ΤΟΠΙΚΑ

Καραβομαραγκός με ιστορία Ο ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΕΡΟΣ ΣΤΗ ΜΑΓΝΗΣΙΑ

καραβομαραγκός-με-ιστορία-ο-μακροβιο-845338

Αρρηκτα συνδεδεμένη με τη θάλασσα και την τέχνη του καραβομαραγκού είναι η πολύχρονη δράση του 91χρονου Παντελή Καρταπάνη, ο οποίος έχει γράψει τη δική του ιστορία στο συγκεκριμένο χώρο. Το καρνάγιο με το οποίο συνέδεσε τη ζωή του από το 1956 και μετά, μετράει αντίστοιχα, ιστορία 136 χρόνων, και κατά συνέπεια είναι το παλαιότερο που υφίσταται στην περιοχή μας, συνεχίζοντας την πορεία του στο χρόνο, μέχρι σήμερα. Γόνος οικογένειας καραβομαραγκών με ρίζες από τη Σύμη, ο Παντελής Καρταπάνης, γνωστός ανά το πανελλήνιο για το ναυπηγικό του ταλέντο και τις γνώσεις του πάνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο, παντρεύτηκε πριν από 60 σχεδόν χρόνια την κόρη του Γιάννη Χριστόπουλου, αδελφού του θρυλικού λαϊκού ζωγράφου Νίκου Χριστόπουλου, Βαγγελιώ και απέκτησαν ένα γιο, το Γρηγόρη, ο οποίος συνεχίζει επάξια την μακρόχρονη οικογενειακή παράδοση.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Το ιστορικό καρνάγιο στα Πευκάκια, αλλά και το Μουσείο Χριστόπουλου, που αποτελεί πόλο έλξης για ενήλικες και μαθητές από την Ελλάδα και το εξωτερικό, συνθέτουν μια πορεία ζωής, που συνεχίζεται επί τέσσερις γενιές, με φόντο πάντα τη θάλασσα και τα χρώματα των αμέτρητων σκαριών που ταξιδεύουν σε ανοιχτές θάλασσες.

«Από το 1880 υπάρχει το καρνάγιο στα Πευκάκια και το δημιούργησε ο Θανάσης Χριστόπουλος, ο πατέρας του πεθερού μου, ο οποίος ήρθε εδώ από τη Σύρα» αρχίζει η αφήγηση – αναδρομή σε μια συναρπαστική δημιουργική διαδρομή.

«Από το 55-56 που ήρθα εδώ, πολλά άλλαξαν, έφερα ρεύμα και εκσυγχρόνισα το καρνάγιο» θυμάται ο αειθαλής καραβομαραγκός, ο οποίος δεν παραλείπει να μνημονεύσει τα ονόματα των παιδιών του γενάρχη της οικογένειας Χριστόπουλου, Ανδρέα, Νίκο, Κώστα και Γιάννη.

Οι εποχές τελείως διαφορετικές σε σχέση με τη σημερινή, η δουλειά δύσκολη, αλλά ο ίδιος δηλώνει ικανοποιημένος από τη ζωή του, γιατί προέρχονταν, όπως προαναφέρθηκε, από οικογένεια καραβομαραγκών και είχε την τύχη να συνδέσει, στη συνέχεια, τη ζωή του, με το ιστορικότερο καρνάγιο της περιοχής μας.

«Ο πατέρας μου Γρηγόρης, συνεχίζει ο μαστρο-Παντελής, ήταν καραβομαραγκός από τη Σύμη, ήρθε στο Βόλο από το ’19 επειδή υπήρχε δουλειά εδώ, παντρεύτηκε τη μητέρα μου η οποία ήταν Βολιώτισσα, και κατασκεύαζε σκάφη από το ’25. Γεννήθηκα στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου έζησα μέχρι τη στιγμή που παντρεύτηκα και έκτοτε ήρθα στα Πευκάκια».

Η ναυπηγική πορεία του ξεκίνησε ουσιαστικά από το σχολείο, από πολύ μικρή ηλικία, ενώ όπως αναφέρει ο ίδιος «έφυγα από το σχολείο το 1936 και ο πατέρας μου με έστειλε σε ένα μαραγκούδικο, γιατί ήθελα να μάθω την τέχνη του καραβομαραγκού. Εχω κατασκευάσει πάνω από 50 σκαριά, ενώ ασχολήθηκα και με τις ανελκύσεις και τις επισκευές για πολλά χρόνια. Πρέπει να την αγαπάς αυτή τη δουλειά κι εγώ δεν πήγα σχολείο για να ασχοληθώ με τη συγκεκριμένη τέχνη, την οποία αγαπούσα από παιδί».

Ακούραστος τεχνίτης

Το βλέμμα του περιεργάζεται με αγάπη τον περιβάλλοντα χώρο όπου ζει με την αγαπημένη του σύζυγο Βαγγελιώ, ενώ θυμάται ότι εργάζονταν ώρες ολόκληρες, από τις 5 το πρωί έως το βράδυ, χωρίς σταματημό. «Είχε πολύ δουλειά στη δική μου εποχή. Ξεκινήσαμε 6-7 παιδιά και οι τρεις βγήκαμε τεχνίτες. Δύο ξαδέλφια μου, οι αδελφοί Μοσχάτου, που ήταν κι ο πατέρας τους καλός μάστορας, έφτιαχναν, όπως κι εγώ, καΐκια. Επίσης ο αδελφός μου Γιώργος ασχολήθηκε με τη ναυπηγική. Είχε καλό μεροκάματο η δουλειά και απασχολούσαμε μέχρι τέσσερα άτομα στις καλές εποχές» αναφέρει ο ίδιος.

Αναπολεί με νοσταλγία το μακρινό παρελθόν, τότε που έρχονταν καραβοκύρηδες από την Εύβοια, τα νησιά και αλλού, στο ιστορικό καρνάγιο στα Πευκάκια, ενώ επισημαίνει ότι «τότε δεν είχαμε ευκολίες, παίρναμε κούτσουρα από την Εύβοια, για να κατασκευάσουμε τα σκάφη. Οι πελάτες μας έρχονταν από παντού. Πρώτα απ’ όλα περνούσαμε πολλές μηχανές, γιατί ο Βόλος είχε το πλεονέκτημα ότι διέθετε πολλά εργοστάσια, καλά μηχανουργεία, που έφτιαχναν μηχανές και έρχονταν ο κόσμος. Εγώ, κατασκεύασα πολλά καΐκια, προσαρμόζοντάς τα σε μηχανές και πούλησα σκάφη μέχρι τον Πειραιά, τουριστικά, τρεχαντήρια, αλιευτικά, γιατί υπήρχαν εργοστάσια και πολλοί έρχονταν εδώ».

Το καρνάγιο είναι η ζωή του, χώρος οικείος και αγαπημένος, σύμφυτος με τις αναμνήσεις πολλών δεκαετιών, στις οποίες κατέχουν εξέχοντα ρόλο μεγάλα ονόματα της πόλης, βιομήχανοι, όπως Παπαρρήγας, Παπαγεωργίου, Λούλης, γιατροί, δικηγόροι, επιχειρηματίες και πολλοί ακόμη.

Στις χρυσές εποχές της δεκαετίας του ’50 και του ’60, τότε που ήταν στις δόξες τους οι λάντζες που μετέφεραν πολύ κόσμο από το λιμάνι του Βόλου στα Πευκάκια και τις Αλυκές για μπάνιο αλλά και νυχτερινή διασκέδαση, το κλίμα ήταν τελείως διαφορετικό. Την εποχή εκείνη, ο Παντελής Καρταπάνης διέθετε δύο καϊκάκια που μετέφεραν τον κόσμο στα Πευκάκια και τις Αλυκές κάθε καλοκαίρι, τον «Ιωάννη» και την «Ελλη».

«Ο κόσμος έρχονταν για μπάνιο αλλά και για εκδρομή το καλοκαίρι και υπήρχαν ένα- δυο κέντρα στα Πευκάκια, όπου έρχονταν ο κόσμος και το βράδυ. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει όταν έγινε χερσαία η μεταφορά του κόσμου και σταδιακά πέρασαν στο περιθώριο οι λάντζες» αναφέρει με έκδηλη νοσταλγία ο βετεράνος καραβομαραγκός.

Το μυστικό της μακροβιότητας

Σήμερα, στα 91 του χρόνια, ο Παντελής Καρταπάνης καμαρώνει την εξέλιξη του γιου του Γρηγόρη, αλλά και τα τέσσερα εγγόνια του, Ευαγγελία, Μαρία, τον συνονόματο Παντελή που κληρονόμησε το οικογενειακό ταλέντο, και την Ολγα, υπογραμμίζοντας ότι είναι απολύτως ικανοποιημένος από τη ζωή του.

Το μυστικό της μακροβιότητας είναι ότι «δεν κρατούσα ποτέ κακία, ούτε είχα άγχος» αναφέρει ο ίδιος, ενώ τονίζει παράλληλα ότι σταμάτησε πολλά χρόνια πριν να καπνίζει, προσέχει τη διατροφή του, η οποία βασίζεται στο ψάρι, τα όσπρια, τα λαχανικά και λιγότερο στο κρέας, ενώ πίνει με μέτρο λίγο κρασί με το φαγητό του, «σε λογικό πλαίσιο» παρατηρεί ο ίδιος.

Βίωσε τον πόλεμο, τα δεινά του εμφυλίου και η συμβουλή του στους νεώτερους είναι «να μην ασχολούνται με τα κόμματα και να μην φανατίζονται». Οι εποχές εκείνες ήταν πιο δύσκολες από τις σημερινές, ενώ όπως τονίζει ο ίδιος «αυτά που περνάμε σήμερα, δεν είναι τίποτα σε σχέση με τότε. Αυτά που περνάμε, είναι οικονομικός πόλεμος. Αν πιάνουν τα χέρια σου, μην φοβάσαι τίποτα».

Το μεγαλύτερο δίδαγμα και μότο ζωής για τον ίδιο, είναι η φράση – προτροπή «να μην βάζεις άγχος στην ψυχή σου, γιατί το άγχος σκοτώνει». Το σπίτι του, βρίσκεται μια ανάσα από το καρνάγιο και κάθε μέρα, περιδιαβαίνει το χώρο όπου εργάστηκε ακούραστα ώρες ατέλειωτες, αφήνει το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο απέραντο γαλάζιο και βλέποντας τα σκάφη, θυμάται τα νιάτα του και αναπολεί την εποχή που δούλευε ακατάπαυστα, δίνοντας σχήμα και ζωή σε δεκάδες σκαριά.

Το Μουσείο Χριστόπουλου

Το πέτρινο σπίτι όπου έζησε ο καραβομαραγκός και λαϊκός ζωγράφος Νίκος Χριστόπουλος, ο οποίος «ήταν πολύ ωραίος άνθρωπος» όπως αναφέρει η ανιψιά του Βαγγελιώ, βρίσκεται επίσης σε απόσταση αναπνοής από το καρνάγιο. Δεκάδες έργα του Χριστόπουλου, σκαριά με τα πανιά ανοιγμένα σε θάλασσας δημιουργίας, κοσμούν το χώρο όπου έζησε και προκαλούν το θαυμασμό των δεκάδων επισκεπτών του Μουσείου. «Είναι χαρά μας να ξεναγούμε τα σχολεία και όσους επιθυμούν να γνωρίσουν το έργο του Χριστόπουλου» υπογραμμίζει ο Παντελής Καρταπάνης, τονίζοντας παράλληλα ότι «έρχονται σχολεία από όλη την Ελλάδα».

Ο Νίκος Χριστόπουλος γεννήθηκε στα Πευκάκια το 1880 και πέθανε το 1967. Ηταν αυτοδίδακτος, ναΐφ ζωγράφος, γνωστός και ως «ζωγράφος του ταρσανά». Αρχισε να ασχολείται συστηματικά με τη ζωγραφική από το 1956, ενώ τα θέματά του προέρχονταν από τον κόσμο της θάλασσας και το χώρο όπου δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά. Τα ζωγραφικά θέματα των έργων του περιλαμβάνουν κυρίως πλοία, αλλά και Τρίτωνες, Γοργόνες και πολλά ακόμη. Το ύφος του διακρίνεται για την απλότητα και την καθαρότητα των μορφών και τα έργα του, που κοσμούν τους τοίχους του δωματίου του, αποτελούν αδιάσειστα τεκμήρια και παρακαταθήκη μιας σημαντικής προσωπικότητας.

Ο Παντελής Καρταπάνης σε νεαρή ηλικία με τον πατέρα, τη μητέρα και τα αδέλφια του

Ο Παντελής μετολαϊκόζωγράφο Νίκο Χριστόπουλο (καθισμένος αριστερά)

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου