ΤΟΠΙΚΑ

Ο κύριος βουλευτής

ο-κύριος-βουλευτής-851206

«Το αυτοκίνητο έτρεχε ανάμεσα απ τα χωράφια μισοκρυμμένο από το σιτάρι και τη βρώμη που πρασίνιζαν ως εκεί που φτάνει το μάτι σου. Όταν έφτασε στο χωριό, στάθηκε μπροστά στο μοναδικό καφενείο, όπου ο καφετζής, στεγνός και κοκαλιάρης, ειδοποιημένος άγνωστο πώς, περίμενε. Τότε άνοιξε η πόρτα και κατέβηκε ο κύριος βουλευτής. Η κόρη τού προέδρου, καθαρότατη μέσα στο τσίτινο φόρεμά της, έτρεξε και του έδωσε ένα μπουκέτο. Ο κύριος βουλευτής μπήκε στο καφενείο κι εμείς περικυκλώσαμε το αυτοκίνητο κι αρχίσαμε να χαχανίζουμε και να το ξετάζουμε σα γελοίο και δύστροπο ζώο.
Στο μεταξύ το χωριό, που ως εκείνη την ώρα φαίνονταν νεκρό, άρχισε να ξυπνάει. Οι χωριάτες βγαίναν ένας ένας από τα σπίτια τους με την έκπληξη ακόμα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο για το αναπάντεχο της επίσκεψης και τράβαγαν για το καφενείο. Ο κουρέας στέκονταν στην πόρτα του κουρείου με το ξυράφι στο χέρι και κοίταζε. Πίσω του στέκονταν ο πελάτης με την άσπρη πετσέτα στο λαιμό και κοίταζε κι αυτός. Ο μπακάλης είχε παρατήσει στη μέση το ζύγιασμα μισού κιλού ζάχαρης κι είχε κολλήσει τη μούρη του στο τζάμι. Και σιγά σιγά οι άνθρωποι ζύγωναν κι έμπαιναν στο καφενείο, ώσπου γέμισε. Τελευταία μπήκαμε κι εμείς τα παιδιά, αφήνοντας απέξω μόνο του το αυτοκίνητο παρέα με δυο-τρία ψωρόσκυλα.
-Κύριε βουλευτά, έκανε ο πρόεδρος κατακόκκινος, είναι πραγματικά τιμή μας… Τότε ο βουλευτής σηκώθηκε, τον διέκοψε κι έβγαλε λόγο. Κανένας δεν κατάλαβε τι είπε, γιατί μιλούσε μια γλώσσα κορακίστικη, μα ωστόσο όταν τέλειωσε το καφενείο σείστηκε από το χειροκρότημα. Περισσότερο απ’ όλους χειροκροτούσαμε εμείς, με μεγάλη μανία κι ενθουσιασμό που βρήκαμε μια τέτοια ευκαιρία να κάνουμε φασαρία χωρίς να μας ταράξουν στη σφαλιάρα, μέχρι που ένας απ’ τους χωριάτες σηκώθηκε και στριφογυρίζοντας την τραγιάσκα του στο χέρι ζήτησε την άδεια να μιλήσει.
-Ακούς εκεί… Μετά χαράς, παιδί μου! ξεφώνισε ο βουλευτής.
Τότε ο χωριάτης είπε ότι η γεωργία πάει κατά διαόλου και θα πεθάνει αν δεν τη βοηθήσουν. Τον αγρότη όλοι τον δέρνουν. Οι φόροι, τα προϊόντα τού εξωτερικού, ο αδιάκοπος δανεισμός, οι τόκοι, οι μικρές τιμές των προϊόντων. Αναγκάζεται να δανειστεί, όμως ο αγρότης που δανείζεται είναι χαμένος άνθρωπος. Του παίρνουν και το πουκάμισο. Κι έρχονται οι πολιτικοί κάθε τέσσερα χρόνια και δίνουν υποσχέσεις, που ποτέ κανένας τους δεν κράτησε.
Αυτά είπε ο χωριάτης και κάθισε κι εμείς τα παιδιά τον μισήσαμε αμέσως που χάλασε την ωραία ατμόσφαιρα και στεναχώρησε τον κύριο βουλευτή που είχε ένα τόσο ωραίο αυτοκίνητο», είπε ο γέρος και τράβηξε μια τζούρα καφέ.

Κι ύστερα, σα να το σκέφτηκε λιγάκι, πρόσθεσε: «Πολλά αλλάξανε από τότε, μα αν το καλοσκεφτείς πάλι τα ίδια είναι».

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου