ΤΟΠΙΚΑ

Μια Κυριακή στο πάρκο

μια-κυριακή-στο-πάρκο-851206

Τις Κυριακές ο Γιώργης περνούσε εμπρός από τον Άγιο Κωνσταντίνο, έκανε το σταυρό του για να ευχαριστήσει τον Κύριο που ακόμα κατορθώνει και τα φέρνει βόλτα, προσπέρναγε και τράβαγε στο πάρκο. Παράγγελνε καφέ φραπέ με μια ιδέα γάλα κι ένα παγάκι, άνοιγε την εφημερίδα και διάβαζε.
Στο πάρκο ήταν κι άλλοι, με τις κυρίες τους, με τα παιδιά τους κι ήταν ακόμα ποδηλατάκια, καροτσάκια, κούνιες και πολλά τέτοια αξιοθαύμαστα. Καθότανε στα τραπέζια, λέγανε για ένα σωρό σοβαρά οι άντρες, για τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό ή για τον Καραμανλή και τον Παπανδρέου, λέγανε κι οι γυναίκες τι φαγητό θα μαγειρέψουν σήμερα και για τα καινούργια ρούχα που ήθελαν ν’ αγοράσουν, πατάγαν και καμιά τσιρίδα στα μυξιάρικα «Αναστάση, μην απομακρύνεσαι!» και γενικά ήταν μια ωραία ατμόσφαιρα. Τα γκαρσόνια πηγαινοερχόταν βλοσυρά κι αγέλαστα ανάμεσα στα τραπέζια κι άμα είχες τη χαζομάρα να τους το πεις, μπορούσανε να φτύσουν στα κρυφά ακόμα και μέσα στον καφέ σου, που λέει ο λόγος. Στους τσιμεντένιους δρόμους του πάρκου κάνανε τσάρκες μύγες, κουνούπια, σκνίπες, ζευγάρια ερωτευμένα, εγγόνια με παππούδες, που άμα συνάνταγαν γνωστό λέγανε μεταξύ τους: «Καλημέρα. Τι γίνεται;». «Ωραία. Εσύ;». «Καλά. Ωραία μέρα σήμερα! Ό,τι πρέπει για βόλτα!».
Τέτοιες αηδίες λέγανε, ενώ στο μεταξύ ανάμεσα από τα τραπεζάκια περνούσαν λαχειοπώληδες, ζητιάνοι διάφοροι με ύπουλο χριστιανικό βλέμμα, σφύριζαν μπάλες από τα πιτσιρίκια που έπαιζαν δίπλα ποδόσφαιρο κι όλα ήταν υπέροχα, εξόν από τις μύγες που πήγαιναν οι άτιμες και κάθονταν πάνω στο καλαμάκι του καφέ κι όλοι θέλαν να τις σκοτώσουν γιατί τους ενοχλούν και κανένας δεν έλεγε να σκοτώσει έναν ζητιάνο, έναν λαχειοπώλη, ένα μυξιάρικο, διότι το απαγορεύει ο νόμος.
Καθότανε ο Γιώργης κάτω από τα μπουμπουκιασμένα δέντρα κι απάνω απ’ το κεφάλι του τιτίβιζαν πουλιά κι ήταν χρυσός ο ήλιος. Τον έβλεπαν οι μανάδες των κοριτσιών κι έλεγαν από μέσα τους: «δημόσιος υπάλληλος, μόνιμος μισθός, καλός γαμπρός για τη Μαρία μου», του χαμογελάγανε «τι κάνει η μαμά;» και τέτοια, αλλά για το Γιώργη όλα αυτά ήσαν άνευ σημασίας. Τι να ζηλέψει από το γάμο; Να ντύνεται κάθε μέρα σαν υποθηκοφύλακας, να τον κόβουν από δέκα μίλια μακριά ότι είναι ανθρωπάκι και να ’χει κι από πάνω τη γκρίνια της γυναίκας του; «Καλύτερα μονάχος επί του φλοιού της γης» σκεφτότανε ο Γιώργης «παρά να παίρνω από τώρα χάπια για το στομάχι»…

Και φύσαε τ’ αεράκι από τη θάλασσα κι ανέμιζε τα μαλλιά του και του ’κλεινε την εφημερίδα και βλαστήμαγε σα βαρκάρης ο Γιώργης κυριακάτικα, πολύ ευχαριστημένος…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου