ΤΟΠΙΚΑ

Η γαστρονομία είναι το… πορνό της εποχής

η-γαστρονομία-είναι-το-πορνό-της-επο-477488

Ο φόβος για τη μονιμότητα την έχει οδηγήσει σε διαφορετικά μονοπάτια στην επαγγελματική της καριέρα, ενώ ήδη ονειρεύεται τα επόμενα βήματά της… Η Ελένη Ψυχούλη έπαθε «ψύχωση» με τη μαγειρική στα 35 της χρόνια, αν και πάντα αντί για σουβενίρ αγόραζε τρόφιμα, ενώ δηλώνει φανατική τηλεθεάτρια των showμαγειρικής που έχουν κατακλύσει την ελληνική τηλεόραση. Πιστεύει πως η κρίση είναι ο σωστός δρόμος για να ξανασυνδεθούν οι Έλληνες με τη διαδικασία της νοστιμιάς και γελά στο άκουσμα της λέξης «νοικοκυρά». Η Ελένη Ψυχούλη επισκέπτεται συνέχεια το Βόλο, έστω και για μια νύχτα, μόνο και μόνο για να φάει θαλασσινά στου Δεμίρη στη Νέα Ιωνία, ενώ όπως χαρακτηριστικά λέει «καλά στην Ελλάδα τρως μόνο εκτός Αθηνών».
  
 
Είχατε μια επιτυχημένη πορεία στο χώρο των δημοσίων σχέσεων για 16 συναπτά έτη και στη συνέχεια περάσατε στο χώρο της δημοσιογραφίας. Πώς αποφασίσατε να κάνετε αυτή τη μετάβαση στην καριέρα σας; Ήταν κάτι που σας φόβισε για την μετέπειτα πορεία σας;
 
Από μικρή βιώνω έναν πανικό με τη μονιμότητα, είτε αυτό αφορά στην καριέρα είτε στην προσωπική μου ζωή. Έχω ήδη στο βιογραφικό μου τρεις επιτυχημένες καριέρες, δημόσιες σχέσεις στη σύγχρονη τέχνη, μεταφράστρια, ιδιοκτήτρια μπαρ-ρέστοραν και μετά δημοσιογράφος. Η δημοσιογραφία ήρθε όπως όλα στη ζωή μου, τυχαία, σαν παιχνίδι. Ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, ως φίλος, μου ανέθεσε τη στήλη των εστιατορίων στο Symbol, ένθετο του Επενδυτή, κι έτσι ξεκίνησαν όλα. Ποτέ μου δεν κυνήγησα κάτι, όλα ήρθαν μέσα από φιλίες, γνωριμίες και ίσως επειδή έχω μια τεράστια πίστη πως η ζωή δεν θα με αφήσει ποτέ να πλήξω, κι όλο κάτι καινούριο θα μου φέρει. Ήδη ονειρεύομαι τις επόμενες καριέρες μου, και είναι πολλές…
 
Η ενασχόληση με τη μαγειρική πώς προέκυψε;
 
Η γιαγιά μου ήταν μια εκπληκτική μαγείρισσα. Σ’ αυτή χρωστώ το σωστό ένστικτο για το τί σημαίνει καλή γεύση. Πάντα ψιλομαγείρευα, αλλά η μαγειρική μεταμορφώθηκε σε ψύχωση από τα 35 μου και μετά. Ωστόσο πάντα ταξίδευα για να δοκιμάζω καινούριες γεύσεις και όπως άλλοι τρελαίνονται να ψωνίζουν ρούχα και παπούτσια, εγώ παθαίνω κάτι σαν έκσταση στις λαϊκές αγορές του πλανήτη. Όπου κι αν πάω, επιστρέφω με βαλίτσες γεμάτες πατάτες, λαχανικά κι άλλα ανορθόδοξα φαγώσιμα σουβενίρ.
 
Παρουσιάζετε φέτος στον «Σκάι» κάθε μεσημέρι την εκπομπή «Chef στον αέρα». Πείτε μου δύο λόγια για αυτή…
 
Αλλη μια εκπομπή μαγειρικής, θα μου πεις, στη σεζόν της γαστρονομικής φρενίτιδας. Η διαφορά του «Chef στον αέρα» είναι ότι απευθύνομαι σε ανθρώπους σαν κι εμένα, αγχωμένους και κουρασμένους, που προσπαθούν μετά από μια τρελή μέρα να μαγειρέψουν κάτι απλό. Μετά από 11 χρόνια εμπειρίας στην επαγγελματική γαστρονομία, νιώθω ότι έχω πολλά μυστικά να μοιραστώ με τον κόσμο εκεί έξω, που αρνείται το ντελίβερι, αρνείται τις χαζογκουρμεδιές κι επιμένει ελληνικά και σπιτικά στο πιάτο του. Σε μια ελληνική κουζίνα ωστόσο προσαρμοσμένη στη σύγχρονη εποχή.
 
Φέτος την τηλεόραση έχουν κατακλύσει εκπομπές μαγειρικής, οι οποίες βέβαια δεν έχουν καμία σχέση με το δικό σας conceptκαθώς είναι περισσότερο realityshow, επιτρέψτε μου να πω. Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτές τις εκπομπές; Τι είναι αυτό που τις κάνει τόσο επιτυχημένες από πλευράς τηλεθέασης;
 
Είμαι κι εγώ φανατική τηλεθεάτρια όλων αυτών των εκπομπών. Εγώ όμως έχω τη γνώση να τις αντιμετωπίσω σαν αυτό που είναι: ένα παιχνίδι. Στο πλατύ κοινό φοβάμαι ότι μπορεί να κάνουν κακό. Στην εποχή του ντελίβερυ το θέμα είναι να πείσουμε τον κόσμο να ξαναμπεί στην κουζίνα για να φτιάξει κάτι απλό. Κι όχι να του δίνουμε την εντύπωση ότι για να μαγειρέψει πρέπει να διαθέτει τις σούπερ κουζίνες, τα άπειρα γκάτζετ και να τρώει κάθε μέρα ορτύκια με αφρούς φέτας. Κάτι που ούτως ή άλλως είναι πια ξεπερασμένο στον πλανήτη της υψηλής γαστρονομίας.
 
Ποια είναι η γνώμη σας για τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων; Αγαπάμε το γρήγορο, έτοιμο φαγητό ή το εγκαταλείπουμε σιγά-σιγά;
 
Ο Έλληνας βιώνει μια σχιζοφρενική γευστική φάση. Στην Αθήνα τουλάχιστον όλοι τρώνε φαγητό σε πακέτο, τα ντελιβεράδικα βιώνουν χρυσές εποχές, έχουμε ξεχάσει πίσω μας μια τεράστια γαστρονομική παράδοση γεμάτη νοστιμιά κι από την άλλη όλοι αγοράζουν περιοδικά και βλέπουν μαγειρικές εκπομπές. Η γαστρονομία είναι το πορνό της εποχής. Όσο δεν μαγειρεύουμε, τόσο βιώνουμε το «φάτε μάτια ψάρια».
 
Η οικονομική κρίση άλλαξε καθόλου τις διατροφικές μας συνήθειες και ήταν ένας λόγος για να μπούνε όλο και περισσότεροι στις κουζίνες τους;
 
Το καλό με την οικονομική κρίση είναι ότι μας κάνει πιο συναισθηματικούς και μας φέρνει πιο κοντά. Ο άκρατος υλισμός είναι πια πασέ. Η αγάπη και οι στενές σχέσεις στα πάνω τους. Κι όπου υπάρχει αγάπη υπάρχει και καλό φαγητό, ανοιχτά σπίτια, τραπεζώματα. Ναι, η κρίση είναι ο σωστός δρόμος για να ξανασυνδεθείς με τη διαδικασία της νοστιμιάς.
 
Το στερεότυπο της νοικοκυράς υπάρχει ακόμα, κ. Ψυχούλη, στην ελληνική κοινωνία ή είναι κάτι που έχει «χαθεί» εδώ και καιρό;
 
Δεν μπορώ να μιλήσω για την επαρχία, αλλά όσον αφορά στην Αθήνα, η ερώτησή σας με έκανε να γελάσω. Γιατί συνειδητοποίησα ότι πάνε πολλά-πολλά χρόνια που έχω να συναντήσω «νοικοκυρά». Όχι, η νοικοκυροσύνη δεν είναι πια κοινωνική αξία και κανείς δεν σε κρίνει από τόσο καλά τυλίγεις το ντολμαδάκι, όπως παλιά. Τώρα πια κρίνεσαι αποκλειστικά και μόνο από τις επαγγελματικές σου επιδόσεις και την ικανότητά σου να τα καταφέρνεις στη ζωή γενικότερα. Οι γυναίκες σκάψαμε μόνες μας το λάκκο μας.
 
Οι περισσότεροι έχουμε την αίσθηση ότι οι καλύτεροι σεφ είναι άντρες. Μύθος ή πραγματικότητα;
 
Το εστιατόριο γεννήθηκε στη Γαλλία, στη Λιόν. Σε κείνα τα πρώτα εστιατόρια μαγείρευαν μόνο γυναίκες. Οι τόσες πολλές γυναίκες που διαπρέπουν πλέον παγκόσμια στα αστεράτα εστιατόρια, απλά αποδεικνύουν ότι, όπως παντού, ήταν κι αυτός ένας ανδροκρατούμενος κόσμος που έχει πια γκρεμιστεί.
 
Η καταγωγή σας είναι από το Βόλο. Ποια είναι η σχέση σας με την περιοχή αλλά και με την κουζίνα μας; Είναι γνωστά τα τσιπουράδικα και η Πηλιορείτικη κουζίνα…
 
Στο Βόλο έρχομαι συνέχεια, έχω σπίτι και όλο το καλοκαίρι το περνώ στο εξοχικό μου στο Πήλιο. Το καλό με την επαρχία είναι ότι περισσότερο από την Αθήνα σέβεται και εκτιμά την τοπική της παράδοση. Καλά στην Ελλάδα τρως μόνο εκτός Αθηνών. Ο Βόλος, όπως και όλες οι επαρχιακές πόλεις, χάνει το παιχνίδι όταν προσπαθεί να φλερτάρει με το δήθεν «μοντέρνο», το δήθεν «γκουρμέ», μαγειρεύοντας σαχλαμάρες με κρέμες γάλακτος και χιλιάδες πλαστικά, ξενόφερτα τυριά, πράγματα που στον πραγματικό πλανήτη του «μοντέρνου» έχουν ξεπεραστεί εδώ και τρεις δεκαετίες. Γελάω πολύ με τα τάχα μου «καλά» εστιατόρια της πόλης. Ωστόσο έρχομαι έστω και για μια νύχτα μόνο και μόνο για να φάω θαλασσινά στου Δεμίρη στη Ν. Ιωνία -ένα μαγαζί με το οποίο είμαι ερωτευμένη- ή σε ό,τι ανάλογο, αυθεντικό υπάρχει ακόμη, αφού και τα αληθινά τσιπουράδικα χάνονται πια, ενδίδοντας στην τουριστική εκδοχή της κρέμας και της μπεσαμέλ.
 
Θα μας προτείνετε μια γρήγορη και εύκολη συνταγή με υλικά που σχεδόν πάντα έχουμε στο σπίτι μας για σήμερα Κυριακή βράδυ;
 
Οι συνταγές δεν είναι για να τις ακολουθούμε κατά γράμμα, αλλά για να κεντρίζουν τη φαντασία μας. Ο καθένας είναι ο καλύτερος μάγειρας για τον εαυτό του. Η Κυριακή είναι η ιδανική μέρα για να καλέσεις τους φίλους σου, να ανοίξεις το ψυγείο, να δεις τι έχει μέσα και να εμπνευστείς κάτι απλό με ό,τι θα βρεις στα ντουλάπια σου.
 
 
 
 
Λίγα λόγια για την Ελένη Ψυχούλη
 
Η Ελένη Ψυχούλη σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και κλασικό πιάνο στο Εθνικό Ωδείο και στην Ecole Normale του Παρισιού.
 
Εργάστηκε για 16 χρόνια ως βοηθός του γλύπτη Τάκη, με ειδίκευση στις εκδόσεις καταλόγων και τις δημόσιες σχέσεις. Έζησε για 10 χρόνια στο Παρίσι και μετέφρασε 10 βιβλία από τα γαλλικά για τις εκδόσεις «Λιβάνη».
 
Το 1999 ανέλαβε την στήλη για το εστιατόριο, «Πείνα» του «Symbol», ένθετου στην εφημερίδα «Επενδυτής». Από τότε έχει εργαστεί στην «Καθημερινή», στο «Down Town», στην εφημερίδα «Θέμα», στο περιοδικό «Blue» της αεροπορικής εταιρίας «Aegean», στην free press εφημερίδα «Lifo», στο περιοδικό «Ευ Ζην» και σε όλα τα έντυπα των Ειδικών Εκδόσεων στις εκδόσεις Imako.
 
Tα 4 τελευταία χρόνια εργάζεται ως γαστρονομικός συντάκτης στο περιοδικό «Homme» και στα ειδικά ένθετα της εφημερίδας «Ημερησία». Εργάζεται παράλληλα στο «Βήμα Γκουρμέ», στο περιοδικό «Βημαγκαζίνο», «V men», τα ταξιδιωτικά ένθετα της εφημερίδας «Τα Νέα» και του «Μaison Decoration» και στο περιοδικό «Cook Book», ένθετο στο «Έθνος». Συνεργάζεται σε μόνιμη βάση με το περιοδικό «Olive» και το 2009 κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο από τις εκδόσεις «Φερενίκη» με τίτλο «25 σεφ σε 25 λεπτά».
 
 Έχει συνεργαστεί ως μόνιμος συντάκτης στα περιοδικά «Marie Claire», «Maison & Decoration», «Votre Beaute», «Celebrity», «Pink», «Passport», «Grazia» και «Free».
 

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου