευτικό μας ισοζύγιο είναι αρνητικό παρόλη την εγκατάσταση στην χώρα μας την τελευταία πενταετία τμήματος των παρατύπως εισερχομένων αλλοδαπών.

Παρεμβάσεις στη μετανάστευση

Για την ανακοπή της δημογραφικής συρρίκνωσης και γήρανσης το Εργαστήρι του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, προτείνει παρεμβάσεις σε δύο επίπεδα: μετανάστευση και γονιμότητα.

Όπως υπογραμμίζεται θα πρέπει καταρχάς να τεθεί σαν στόχος η ανακοπή της μετανάστευσης κυρίως των νέων Ελλήνων και να γίνει η χώρα μας πιο «ελκυστική» για νέους αλλοδαπούς.

Αυτό απαιτεί:

-ταχύτατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, η μείωση της ανεργίας των νέων και η αύξηση των αμοιβών

-μέτρα που θα διευκολύνουν τον επαναπατρισμό τμήματος των νέων Ελλήνων που μετανάστευσαν την τρέχουσα δεκαετία και

-μια ενεργή και συνεκτική μεταναστευτική πολική.

Μέτρα για τη στήριξη της οικογένειας

Επιπλέον, μέτρα θα πρέπει να ληφθούν και για την αύξηση των γεννήσεων. «Η απόκτηση παιδιού για ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού μας καθίσταται με την υψηλή ανεργία των νέων και την επισφάλεια στην αγορά εργασίας, την συρρίκνωση των μισθών και κυρίως την αβεβαιότητα για το μέλλον, ακόμη ποιο προβληματική», τονίζεται και υπογραμμίζεται ότι η τρέχουσα κρίση απλώς ενίσχυσε τις προϋπάρχουσες τάσεις χαμηλής γονιμότητας.

Την ίδια ώρα, σημαντικός παράγοντας στη μείωση των γεννήσεων συνιστά το γεγονός ότι τα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό αυξήθηκαν ταχύτατα μετά το 1990 ενώ αντιθέτως τα μέτρα και οι υποδομές που θα επέτρεπαν μια κάποια εναρμόνιση ανάμεσα στην εργασιακή και την οικογενειακή ζωή δεν λήφθηκαν ούτε αναπτύχθηκαν με την ιδία ταχύτητα. Ακόμη και σήμερα, η ευθύνη του μεγαλώματος των παιδιών «βαραίνει» σημαντικά μόνον την γυναίκα.

«Oι διατιθέμενοι πόροι για την οικογενειακή πολιτική είναι άκρως περιορισμένοι. Λαμβάνοντάς υπόψη τις μεταφορές σε χρήμα, το κόστος των υπηρεσιών και τις διάφορες απαλλαγές, με τα δεδομένα του ΟΟΣΑ η Ελλάδα βρίσκεται προ κρίσης (2010) στην 5η προ του τέλους θέση ανάμεσα στις 33 εξεταζόμενες χώρες», τονίζεται μεταξύ άλλων στην έρευνα.

Η αλλαγή των αναπαραγωγικών συμπεριφορών απαιτεί βάθος χρόνου και προϋποθέτει την πλήρωση δύο συνθηκών: αφενός μεν την προοδευτική αλλαγή των κυρίαρχων αξιών και την αντικατάστασή τους από αξίες που -εκτός των άλλων- «ευνοούν» περισσότερο την τεκνογονία, αφετέρου δε την δημιουργία ενός γενικότερου ευνοϊκού περιβάλλοντος και παρεμβάσεις (όχι κυρίως επιδοματικού χαρακτήρα) που θα επιτρέπουν την υλοποίηση του επιθυμητού μεγέθους οικογένειας. Οι δύο όμως αυτές συνθήκες –ιδιαίτερα δε η δεύτερη- δεν πληρούνται προς το παρόν στην χώρα μας.

Τα όποια μέτρα ληφθούν δεν πρόκειται φυσικά να αυξήσουν άμεσα σημαντικά την γονιμότητα και τον αριθμό των γεννήσεων (πόσο μάλλον που ο αριθμός των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία αναμένεται να μειωθεί μέχρι το 2035) και, προφανώς, δεν πρόκειται να ανατρέψουν τις επόμενες δυο δεκαετίες ούτε τις τάσεις μείωσης του συνολικού πληθυσμού και του πληθυσμού των ατόμων εργάσιμης ηλικίας, ούτε την αύξηση των ηλικιωμένων και υπερηλίκων.

Τι πρέπει να γίνει

Σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, η λύση πρέπει να επικεντρωθεί σε δύο επίπεδα:

– Να προγραμματιστεί η πορεία της χώρας την επόμενη εικοσαετία με βάση τις πιθανές –αν όχι σίγουρες- εξελίξεις και, ειδικότερα την αναμενόμενη μείωση του συνολικού πληθυσμού των 15-64 ετών και την αναμενόμενη αύξηση τόσο του πλήθους όσο και του ειδικού βάρους των άνω των 65 ετών/ 80 ετών και άνω («γήρανση μέσα στην γήρανση») και

– Να ληφθούν μέτρα που δεν δύνανται να αναστρέψουν άμεσα, αλλά μεσοπρόθεσμα, τις πρότερες τάσεις, στοχεύοντας στην αύξηση της τελικής γονιμότητας των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1980 (από 1,5 σε 1,7-1,8 παιδιά/ γυναίκα) και την σταθεροποίηση μελλοντικά των γεννήσεων γύρω από τις 100.000 /έτος (έναντι των 90.000 περίπου ετησίως την τρέχουσα δεκαετία). Επιπλέον να ληφθούν μέτρα για την ανακοπή της μετανάστευσης.

ΕΛ. ΧΑΝΟΥ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου