Με τη γυναίκα μου είχαμε ένα καυγά τρικούβερτο. Ήταν να πάμε να ψηφίσουμε στις εκλογές του σωματείου. Δεν έβρισκα τα κλειδιά μου κι έτσι δόθηκε η αφορμή. Τελικά τα βρήκα μέσα στο μπάνιο.
“Πρέπει να πάμε να υποστηρίξουμε τον Αναστασίου”, είπε η γυναίκα μου καθώς βγαίναμε από το σπίτι. “Και γιατί παρακαλώ τον Αναστασίου; Δεν σε καταλαβαίνω. Τι δουλειά έχουμε εμείς μ αυτόν; Αφού είναι τσιράκι της εργοδοσίας. Τελειώσαμε από καιρό με τους Αναστασίου”. “Είναι όμως στο κόμμα μου”, είπε η γυναίκα μου ξερά. “Δε μου λες, ποιος σου έβαλε στο μυαλό τέτοιες βλακείες;”. “Α, είναι βλακείες επειδή εγώ θα ψηφίσω άλλον απ ό,τι εσύ;”, νευρίασε η γυναίκα μου. “Είσαι ένα πρόβατο που το πάνε όπου θέλουν!”. “Κι εσύ είσαι βλάκας!”, φώναξε η γυναίκα μου.
Μου κόπηκαν τα ήπατα. Τέτοια κουβέντα δε μου χε ξαναπεί. Μα δε μιλούσε αυτή. Μιλούσε από μέσα της το κόμμα. Έπρεπε ν αντιδράσω:”Θα ψηφίσεις ό,τι ψηφίσω εγώ!”, φώναξα χωρίς να το σκεφτώ κι αμέσως το μετάνιωσα. “Δεν μπορείς να σκεφτείς λιγάκι λογικά;”, προσπάθησα να τα μπαλώσω. “Εγώ; Εγώ είμαι πολύ λογική. Έβαλα μυαλό από τότε που με έβαλαν στη δουλειά και κατάλαβα πόσο άθλια ζωή κάναμε πριν!”.
Πόσο μισώ μερικές φορές τη γυναίκα μου! Θα μπορούσα να τη χτυπήσω για να τη συνεφέρω. “Δε θα ψηφίσεις τους τσάτσους της εργοδοσίας!”, φώναξα. “Σταμάτα επιτέλους να γαβγίζεις! Δε σε φοβάμαι! Εσύ δεν έχεις μάτια να δεις το συμφέρον σου, τα βλέπεις όλα πολύ ρομαντικά και νομίζεις θ αλλάξεις τον κόσμο! Εσύ κι οι όμοιοί σου! Γι αυτό πατώνετε στις εκλογές! Είστε ξεροκέφαλοι και βλάκες, να τι είστε! Ενώ εγώ θέλω να έχω δουλειά και να ζούμε καλά! Θέλω να μείνουν όλα όπως είναι και να μπορώ να αγοράζω ό,τι θέλω!”. “Ποιος σου είπε αυτές τις σαχλαμάρες;”. “Αυτές τις σαχλαμάρες τις λένε όλοι στο εργοστάσιο! Όλοι οι εργάτες που είναι λογικοί και έχουν το μυαλό τους μέσα στο κεφάλι τους και δεν πετούν στα σύννεφα! Όλοι οι λογικοί στο εργοστάσιο αυτά λένε, εκτός από μερικούς ηλίθιους σαν κι εσένα!”.
Μετά απ αυτό πήγαμε και ψηφίσαμε. Την άλλη μέρα κουνούσα το κεφάλι από αγανάκτηση για την τόση ξεροκεφαλιά της και τα διηγιόμουνα στον διπλανό, στη βάρδια. Αυτός μ άκουγε ανέκφραστος κι όταν τέλειωσα είπε:
“Επί της ουσίας έχει δίκιο. Ωστόσο πρέπει να της δώσεις ένα καλό χέρι ξύλο. Φίλε, αν τ αφήσεις τώρα να περάσει έτσι, σε λίγον καιρό δε θα τολμάς να βγάλεις τσιμουδιά, πάει, σε καβάλησε…”