ΤΟΠΙΚΑ

Η μετανάστρια

η-μετανάστρια-851206

Μιας σιωπηλής κυρίας μάλλον από το Πακιστάν ή κάπου εκεί γύρω, που κάθεται στο υπόγειο της γωνίας Πραξιτέλους – Αναξιμάνδρου, αριστερά όπως ανεβαίνει κανείς για το φούρνο του Λευτέρη, της πέθανε ένα κοριτσάκι, δεν πάνε δύο μήνες από τότε. Το κοριτσάκι το έλεγαν Γιασμίν κι ετοιμαζόταν να πάει στο σχολείο. Στην αρχή είπαν ότι είχε προσβληθεί από φυματίωση, αλλά ύστερα πως όχι, πως αυτό που έπαθε ήταν διφθερίτιδα. Δεν κράτησε πολύ, άσε που δεν είχε να φάει, γιατί η μάνα του έχανε μεροκάματα. Το ξέρανε ήδη σε όλη την Πραξιτέλους και την Αναξιμάνδρου, την Περικλέους, την Παλιά Αγορά, τη Νέα Αγορά και ένα μέρος γύρω απ’ το φούρνο του Λευτέρη (τη Μαυροκορδάτου και τη μισή πάνω κάτω Μάρκου Μπότσαρη).
Στη γειτονιά λένε ότι είναι μεγάλο κρίμα που πέθανε. Η Γιασμίν ήταν πάντοτε μισοάρρωστη, από τότε που βράχηκε ως το κόκαλο ένα χειμώνα, όταν η βάρκα με τους μετανάστες μπατάρισε τριάντα μέτρα πριν ακουμπήσει στην ακτή της Λέσβου. Η μάνα της έμεινε ολομόναχη στον κόσμο, γιατί η άλλη της κόρη, η μεγάλη, είχε περάσει στην Ιταλία και τώρα γύριζε στις στράτες του κόσμου, κανείς δεν ήξερε πού.
Τα βραδάκια η μάνα, όταν σχολάει απ’ τη δουλειά, βγάζει ένα σκαμνάκι στη γωνία, απ’ τη μεριά της Πραξιτέλους, και μένει εκεί αμίλητη τις νεκρές ώρες μέχρι να πάει για ύπνο. Από τότε που της πέθανε το κοριτσάκι, η γειτονιά είναι πολύ στοργική μαζί της. Υπάρχουν άνθρωποι που ανακαλύπτουν τους διπλανούς τους όταν έχουν πένθος. Τους πάνε πού και πού ένα πιάτο φαγητό, τους δίνουν αποφόρια και συμβουλές για καρτερία και τα περνούν τέλεια σ’ αυτό το ρόλο.
Η γυναίκα του Λευτέρη, η φουρνάρισσα, για να παρηγορήσει τη μάνα της Γιασμίν τής λέει ότι, προκειμένου να μεγάλωνε μέσα στα βάσανα, καλύτερα που την πήρε ο Θεός. Τώρα θα είναι στον Παράδεισο και δε θα έχει καμιά ανάγκη. Η μάνα την κοιτάζει με δειλό χαμόγελο και της λέει με σπαστά ελληνικά ότι, βέβαια, αν το καλοσκεφτεί κανείς, έχει δίκιο. Καλύτερα που την πήρε ο Θεός, παρά να έχει την τύχη της μετανάστριας.
Τη μάνα της Γιασμίν τη λένε Μπεναζίρ μα τη φωνάζουν Άννα. Είναι μια μελαψή κυρία γύρω στα σαράντα που φοράει μαύρα φτηνά ρούχα κάπως ξεφτισμένα. Το ύφος της δείχνει αξιοπρέπεια. Στη γειτονιά σέβονται τη σιωπή της και μοναχά κάπου κάπου κάποια γυναίκα που γυρίζει απ’ τα μαγαζιά κοντοστέκεται μπροστά της και τη ρωτάει: «Λοιπόν; Πώς παν τα κουράγια; Νιώθεις λίγο καλύτερα τώρα;». Η μάνα της Γιασμίν κουνάει το κεφάλι. Ξέρει ότι ανήκει σε άλλο κόσμο, ότι είναι ξεχωριστή με το δικό της τρόπο κι αυτό είναι όλο.
Χτες κάποιος με το αμάξι έβαλε στο σημάδι έναν γάτο με μαδημένο τρίχωμα. Έναν γάτο γεμάτο τσιμπούρια και πεινασμένο. Χώθηκε ανάμεσα στις ρόδες κι ίσα που γλύτωσε. «Βρωμόγατε!» φώναξε ο κύριος. Η μάνα της Γιασμίν έσπασε τη σιωπή της, πλησίασε στο ανοιχτό παράθυρο και χαμογέλασε γλυκά: «Μα, κύριε, το καημένο το γκάτα! Τι κακό σας έκανε;».

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου