ΤΟΠΙΚΑ

«Το καλό όνομα, αυτό είναι η περιουσία μου»

το-καλό-όνομα-αυτό-είναι-η-περιουσία-μ-171921

Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΔΕΛΗΓΕΩΡΓΗΣ ΑΝΑΠΟΛΕΙ ΚΑΙ ΚΑΜΑΡΩΝΕΙ

Ο Νικόλας Δεληγεώργης, με δωρεές, φιλανθρωπίες, εκδηλώσεις και παρεμβάσεις απασχολεί συχνά – πυκνά την επικαιρότητα. Διακεκριμένος επιστήμονας, Διδάκτορας Πολιτικός Μηχανικός και τ. Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Padova, με μεγάλη επαγγελματική ιστορία και περγαμηνές, βραβεύσεις και διακρίσεις, δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις. Το πρόσωπό του, τις τελευταίες ημέρες κυριάρχησε τοπικά και πανελλαδικά μετά την κλοπή – μαμούθ των 1,3 εκατ. ευρώ και των 900 χρυσών λιρών. Χρυσό ποσό του αδερφού του Γιώργου Δεληγεώργη.

Συνέντευξη στη ΒΑΣΩ ΣΑΜΑΚΟΒΛΗ

Παρόλα αυτά, ο έτσι και αλλιώς ευρέως γνωστός Νικόλας Δεληγεώργης ήταν το πρόσωπο που συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας.

Γόνος μιας πλούσιας οικογένειας, ο Νικόλας Δεληγεώργης δηλώνει αυτοδημιούργητος, όπως ήταν και ο αγαπημένος του αδερφός, ο συμβολαιογράφος Στέργιος – Γιούλας Δεληγεώργης, τον οποίο έχασε πολύ νωρίς.

Πάλεψα στη ζωή μου, εργάστηκα πολύ. Οσα χρήματα έκανα δεν τα κυνήγησα, ήρθαν από μόνα τους, λέει ο πρόεδρος του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αφών Δεληγεώργη» Νικόλας Δεληγεώργης σε συνέντευξή του στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ. Δεν στηρίχθηκε σε κληρονομιές, όπως εξηγεί, αλλά δημιούργησε, σχεδίασε, κατάφερε αρκετά στη ζωή του. Μα πάνω απ’ όλα κατάφερε να αποκτήσει ένα καλό έντιμο όνομα.

Αλλωστε, όπως λέει -και όπως θυμάται να ακούει από τον πατέρα του- το όνομα δεν αγοράζεται ούτε με όλα τα λεφτά του κόσμου. «Το χρήμα μπορεί να το έχεις και να το χάσεις. Αλλά η αξία βρίσκεται στο καλό όνομα. Και αυτό δεν αγοράζεται».

Ο Νικόλας Δεληγεώργης γεννήθηκε σε μια εύπορη οικογένεια, δίπλα σε μια προστατευτική μητέρα, κοντά σε έναν πατέρα που τον χαρακτήριζε η ανθρωπιά και η προσφορά. Ανάμεσα σε άλλα τέσσερα αδέρφια, ο «βενιαμίν» της οικογένειας έζησε ξέγνοιαστα και όμορφα παιδικά χρόνια.

«Μικρός ήμουνα κολλητός στη μαμά που με αγαπούσε πολύ. Ημουνα ένα ήσυχο, χαμογελαστό και καλοκάγαθο παιδάκι. Πολύ όμορφος. Με αγαπούσαν όλοι οι συγγενείς και μου έδιναν γλυκά, δωράκια, παιχνίδια, ρούχα και λεφτά. Στη γιορτή μου, του Αγίου Νικολάου, εορτάζαμε στο σπίτι με ετοιμασίες, γλέντια και γεύματα. Ερχόντουσαν συγγενείς από το Βελεστίνο, τα Φάρσαλα (από όπου καταγόταν ο πατέρας μου) και τα Τρίκαλα.

Η μητέρα μου, Φανή, ήταν μια εξαιρετική γυναίκα με πολλά προσόντα. Ηταν πολύ έξυπνη, αυστηρή, σπουδαία παιδαγωγός. Βοηθούμενη από τη γιαγιά μου που ήταν και αυτή σπουδαία γυναίκα. Το σπίτι, καθαριότητα, μαγείρεμα, πλύσιμο, κήπος κ.ά. τα είχε αναλάβει, σε μεγάλο βαθμό με τη βοήθεια της μικρής υπηρεσίας που είχαμε, η γιαγιά μου», μας εξιστορεί.

Από το σπίτι της οδού Χατζηαργύρη με Κωνσταντά, της μητέρας του Φανής Ντόντου, όπου μεγάλωσε ο Νικόλας Δεληγεώργης έχει πολλές αναμνήσεις: «Η μητέρα μου ασχολούνταν περισσότερο με τη διαπαιδαγώγησή μας. Αλλά ήταν πολύ κοινωνική. Εδινε μεγάλη σημασία στις κοινωνικές σχέσεις που είχε με γυναίκες γνωστών οικογενειών. Ετσι έχανε πολύ χρόνο με την αγορά ρούχων, μοδίστρες, τσαγκάρηδες, καπελούδες, γιατί όλα γίνονταν τότε με παραγγελία».

Η μητέρα του ήταν γόνος εύπορης οικογένειας. Ο πατέρας της, Στέργιος Ντόντος, διετέλεσε δήμαρχος Φερών και Βοιβηίδος από το 1905 έως το 1925. Πολιτικός πανθεσσαλικής ακτινοβολίας, αναμορφωτής της πόλης του Βελεστίνου. Μεγάλη περιουσία ο Στέργιος Ντόντος βρήκε από τον δικό του πατέρα, τον Γούλα Ντόντο, ξακουστό τότε έμπορο υφασμάτων, τα οποία έφερνε με κυρατζήδες από την Κωνσταντινούπολη.

Ο πατέρας του Νικόλα Δεληγεώργη, Βασίλης Δεληγεώργης, ήταν γιατρός. Όχι ένας απλός γιατρός, αλλά ένας λειτουργός που έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης για την ανθρωπιά του και τις υπηρεσίες που παρείχε αφιλοκερδώς σε φτωχούς και αδύναμους σε όλο τον κάμπο.

Θυμάται ότι ανέβαζαν τον πατέρα του σε μουλάρι για να μεταβεί στον ασθενή. Όταν τον γυρνούσαν «το πολύ – πολύ να του κρεμούσαν στο σαμάρι κανένα κοτόπουλο. Ποτέ δεν εργάστηκε για το χρήμα. «Εγώ ασκώ λειτούργημα. Εχω δώσει τον όρκο του Ιπποκράτη», έλεγε ο πατέρας του. «Αν θέλουν θα μου δώσουν αμοιβή. Εγώ κοιτάω να κάνω καλά τον άνθρωπο».

Ο κ. Δεληγεώργης θυμάται και βουρκώνει: «Τότε δεν υπήρχαν τα αντιβιοτικά και πέθαιναν πολλοί από πνευμονία. Συχνά ο πατέρας μου ξενυχτούσε δίπλα στους αρρώστους. Εγώ τον περίμενα τα βράδια μαζί με τη μητέρα μου. Το πρωί, αν τον είχε σώσει, επέστρεφε ευδιάθετος και ζητούσε ένα τσάι. Αν, όμως, δεν το κατάφερνε, έμπαινε σπίτι στεναχωρημένος. “Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να τον σώσω”, μας έλεγε περίλυπος. Αυτά τα έχω ζήσει».

«Μικρόβιο» της προσφοράς

Το «μικρόβιο» της προσφοράς και της δωρεάς ήταν …μεταδοτικό στην οικογένεια από γενιά σε γενιά.

«Είναι σαν οικογενειακό χάρισμα», λέει ο κ. Δεληγεώργης. «Από πού να ξεκινήσω; Από τον παππού μου; Γι’ αυτό και βγήκε και δήμαρχος. Μαζί με τη γυναίκα του βοηθούσε πολύ τον κόσμο. Όπως και ο πατέρας μου γιάτρευε όλο τον κάμπο δωρεάν. Και ο αδερφός μου Στέργιος, ένας άνθρωπος με ήθος και προσφορά. Είναι οικογενειακή παράδοση ενός αιώνα».

Ο Νικόλας Δεληγεώργης αναφέρει ότι ποτέ στη ζωή του δεν υπήρξε παραδόπιστος. Από τα μικρά του χρόνια θυμάται ότι όλα τα αδέρφια του, όπως και ο ίδιος, είχαν κουμπαρά. «Αλλά σε εμένα, επειδή οι συγγενείς με αγαπούσαν, μου έριχναν πολλά και χοντρά νομίσματα. Οι άλλοι δύο αδερφοί μου με καλόπιαναν και έβγαζαν τα χαρτονομίσματα με μαχαίρι. Και εγώ τους έβλεπα και χαιρόμουνα. Αν το έβλεπε η μητέρα μου τους μάλωνε. Εγώ, όμως, τους αγαπούσα και δεν με πείραζε που μου παίρνανε χρήματα», αναπολεί και χαμογελάει, έχοντας θυμηθεί αυτές τις εικόνες.

Ο «αυτοκράτορας»

Στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Βόλου, όπου ήταν μαθητής, είχε ξεχωρίσει για τη σπιρτάδα του. Ηταν, όμως, και αρχηγικό στοιχείο:

«Μετά με την Κατοχή, επηρεασμένοι τότε, κάναμε ομάδες τοπικά στις γειτονιές. Στη δική μου γειτονιά είχαμε κάνει την “Αυτοκρατορία Δικεφάλου Αετού”. Και εγώ ήμουνα αυτοκράτορας», λέει και γελάει.

Σε ένα υπόγειο ενός φίλου του, είχαν μετατρέψει σε γραφεία κάτι κασόνια. Από λάστιχο είχε γίνει και σφραγίδα με το σήμα του αετού. Τη σφραγίδα κατείχε στα χέρια του ο Νικόλας Δεληγεώργης. Ως «αυτοκράτορας» της ομάδας δεν συμμετείχε στις οδομαχίες με τις υπόλοιπες ομάδες, αλλά έδινε εντολές και συντόνιζε.

«Για τις συμπλοκές είχαμε έναν άλλον συμμαθητή μου, που φορούσε κάτι μεγάλες αρβύλες. Αυτόν τον είχαμε υπουργό Αμύνης, γιατί με τις μπότες τις μεγάλες έδινε κλωτσιές»…

Ο Νικόλας Δεληγεώργης δεν υπήρξε ποτέ μελετηρός, παραδέχεται. «Εγώ δεν διάβασα ποτέ. Παρακολουθούσα πάντοτε τον καθηγητή στα βασικά μαθήματα, είχα αντίληψη, κυρίως στα θετικά μαθήματα, αλλά και καλή μνήμη. Το πολύ να κρατούσα καμιά σημείωση. Αυτό συνέβη και στις σπουδές μου στο εξωτερικό».

Ετσι, και οι σπουδές στην Ιταλία ως πολιτικός μηχανικός δεν χρειάστηκαν πολύ μελέτη, παρότι ο ίδιος αρίστευε. Εκείνο όμως που δεν έλειπε ήταν η διασκέδαση, οι κοινωνικές σχέσεις, οι παρέες.

«Κάθε βράδυ έπρεπε να διασκεδάζω. Επρεπε να ανανεώνομαι. Σάββατο ή Κυριακή είχαμε τα φοιτητικά πάρτι. Εκεί οπωσδήποτε πήγαινα. Είχα μεγάλη παρέα. Θα μιλήσουμε και για γυναίκες;», αναρωτήθηκε με γέλιο. Θυμήθηκε ότι συγκέντρωνε τα γυναικεία βλέμματα, ήταν καρδιοκατακτητής, ήταν όμορφος, με μαλλιά τότε… και πάντοτε καλοντυμένος. Αλλά κυρίως ευγενής με καλούς τρόπους προς το γυναικείο φύλο.

Στα φοιτητικά χρόνια έζησε άνετα, από τα χρήματα που είχε ως αριστούχος από τρεις υποτροφίες, η μία από το Αχιλλοπούλειο.

«Η μεταπολεμική περίοδος, με τον εμφύλιο», λέει ο κ. Δεληγεώργης, «ήταν δύσκολη γενικά για την Ελλάδα. Η οικογένειά μου περνούσε κρίση. Από τη μία μεριά ο πατέρας μου ήταν κατάκοιτος και η ακίνητη περιουσία δεν απέδιδε, γιατί ήταν μικρά τα ενοικιοστάσια. Ο αδερφός μου, ο Στέργιος, είχε πάει στην Αθήνα, στον Οίκο Φοιτητή, για να σπουδάσει νομικά ως αριστούχος.

Στη Σχολή Ικάρων

«Εγώ κατέβηκα στην Αθήνα με σκοπό να δώσω εξετάσεις για Πολυτεχνείο, αλλά συνάντησα κάποιον συμμαθητή μου από Γυμνάσιο και μου λέει ότι γίνονται στη Σχολή Ικάρων. “Πάμε”, μου λέει. “Θα μας στείλουν Αμερική”. Ονειρο τότε για μας. Εδωσα τις εξετάσεις. Τότε ήταν 600 υποψήφιοι για 16 θέσεις. Στη Σχολή Ικάρων ήρθα 2ος. Δεν ήξερα αν ήθελα να πάω. Τελικά, όμως, πήγα. Εκεί η ζωή ήταν πολύ δύσκολη. Πρέπει να είσαι φτιαγμένος για στρατιωτικός», λέει.

Εσείς δεν ήσασταν για στρατιωτικός…

Εγώ ήμουν ένα μαμμόθρεπτο παιδί. Είναι αλήθεια ότι σκληραγωγήθηκα λίγο. Εμεινα δύο χρόνια. Η στρατιωτική σχολή δεν μου πήγαινε καθόλου. Δεν ανεχόμουνα να εκτελώ διαταγές. Δεν δουλεύει το μυαλό μου; έλεγα. Θα μου λέει κάποιος άλλος τι θα κάνω εγώ; Δεν υπάρχει σκέψη. Λέγανε ότι οι διαταγές εκτελούνται, δεν συζητιούνται. Αυτό με είχε κλονίσει.

Και εσείς θέλετε να λαμβάνετε πάντοτε τις αποφάσεις…

Ασφαλώς. Αυτό δεν ανεχόμουνα. Ο οποιοσδήποτε πολίτης έξω, έλεγα, δεν στέκεται προσοχή σε κανέναν. Εγώ γιατί να στέκομαι; Επειδή έχει ένα γαλόνι; Το άλλο ήταν ότι δεν μπορούσα να σκέφτομαι. Οι διαταγές εκτελούνται. Αυτά όλα μου δημιούργησαν άσχημα συναισθήματα. Αποφάσισα να φύγω. Αλλά πώς να σπουδάσω; Τα οικονομικά ήταν δύσκολα.

Και τελικά τι έγινε;

Με τα πιστοποιητικά που έδειχναν ότι ήμουνα αριστούχος, ο αδερφός μου ζήτησε υποτροφία, την οποία μου τη δώσανε από το Αχιλλοπούλειο και η οποία με οδήγησε στην Ιταλία.

Εκεί ήταν άνετη η ζωή μου. Οι Παντοβάνοι πιάσανε φιλία μαζί μου. Μεταξύ αυτών ο Giovanni Mazacurati. Ο πατέρας του, πολιτικός μηχανικός, ήταν ο πλουσιότερος στην Padova και είχε διεθνή εταιρεία στη Βενετία. Εμεινε στην Κηπούπολη σε βίλες.

Ζούσα πολύ άνετα, αλλά περίσσευαν και χρήματα. Είχα βοηθήσει και συμφοιτητές μου, οι οποίοι είχαν οικονομικό πρόβλημα με το συνάλλαγμα. Ενας εξ αυτών, που πήγε τελικά στη Γερμανία και πήρε πτυχίο μηχανικού ναυπηγού, ήρθε αργότερα στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και ήταν διευθυντής στα κρουαζιερόπλοια. Δεν ξέχασε ποτέ ότι τον βοήθησα. Μου εξασφάλιζε κάθε χρόνο κρουαζιέρα από Πειραιά μέχρι Αγίους Τόπους, με θέση σε σουίτα.

Στην Ιταλία έκανα μεγάλη κοινωνική ζωή. Με την αριστοκρατία της Padova. O πλούσιος φίλος μου είχε πέντε αυτοκίνητα και προσωπικό στη βίλα. Εστελνε αυτοκίνητο και με έπαιρνε για να τον βοηθήσω να διαβάσει. Σε εκείνη τη βίλα έρχονταν όλα τα μεγάλα ονόματα. Απέκτησα πολλές σχέσεις. Ξεκίνησα από νεαρή ηλικία να εργάζομαι σε μεγάλες διεθνείς εταιρείες.

«Δεν επεδίωκα τα χρήματα»

«Εγώ δεν υπήρξα ποτέ ούτε σπάταλος, ούτε τσιγκούνης», λέει ο κ. Δεληγεώργης. Οταν έκανα μελέτες δεν το έκανα για τα χρήματα. Ερχόταν μόνα τους. Ό,τι χρήματα έκανα, ήρθαν μόνα τους. Δεν επεδίωκα το χρήμα εγώ. Με ενδιέφερε να κάνω σωστές μελέτες. Ποτέ δεν φούσκωνα μελέτες.

Από νεαρή ηλικία ξεκίνησε τις ευεργεσίες. Ετσι άλλωστε μεγάλωσε, αυτά τα βιώματα είχε από την οικογένειά του. «Προτιμώ τις μικρές δωρεές, ώστε να απολαμβάνουν πολλοί», αναφέρει.

Κλείνοντας αυτή τη συνέντευξη, ο Νικόλας Δεληγεώργης συμβουλεύει κάθε νέο άνθρωπο για να πετύχει στη ζωή του: «Καταρχήν να είναι εργατικός. Εγώ δεν θα πάψω ποτέ να δουλεύω. Να διαλέξουν το επάγγελμα που έχουν έφεση. Που να τους πηγαίνει. Και τρίτον, και πιο σημαντικό, να είναι έντιμοι».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου