ΤΟΠΙΚΑ

Ηταν κάποτε η Αποκριά στον Βόλο…

ηταν-κάποτε-η-αποκριά-στον-βόλο-113779

Εποχές που πέρασαν αλλά δεν ξεχάστηκαν ανακαλεί στη μνήμη του ο γνωστός συγγραφέας Αρης Βολιώτης, ανατρέχοντας σε αποκριάτικα στιγμιότυπα του παλιού Βόλου. Αφετηρία της αφήγησης που καταγράφεται στο πλαίσιο της σημερινής μέρας, είναι η μετακατοχική περίοδος, τότε που ήταν έντονη η ανάγκη του κόσμου για ξεφάντωμα, μετά τις γκρίζες μέρες του πολέμου. Μέσα από την αφήγηση του κ. Βολιώτη ζωντανεύει ο παλιός Βόλος, τα γλέντια των Βολιωτών και οι νοσταλγικές εποχές που άφησαν το αποτύπωμά τους στον χρόνο.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

«Προσπαθώ να θυμηθώ τι έκαναν οι μεγάλοι την Αποκριά, εκείνα τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια, αλλά δεν θυμούμαι πολλά πράγματα. Ηταν ακόμη νωπές οι μνήμες από τα μαύρα χρόνια κι ο κόσμος δεν ήταν ξεθαρρεμένος. Στην γειτονιά μας πάντως, με τον κυρ Μήτσο παρόντα, το μαντολίνο και το μπουζούκι του, όλο και κάποιο τραπέζι έστρωναν. Και το κρασάκι έδινε τους γλυκούς ρυθμούς ζωής. Είχαμε τρεις πηγές πιπεράτης ρετσίνας. Η μια ήταν ο Τζότζος, στη γωνία της Γκλαβάνη και Κωνσταντά. Η δεύτερη, ο Γεράσης, απέναντι από το 3ο Δημοτικό, και μακρύτερα -Αλεξάνδρας και Κουμουνδούρου- πίσω από το μπακάλικό του ο Ζαρκάδας. Μπορεί να έλειπαν πολλά αγαθά. Κρασάκι όμως είχε άφθονο» αρχίζει η αφήγηση.

Την Αποκριά του 1945, «η μάνα με έντυσε με ένα μπλε πανταλόνι και ένα πουκάμισο κατακόκκινο. Κούμπωνε αριστερά και ήταν κεντημένο σταυροβελονιά από τα χεράκια της, γύρω στον λαιμό και κάθετα στο κούμπωμα. Ηταν, λέει, “κοζάκικο”» θυμάται ο κ. Βολιώτης. Αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης, η παρέα των παιδικών χρόνων, ο Γιώργος ντυμένος απάχης μάγκας, η Βασιλική βλαχοπούλα και μαζί τους η Ευδοκούλα, χανούμ ή τσιγγάνα.

Τα επόμενα χρόνια «καμάρωνα στις Αποκριές και τις Εθνικές Εορτές με μια υπέροχη φορεσιά τσολιά, φτιαγμένη από τα μοναδικά χέρια του θείου μου Μιχαλάκη Σιγάλα. Η φουστανέλα ήταν “μαντίλι”, από κομμάτι-κομμάτι άσπρο πανί και γνήσια τσαρούχια από το Μέτσοβο! Και γιλέκο κεντημένο με χρυσοκλωστή όπως όλα τα γνήσια και παλιά.

Αυτά μέχρι τη δεύτερη χρονιά στο Γαλλικό Ινστιτούτο, που το λέγαμε “Σουαζί” από το όνομα του Διευθυντή και της υπέροχης συζύγου του, της μαντάμ Μαρί Σουαζί!

Στο τέλος εκείνης της μαθητικής χρονιάς έγινε η γιορτή λήξης στο «Αχίλλειον». Η τάξη μας θα παρουσίαζε “Το σπίτι της χαμένης Μαργαρίτας”! Ντυμένοι όλοι σε ανάλογα χρώματα. Εμείς στα κίτρινα», θυμάται ο κ. Βολιώτης.

Αποκριάτικο στιγμιότυπο από τη δεκαετία του ΄50 (αρχείο Αρη Βολιώτη)

Ξεφάντωμα στις γειτονιές

Την επόμενη χρονιά, το κίτρινο μακρύ πανταλόνι και το πουκάμισο της «λεσκαλιέ», που πρωταγωνίστησαν στη γιορτή του Γαλλικού Ινστιτούτου, έγιναν φορεσιά «πιερότου»! Στον λαιμό γιακάς από μαύρο τούλι και καπέλο χωνί κίτρινο με μαύρα κουμπιά από τον Καλοκαιρινό, ο οποίος διατηρούσε για πολλά χρόνια βιβλιοπωλείο στην Ερμού, μετά την Τοπάλη προς Καρτάλη, δίπλα στο φαρμακείο του Παρθένη.

«Ο κύριος Καλοκαιρινός, Αγησίλαο θαρρώ τον λέγανε, μαζί με τη σύζυγό του, μια γλυκιά, χαμηλών τόνων κυρία, εκτός της δραστηριότητας του βιβλιοπωλείου, κατασκεύαζαν αποκριάτικα καπέλα και μάσκες. Και δεν τα πωλούσαν μόνο ένα – ένα, αλλά και σε ποσότητες, γιατί κάθε αποκριάτικος χορός που γινόταν μοίραζε πολλές φορές, καπέλα και κομφετί. Ήταν αριστουργήματα τα χειροτεχνήματά τους. Ωρες τα χαζεύαμε στη βιτρίνα και κάποιες φορές αποτελούσαν τη βάση για το μασκάρεμα μας», αναφέρει ο γνωστός συγγραφέας.

Στις γειτονιές, έβαζαν τα παιδιά τα αποκριάτικά τους, με ό,τι πιο περίεργο περιείχαν οι ντουλάπες και τα σεντούκια. Τα αποκριάτικα μασκαρέματα ήταν αυτοσχέδια, με στόχο να προκαλούν το γέλιο. «Ετσι γινόταν η βόλτα στους δρόμους και στην παραλία. Αλλά και οι μεγάλοι δεν πήγαιναν πίσω. Μεγάλες παρέες με ξύλινες ροκάνες, γέλια, πειράγματα και τραγούδια δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο στους δρόμους. Το υπέροχο ήταν πως δεν φορούσαν τυποποιημένες φορεσιές αλλά κι αυτοί ό,τι μπορούσαν πιο εύθυμο και αστείο» συνεχίζεται η αφήγηση.

Αστικό χρώμα

Στα σπίτια γίνονταν χοροί και κρασοκατανύξεις από τους παππούδες, τους γονείς και γενικά τους μεγαλύτερους, με τη συμμετοχή των νέων οι οποίοι πρωτοστατούσαν στα γλέντια της εποχής.

Ανατρέχοντας σε εικόνες του μακρινού παρελθόντος, ο κ. Βολιώτης ανακαλεί στη μνήμη του μια εικόνα που δεν έχει ξεθωριάσει στο πέρασμα του χρόνου. «Ηταν κάπου εκεί, αναφέρει, πριν το 1950. Εκείνη την Αποκριά στο σπίτι του γιατρού Ζώνζηλου υπήρχε μεγάλη κίνηση. Στις υπέροχες σκάλες, του θαυμάσιου, αρχιτεκτονικά, σπιτιού, ανεβοκατέβαινε ένα πλήθος νεαρές κοπέλες. Μαθήτριες του Γυμνασίου όλες, ντυμένες με ονειρεμένες αποκριάτικες φορεσιές, έφερναν εμάς τους μικρούς μέσα στον χώρο από τα παραμύθια. Και πάνω από όλες, η μεγάλη του κόρη ντυμένη “Νύχτα” με πέπλα μπλε και μαύρα γεμάτα ασημένια αστέρια και φεγγάρια, έμεινε αξέχαστη οπτασία μέχρι το σήμερα».

Η αστική κοινωνία της πόλης είχε τους «επίσημους» χορούς στις Λέσχες όπως αυτή της Εξωραϊστικής και του Χατζηνικολάου στην παραλία.

Αξέχαστη είναι η εικόνα της περίφημης αίθουσας Χατζηνικολάου, με τον «κοστουμαρισμένο κόσμο, με τις τουαλέτες και τα φρουφρού», σε μια άλλη εποχή, με διαφορετικό άρωμα και γεύση νοσταλγίας.

«Εκείνη την χρονιά», θυμάται ο κ. Βολιώτης, «στο Δημοτικό μας σχολείο, ήρθε ο Χοροδιδάσκαλος Τσουκάτος, πολύ γνωστός στους λάτρεις του καλού χορού. Ζήτησε μερικά παιδιά να συμμετάσχουν στο “μπαλτανφάν” που θα έκανε για την Αποκριά. Με δυο φίλους αποφασίσαμε να πάμε. Οι πρόβες γίνονταν σε μια πέτρινή αποθήκη, ιδιοκτησίας Αναγνώστου, Ογλ και Ερμού, όπου σήμερα είναι οι ατέλειωτες καφετέριες. Ο χορός έμοιαζε με τον κερκυραϊκό, ανά ζεύγη και όλα τα παιδιά τραγουδούσαν ενώ χόρευαν σύγχρονα. Πρώτη εμπρός ήταν μια ξανθή ευτραφής μαθήτρια του Θηλέων, με υπέροχα γαλανά μάτια. Η Μιμή, κόρη γιατρού από ό,τι λέγανε. Χωρίς να θέλει μπέρδευε τα βήματά της, μπέρδευε τον καβαλιέρο της κι ο κύριος Τσουκάτος τη μάλωνε. Εκείνη έκλαιγε, με τα όμορφα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα. Κι εμείς πίσω στην ουρά του κύκλου, λυπούμαστε, σε σημείο που αποφασίσαμε να φύγουμε. Έλα όμως, που ο κ. Τσουκάτος το κατάλαβε και χάλασε τον κόσμο. Ετσι το Σαββατόβραδο βρεθήκαμε σε μια αίθουσα στον δεύτερο όροφο του Χατζηνικολάου».

Μετά τους σεισμούς

Η εποχή μετά τους σεισμούς του ’55 ήταν διαφορετική, με οργανωμένες αποκριάτικες δράσεις. «Η Περιηγητική του Βόλου με τον Δήμο και άλλους, οργάνωσε Καρναβάλι με πρωταγωνιστή, μάλιστα τον “Μουτζούρη”. Αυτό συνεχίστηκε και επαναλήφθηκε κι άλλες φορές. Ήταν μια μαζική διασκέδαση που άφησε εποχή. Οι συμπολίτες μας χάρηκαν πολλές φορές και γλέντησαν με αυτές τις εκδηλώσεις» θυμάται ο κ. Βολιώτης.

Και οι γειτονιές, ωστόσο, είχαν τη δική τους ιστορία. Ομάδες μεγάλων και μικρών διασκέδαζαν μασκαρεμένοι στις πλατείες και στους δρόμους, Στην πλατεία Ελευθερίας οι φωτογράφοι πρώτα με τα κασελάκια-φωτογραφικές μηχανές και κατόπιν με τις σύγχρονες, έκαναν χρυσές δουλειές. Στην παραλία ή στο πάρκο καμάρωναν οι τσολιάδες, οι πειρατές, οι τσιγγάνες, οι κολομπίνες κι οι πιερότοι για μια αναμνηστική. Και στην Ερμού το Σαββατόβραδο πριν την Αποκριά, όπως και την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς γινόταν ο χαμός από ζουρνάδες και ροκάνες, χαρτοπόλεμο και σερπαντίνες.

Την ίδια εποχή διοργάνωναν χορούς τα Κέντρα της εποχής. Ο «Διόνυσος» στην Αγριά, τα «Αστέρια», το « Ξενίας», το «Τζάκι» και οι «Αηδονοφωλιές» στον Άνω Βόλο, στον Αναυρο κι αρκετά άλλα προς τις Αλυκές και τα Πευκάκια.

Μνήμες, γεύσεις και αρώματα του παρελθόντος συνθέτουν την αναδρομή σε παλιές αποκριές του Βόλου, που ολοκληρώνεται με μια παραδοσιακή λιχουδιά, την υπέροχη γαλατόπιτα της μάνας να ψήνεται στο μεγάλο μπακιρένιο ταψί, στον φούρνο του κυρ Γιώργου Πουριανού, που βρισκόταν στην Γκλαβάνη και Κωνσταντά.

«Μια γαλατόπιτα που την περίμεναν όλοι μικροί και μεγάλοι. «Με κρέμα κατακίτρινη από τα κροκάδια και βανίλια, με καλοψημένα φύλλα κι απ’ ανάμεσα ψιλοκομμένα καβουρδισμένα αμυγδαλάκια. Αλλά και με το μεγάλο “τιπ” όπως θα λέγανε οι σεφ του σήμερα. Πάνω από τα φύλλα, απλωνόταν μια απαστράπτουσα κρούστα πραγματικής καραμέλας, που έκανε κάθε μπουκιά κρατσανιστή και μαστιχάτη», αφηγείται με έντονη νοσταλγία ο κ. Βολιώτης.

«Μπορεί να άξιζε ο πανζουρλισμός της Τυρινής, μπορεί να περίσσευε το κέφι και τ’ αστείο. Όμως ποτέ δεν περίσσευε η καραμελάτη γαλατόπιτα. Ηταν και το θρησκευτικό συναίσθημα, βλέπεις! Το ταχιά ξημέρωνε η νηστεία της Καθαρής Δευτέρας. Και το θέαμα ήταν σχεδόν ίδιο πάντα. Όποια ώρα τα ξημερώματα κι αν γύριζαν στο σπίτι, τ’ αδέλφια από τα γλέντια τους έβαζαν στη μέση την πιατέλα με τη γαλατόπιτα. Και την εξολόθρευαν από φόβο Θεού, αυτή την αρτύσιμη, μην την βρει ο ήλιος της νηστείας, της Καθαρής Δευτέρας», ολοκληρώνεται η αφήγηση – αναδρομή σε εποχές γιορτής, χαράς αλλά και νοσταλγίας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου