ΤΟΠΙΚΑ

Ο απολυμένος

ο-απολυμένος-851206

Ο Παύλος βρήκε τον πατέρα να καπνίζει μόνος του στο μπαλκόνι. Έβγαλε τσιγάρο κι έσκυψε κι αυτός πάνω απ την κουπαστή.
“Περάσαμε ωραία όλα αυτά τα χρόνια. Κι εσένα και του αδερφού σου δε σας έλειψε τίποτα”, είπε ο πατέρας.
“Ναι”, έκανε αφηρημένα ο Παύλος και κοίταξε κάτω στο δρόμο όπου το σκοτάδι είχε γίνει πιο πυκνό.
“Τώρα όμως τα πράγματα άλλαξαν”, είπε ο πατέρας και με την κάφτρα από το προηγούμενο άναψε νέο τσιγάρο.
“Και τι θα κάνεις τώρα; Θα κάθεσαι και θα κλαις τη μοίρα σου;”, ρώτησε ο Παύλος.
“Εγώ; Αν θέλω μπορώ να κάθομαι όλη μέρα και να μην κάνω τίποτα. Με ξέρεις όμως. Δεν μπορώ να ζήσω έτσι. Θα πιάσω δουλειά σε κανένα συνεργείο αυτοκινήτων, απ αυτά τα μικρά, υπάρχουν τόσα που νομίζω πως δε ρωτούν πολλά πολλά αρκεί να ξέρεις τη δουλειά και να ζητάς λίγα. Κι εγώ τη δουλειά την ξέρω και δεν ζητάω πολλά, μόνο τα ένσημα”.
“Ατυχία να σ απολύσουν τώρα, πέντε χρόνια πριν απ τη σύνταξη”, είπε ο Παύλος έτσι, για να πει κάτι.
“Και γιατί παρακαλώ ένας γραμματιζούμενος, ένας δικηγόρος, ένας γιατρός, ένας πολιτικός, όσο πιο πολύ γερνάει, τόσο να εκτιμιέται η πείρα του και να περνάει η μπογιά του και να τον σέβονται όλοι, αλλά όταν πρόκειται για έναν εργάτη, με το παραμικρό, μπρος, μάζεψ τα πράγματά σου και δρόμο;”, είπε ο πατέρας με ξαφνικό θυμό και συνέχισε εκσφενδονίζοντας τις λέξεις από το στόμα του σαν πέτρες: “Κι εντάξει. Άμα είναι κανείς άρρωστος το καταλαβαίνω. Πάρε τη σύνταξή σου και πήγαινε να ξεκουραστείς λιγάκι, να κοιτάξεις τον εαυτό σου. Αλλά μετά από τριάντα χρόνια σε τούτη τη δουλειά ποιος είναι γερός; Εγώ όμως που νιώθω ακόμα γερά τα μπράτσα και τους ώμους μου, γιατί ν απολυθώ; Εγώ λέω πως είναι λάθος να μην εκμεταλλεύονται την πείρα μου ακόμα και τώρα που χρειάζονται λιγότεροι εργάτες γιατί τα κάνουν όλα οι μηχανές. Κι έπειτα τι πρέπει, εμείς να πεθάνουμε; Και ποιος θα αγοράζει τα προϊόντα τους, μου λες;”, φώναξε ο πατέρας και πέταξε το αποτσίγαρο κάτω, στο δρόμο.
“Έλα, ησύχασε τώρα”, προσπάθησε να τον καλμάρει ο Παύλος.
“Δεν πας στο διάολο λέω γω! Εγώ δεν κάθομαι έτσι. Θα πάω να πιάσω δουλειά σ ένα μικρό συνεργείο. Ξέρω κιόλας ποια πόρτα θα χτυπήσω, έχω τεράστια πείρα, δε θα με διώξουν! Ε; Τι λες;”, έκανε γρήγορα ο πατέρας και γράπωσε σφιχτά τον Παύλο από το μπράτσο.

“Όχι, δε θα σε διώξουν”, είπε ο Παύλος χωρίς να το πιστεύει…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου