ΤΟΠΙΚΑ

Θυμάμαι κάποτε την αγορά του Βόλου…

θυμάμαι-κάποτε-την-αγορά-του-βόλου-13255

ΗΤΑΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΤΟ ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΧΡΩΜΑ

Νοσταλγικές εικόνες με γιορτινό χρώμα συνθέτουν τις μνήμες του παρελθόντος και το πασχαλινό κλίμα που επικρατούσε στην αγορά του Βόλου πολλές δεκαετίες πριν. Δύο παλιοί επαγγελματίες του Βόλου, οι συνταξιούχοι σήμερα, Θανάσης Κοντονίνας έμπορος και Γιώργος Γκιλομανάκης, εμποροράπτης, ανακαλούν μνήμες του παρελθόντος και αφηγούνται στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ στιγμές από την πασχαλινή κίνηση στα καταστήματα του Βόλου, που γέμιζαν ασφυκτικά από κόσμο.

Είναι πολύ μακρινές αλλά και τόσο γνώριμες, ταυτόχρονα, οι εποχές της κατάμεστης αγοράς της πόλης από Πηλιορείτες, νησιώτες, κατοίκους των γύρω περιοχών αλλά και της Εύβοιας, οι οποίοι ταξίδευαν με τα μέσα της εποχής, για τα αγοράσουν δώρα για τα βαφτιστήρια, τις λαμπάδες, τα καινούργια ρούχα και τα παπούτσια της Λαμπρής. Στο πέρασμα του χρόνου, οι μνήμες παραμένουν ζωντανές και η παράλληλη αφήγηση δύο γνωστών συνταξιούχων εμπόρων του Βόλου, σκιαγραφεί με πολύχρωμες πινελιές νοσταλγίας, εικόνες που προκαλούν ανάλογα συναισθήματα.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Ο Θανάσης Κοντονίνας βρίσκεται από παιδί στην αγορά του Βόλου, ξεκινώντας από την ηλικία των 9 ετών, τον αγώνα για το μεροκάματο. Ο συνταξιούχος, πλέον, έμπορος του Βόλου, πρόεδρος των συνταξιούχων εμπόρων και γνωστός για τη συνδικαλιστική του δράση, αναπολεί με έκδηλη συγκίνηση και νοσταλγία στιγμές από τον εορταστικό παλμό της αγοράς, πριν από πέντε περίπου δεκαετίες.

Συμπλήρωσε αισίως 57 χρόνια στην αγορά του Βόλου, δουλεύοντας αρχικά ως υπάλληλος στο κατάστημα νεωτερισμών «Σ. Λεβή και ΣΙΑ» στην οδό Ηπείρου, για να δημιουργήσει στη συνέχεια, το δικό του κατάστημα, το οποίο διατήρησε επί 37 χρόνια στην οδό Αντωνοπούλου, έως τη συνταξιοδότησή του.

«Η Ερμού ήταν πλακόστρωτη και κατά μήκος του πεζοδρόμου, είχαν αναπτυχθεί πολλά εμπορικά καταστήματα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πολυκαταστήματα, παρά μόνο ντόπιες επιχειρήσεις, στις οποίες δούλευαν αρκετοί υπάλληλοι και υπήρχε προσωπική επαφή με τον κόσμο» αφηγείται ο κ. Κοντονίνας.

Ενόψει Πάσχα η κίνηση ήταν έντονη κι όπως θυμάται ο πρόεδρος του συλλόγου συνταξιούχων εμπόρων της περιοχής μας, ο κόσμος συγκεντρώνονταν στην Εκκλησία, αλλά τα καταστήματα ήταν ακόμη ανοιχτά.

«Ο κόσμος έβγαινε, ψώνιζε στην αγορά. Ερχονταν από το Τρίκερι, τα χωριά του Πηλίου, Λαύκο, Προμύρι και τα νησιά. Ο κόσμος έρχονταν από το πρωί με το πλοίο και έφευγε το βράδυ, αφού προηγουμένως έκανε τα ψώνια του» όπως αναφέρει ο συνταξιούχος έμπορος, ανακαλώντας παράλληλα στη μνήμη του παλιότερες εποχές, όταν έδεναν τα άλογα στην οδό Αντωνοπούλου.

«Στην οδό Αντωνοπούλου, κατέβαινε όλο το ανατολικό Πήλιο, Ζαγορά, Μακρυράχη, Ανήλιο, Κισσός, Μούρεσι, Τσαγκαράδα, αλλά και όλη η αγορά γέμιζε από κόσμο, από κατοίκους του Πηλίου και των γύρω περιοχών, οι οποίοι έρχονταν στο Βόλο, για τα ψώνια του Πάσχα. Ολα τα μαγαζιά ήταν γεμάτα, το κλίμα γιορτινό, χαρούμενο» επισημαίνει ο ίδιος.

Η εικόνα που σκιαγραφεί ο ίδιος επαγγελματίας, ξυπνά νοσταλγικές μνήμες στους παλιότερους, οι οποίοι αναπολούν τις παλιές, καλές εποχές, που δεν θυμίζουν τίποτα από τις σημερινές εποχές της κρίσης. Η διάθεση του κόσμου ήταν διαφορετική και η κίνηση ξεκινούσε πολλές μέρες πριν.

«Παρά το γεγονός ότι δουλεύαμε πολλές ώρες, συνεχόμενα, είχαμε κέφι, χαρά, Ο κόσμος πήγαινε να ψωνίσει με γεμάτη καρδιά, ενώ σήμερα τα χέρια είναι γεμάτα αλλά η καρδιά άδεια» σημειώνει ο κ. Κοντονίνας, ο οποίος θυμάται με έντονη συγκίνηση μια ολόκληρη ζωή γεμάτη από εμπορική δραστηριότητα και γιορτινό, πασχαλιάτικο χρώμα.

Εμποροι και μικροπωλητές

Τα όρια της τοπικής εμπορικής αγοράς ήταν περιορισμένα σε σύγκριση με τη σημερινή εποχή και οι βασικές συντεταγμένες ορίζονταν από τις οδούς Σπυρίδη και Κοραή. Οι πλανόδιοι μικροπωλητές, διέθεταν το εμπόρευμά τους σε διάφορα σημεία της Ερμού, στη Λώρη, την Ηπείρου, την Παύλου Μελά και ο ίδιος, όπως θυμάται χαρακτηριστικά ο Θανάσης Κοντονίνας, κάθε βράδυ, πριν κλείσει το κατάστημα στο οποίο εργάζονταν ως παιδί, «κατόπτευε» την κίνηση στην αγορά, προκειμένου να διαπιστώσει αν είχαν κατέβει τα ρολά και στα υπόλοιπα καταστήματα της Ερμού, που πωλούσαν συναφή είδη.

Ο Θανάσης Κοντονίνας και η σύζυγός του Ιωάννα στο κατάστημα τη δεκαετία του ‘70

Νυχθημερόν εργασία

Ανάλογες μνήμες συνθέτουν την αφήγηση του συνταξιούχου εμποροράπτη Γιώργου Γκιλομανάκη, ο οποίος συνέχισε με ζήλο το επάγγελμα του πατέρα του, Θωμά, δουλεύοντας από την ηλικία των 13 ετών. Πολλά χρόνια αργότερα, ασχολήθηκε μέχρι τη συνταξιοδότησή του, με το εμπόριο ανδρικών ενδυμάτων, δραστηριότητα την οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα ο γιός του Θωμάς, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση.

«Ο πατέρας μου, διατηρούσε ραφείο από το 1945 στην οδό Ερμού με Κοραή και από το 1980 μεταφέρθηκε στην οδό Κ. Καρτάλη με Μαγνήτων» θυμάται ο ίδιος. Τις παλιές, καλές εποχές, δούλευαν περί τα οχτώ άτομα στο ραφείο του πατέρα του, λόγω του μεγάλου όγκου δουλειάς που υπήρχε, ειδικά τις γιορτινές μέρες.

Η ψυχολογία του κόσμου, ήταν τελείως διαφορετική κι όλοι ήθελαν να φορέσουν καινούργια ρούχα την Πασχαλιά. Γι’ αυτό το λόγο κατέβαιναν έγκαιρα στην αγορά, οι κάτοικοι του Πηλίου, του Αλμυρού, του Βελεστίνου, των νησιών αλλά και της Εύβοιας.

«Δουλεύαμε από τις 7 το πρωί μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα για να παραδώσουμε έγκαιρα τα ρούχα που είχαν παραγγείλει οι πελάτες μας, ένα μήνα πριν το Πάσχα» θυμάται ο ίδιος και προσθέτει ότι «ήταν μεγάλη η διαδικασία, από την επιλογή του υφάσματος μέχρι την παράδοση του ρούχου. Κάθε μήνα, ράβαμε γύρω στα 40 ρούχα, κοστούμια ανδρικά, αλλά και γυναικείες ζακέτες και παλτά».

Η πασχαλινή περίοδος ήταν τελείως διαφορετική για την τοπική αγορά, ενώ όπως αναφέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά «πολλές φορές νοσταλγώ εκείνη την εποχή. Παρόλο που ήταν σκληρή η δουλειά του εμποροράπτη, με ευχαριστούσε, δεν κουραζόμουν, πήγαινα με χαρά, για να τελειώσουμε τα ρούχα και να τα παραδώσουμε στους πελάτες μας».

Οι εικόνες που ανακαλεί έντονα στο μυαλό του ο κ. Γκιλομανάκης είναι το χαμόγελο που υπήρχε, παρόλη τη φτώχεια, η ανθρώπινη επικοινωνία. «Τότε ήταν τελείως διαφορετικό το κλίμα, δεν υπήρχαν αντιπαλότητες» θυμάται ο ίδιος και προσθέτει «όλα ήταν διαφορετικά, ακόμη και η Πασχαλιά, το γιορτινό κλίμα και η ψυχολογία των ανθρώπων, οι οποίοι παρά τις δυσκολίες που βίωναν, είχαν πάντοτε κέφι και χαμόγελο».

Η πόλη των ραπτών

Ο Γιώργος Γκιλομανάκης υπογραμμίζει ότι κάποτε υπήρχαν 250 ράφτες στο Βόλο και ο ίδιος διετέλεσε πρόεδρος των εμποροραπτών, για πολλά χρόνια, ενώ όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η Σπυρίδη ήταν η οδός των ραπτών, καθώς υπήρχαν 20 ραφεία και δέκα, αντίστοιχα, στην Κοραή. «Ράπτες και τσαγκάρηδες, είχαν πολύ δουλειά» σημειώνει ο συνταξιούχος επαγγελματίας, ο οποίος υπογραμμίζει ταυτόχρονα ότι «παλιά δεν υπήρχαν καταστήματα στη Ν. Δημητριάδα, ψηλά στην Ιωλκού ή σε άλλες γειτονιές και γι’ αυτό το λόγο, όλοι κατέβαιναν στο Βόλο».

Το ραφείο Γκιλομανάκη τη δεκαετία του ‘50 - Ορθιος αριστερά ο Θωμάς Γκιλομανάκης

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου