ΤΟΠΙΚΑ

Κατανόηση

κατανόηση-851206

Γνωρίζω τον Γ. από μικρό παιδί. Αργότερα οι δρόμοι μας χώρισαν, μα ποτέ δεν έπαψα να τον θυμάμαι και είμαι βέβαιος, ούτε κι εκείνος. Προχτές ήταν περαστικός από την πόλη μας για δουλειές κι έτσι βρεθήκαμε ξανά ύστερα από πάρα πολλά χρόνια.
Έχοντας μόνο λίγες ώρες στη διάθεσή μας -έφευγε το πρωί- πήραμε την απόφαση να μην τις σπαταλήσουμε ανάμεσα στον κόσμο κι έτσι βρεθήκαμε σ’ ένα ερημικό ακρογιάλι που μύριζε αλάτι και που η θάλασσα είχε αποθέσει χίλια δυο παλιοπράματα. Μπουκάλια, φθαρμένες πλαστικές σακούλες, τρύπια καλάθια, κομμάτια από δίχτυα κι άλλα τέτοια.
“Θ ανάψουμε μια μικρή φωτιά”, είπε ο Γ.
Ψάξαμε τριγύρω, βρήκαμε ξύλα νοτισμένα από την υγρασία, τα σωριάσαμε μπροστά στη θάλασσα, ανάψαμε τη φωτιά με χίλια βάσανα και σταθήκαμε κι οι δυο όρθιοι μπροστά της, πυρώνοντας πάνω της τα χέρια μας. Πίσω μας ένα ελαφρό αεράκι σφύριζε στα καλάμια. Μπροστά και έξω από τον κύκλο της φωτιάς απλώνονταν το νερό κατάμαυρο.
Η νύχτα ωστόσο προχωρούσε και δε μίλαγε κανείς. Γύρισα και τον κοίταξα. Αντίκρισα έναν ψηλό άντρα, μεσήλικα αλλά ακόμα δυνατό, με πρόσωπο συνοφρυωμένο και με βαθιές ρυτίδες να αυλακώνουν το πλατύ του μέτωπο. Κατάλαβα ότι με κοίταζε κι αυτός και κατάλαβα ακόμα ότι κι αυτός την ίδια απάνω κάτω εικόνα εισέπραττε από μένα. Οι μόνοι θόρυβοι που ακούγονταν από γύρω, αν εξαιρέσουμε τη βουή των κυμάτων και το σφύριγμα του αέρα στα καλάμια, προέρχονταν από τα πλάσματα της νύχτας, που έκαναν τις δουλειές τους αθέατα πίσω απ’ τον καλαμιώνα.
Κάποια στιγμή έσπασε τη σιωπή. “Τι λες, καπνίζουμε;”, είπε και μου πρόσφερε τσιγάρο.
Καπνίσαμε κι οι δύο σιωπηλοί, παραδομένοι ο καθένας στις δικές του σκέψεις. Ένιωθα δίπλα του ένα αίσθημα πληρότητας που δεν χρειάζεται λόγια για να εκφραστεί και ήμουν βέβαιος ότι το ίδιο αισθάνονταν κι εκείνος. Έτσι ήταν πάντα μεταξύ μας. Δεν χωρούσε συμπάθεια ή αγάπη ή κάποιο τέλος πάντων από κείνα τα γλυκερά συναισθήματα που υμνούν οι ποιητές. Μονάχα κατανόηση… Απ την αρχή ως το τέλος μόνο κατανόηση…

Όταν έσβησε η φωτιά κι αρχίσαμε να κρυώνουμε, γυρίσαμε πίσω. Ο Γ. πήγε στο ξενοδοχείο του και το άλλο πρωί έφυγε. Μου φάνηκε ότι πήρε μαζί του κάτι πολύτιμο, που δεν το βρίσκω εύκολα και που τ αποζητώ συνέχεια…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου