ΤΟΠΙΚΑ

Οι οργισμένοι

οι-οργισμένοι-851206

Ο Αλέξανδρος Β. είναι λεπτός και ψηλός, με ωραίο πρόσωπο όπου καίνε σαν αναμμένα κάρβουνα δυο καστανά μάτια που βγάζουν σπίθες από την εξυπνάδα. Οι γραμμές του προσώπου του, το σχήμα των χειλιών, η κανονική κοψιά της ελληνικής του μύτης, είναι σκεπασμένα από οργισμένη διάθεση που έχει προκληθεί από τη συναίσθηση του αδιεξόδου του, και σε αντίθεση με τα χαρίσματα που ξέρει ότι έχει, δείχνουν έναν νέο άνθρωπο με ταλέντο αλλά φυλακισμένο. Αν δεν είναι το γεγονός ότι στα είκοσι οχτώ του ψάχνει ακόμα για δουλειά, είναι η μορφή που παίρνει αυτό το γεγονός πάνω στο πρόσωπό του· αν δεν είναι η φτώχια του, είναι η σκοτεινή λάμψη που αποτυπώνει στο βλέμμα αυτή η φτώχια. Κοντολογίς σε άλλους καιρούς το παρουσιαστικό του μαζί με τα χαρίσματά του θα του εξασφάλιζαν μια λαμπρή σταδιοδρομία ή την αποδοχή των γυναικών που αναγνωρίζουν τις αυθεντικές αξίες όσο καλά κι αν κρύβονται. Αν και θα μπορούσε να εκφράσει την πιο μεγάλη ενεργητικότητα, το καβούκι της ελεεινής του κατάστασης καταστρέφει ακόμη και την πιο μικρή του προσπάθεια· έτσι ο τοίχος που συναντάει παντού μπροστά του βάζει φραγμό στις χαρές της νεότητας.
Η μέχρι τώρα ζωή του, χωρίς καμιά ευκαιρία, χωρίς επιβεβαίωση, χωρίς ενθάρρυνση, χαράζει έναν κύκλο που μέσα του πεθαίνει κάθε μέρα ο Αλέξανδρος. Εξάλλου έχει την άγρια περηφάνια που μεγαλώνει από το αδιέξοδο στην περίπτωση εκείνων που το μυαλό τους πηγαίνει μακριά, αδιέξοδο που δυναμώνει το μίσος τους προς τους ανθρώπους και τα πράγματα, αλλά και στέκει εμπόδιο σε κάθε προοπτική τους. Αυτού του είδους οι άνθρωποι ενεργούν με δυο τρόπους: ή αρπάζουν την ευκαιρία μόλις τη δουν ή περιμένουν να έρθει να τους βρει. Ο Αλέξανδρος είναι πολύ νέος ακόμα για να γνωρίζει κάτι τέτοιο κι έχει εξοργιστεί τελείως. Έχει κλειστεί στον εαυτό του, ζει περισσότερο με τη σκέψη παρά με τη δράση. Ίσως να φαίνεται αδύναμος σ’ εκείνους που δεν μπορούν να φανταστούν τη δύναμη που κρύβει· είναι όμως δυνατός μέσα στον κόσμο του και ίσως φτάσει, χάρη σε μια σειρά από σκέψεις που δεν τις κάνουν οι απλοί άνθρωποι, στις ξαφνικές εκείνες εκρήξεις των οργισμένων που αναγκάζουν τους ηλίθιους να λένε: «παράξενο, φαινόταν τόσο ήσυχος».
Η περιφρόνηση που δείχνει ο κόσμος για την κατάστασή του σκοτώνει τον Αλέξανδρο: η εκνευριστικά μόνιμη αποτυχία μιας επιδίωξης που δεν δροσίζεται από πουθενά χαλαρώνει το τόξο της ψυχής του που είναι πάντα τεντωμένο, και το πνεύμα του κουράζεται από το ατέρμονο κυνηγητό μιας ελπίδας που δεν έχει καμιά κατάληξη. Αυτός ο αετός, ο περιχαρακωμένος μέσα στο κοινωνικό αδιέξοδο, πέφτει κάθε βράδυ να πεθάνει από κάθε λογής πείνα, αφού πρώτα κατά τη διάρκεια της μέρας έχει δει από ψηλά με κοφτερό μάτι όλα όσα του χρειάζονται και δεν τα έχει. Θάβει όλη τη νύχτα μέσα στην ψυχή του την οργή του, για να μην τον βλάψει, αν αύριο εκδηλωθεί. Ποιος νοιάζεται όμως για έναν κάποιο Αλέξανδρο.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου