ΤΟΠΙΚΑ

Αλεξάνδρα

αλεξάνδρα-851206

Χτες αγόρασα με το μισθό μου μια μαύρη φούστα ευκαιρίας, μια άσπρη μπλούζα ευκαιρίας και μια γαλάζια χάντρα για να τη φοράω στο χέρι. Φέρνει γούρι. Όταν οι γύρω σου νομίζουν ότι είσαι τυχερός, χωρίς να το καταλαβαίνουν σε βοηθάνε και είσαι, όταν νομίζουν ότι είσαι άτυχος, σου δίνουν μια και πηγαίνεις πιο βαθιά. Έτσι είναι. Απόδειξη ο άντρας μου που είναι γκαντέμης. Κάθε μέρα ψάχνει για δουλειά όπως τόσοι και τόσοι άλλοι και κάθε μέρα τον διώχνουν με τις κλωτσιές, όπως τόσους και τόσους άλλους. Τον ρωτάνε: Θέλεις να δουλέψεις με μισό μεροκάματο για λίγον καιρό, Παναγιώτη; Όχι, απαντάει ο Παναγιώτης, θέλω σωστή δουλειά κι ολόκληρο μεροκάματο. Έξω, ηλίθιε, τον βρίζουν. Ο Παναγιώτης γυρνάει στο σπίτι, κάθεται στην κουζίνα και τον παίρνουν τα δάκρυα, δεν καταλαβαίνει γιατί συμβαίνουν όλα αυτά.
Και ποιος τον έφτιαξε έτσι που να μην καταλαβαίνει, με ρωτάει η Έλενα, η ταμίας, και δίνει την απάντηση μονάχη της: οι πλεονέκτες οι πλούσιοι τον έφτιαξαν. Η μάνα κι ο πατέρας του Παναγιώτη ψόφαγαν στη δουλειά για να βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί και να μεγαλώσουν τον άντρα σου κι όταν ερχόταν οι εκλογές ψήφιζαν το κόμμα των πλουσίων. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον το μυαλό του άντρα σου δεν αναπτύχθηκε σωστά απ’ την ώρα που γεννήθηκε κι απόμεινε ζαβό. Το ίδιο έχουν πάθει κι εκατομμύρια Παναγιώτηδες σ’ όλον τον κόσμο. Η μάνα του Παναγιώτη πέθαινε στις υπερωρίες σ’ ένα γερμανικό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας για να πλουτίσει τους πλούσιους Γερμανούς, που ήτανε κιόλας πλούσιοι. Άφησε τον Παναγιώτη στη φροντίδα ενός ζαβού σχολείου που τον μπούκωνε σκουπίδια, τι να έκανε; Πώς τώρα να καταλάβουν, Αλεξάνδρα, γιατί δεν βρίσκουν δουλειά όλοι οι χιλιάδες χιλιάδων Παναγιώτηδες του κόσμου; ρώτησε η Έλενα.
Εγώ δεν ήξερα τι να πω και κοίταζα τα νύχια μου. Μάλλον ήθελαν βάψιμο. Αλεξάνδρα, φώναξε η Έλενα, σου εξηγώ την αιτία του κακού, μ’ ακούς; Ναι, απάντησα. Δε σ’ ενδιαφέρει; Όχι, Έλενα, είπα. Είχε αρχίσει το ρολόι να χτυπάει δύο. Έφυγα τρέχοντας. Μόλις αρχίσει το ρολόι να χτυπάει δύο χωρίς να το θέλω τα πόδια μου βγάζουν φτερά. Τρέχω στην γκαρνταρόμπα, βγάζω τα ρούχα με τη φίρμα του σούπερ μάρκετ, ντύνομαι τα δικά μου και τρέχω γρήγορα σπίτι μου, για να προλάβω τα μεσημεριανάδικα. Χτες είχα έναν επιπλέον λόγο να είμαι βιαστική. Τρεις παρά τέταρτο είχε συνέντευξη στην αγαπημένη μου εκπομπή ο Sakis. Μόλις βλέπω τον Sakis κάτι παθαίνω κι αρχίζω άθελά μου να κουνιέμαι. Μπήκα στο σπίτι φουριόζα, είπα ένα γεια στον Παναγιώτη και στρώθηκα στην τηλεόραση. Θεέ μου! Η εκπομπή είχε κιόλας αρχίσει! Ο Sakis χόρευε, πηδηχτουλούσε στη σκηνή, οι παρουσιάστριες κοιτούσαν έκθαμβες. Ο Sakis τραγουδούσε και γελούσε κι όλοι στην εκπομπή τραγουδούσαν και γελούσαν με την ψυχή τους.
Κι εγώ τραγουδούσα και γελούσα μέσα στο σπίτι που χρωστούσαμε κιόλας δυο νοίκια. Θεέ μου, τι κέφι που κάναμε. Κι άλλοι είναι καλοί τραγουδιστές. Μα απ’ όλους τους τραγουδιστές καλύτερος είναι ο Sakis. Έχει ένα κέφι, ένα μπρίο, ένα κορμί, ίδιος θεός. Sakiiiiiiii!!! τσίριξα με όλη μου τη δύναμη. Για βούλωστο! είπε ο Παναγιώτης χασκογελώντας. Χασκογέλασα κι εγώ. Αχ, πώς μ’ αρέσει να κάνουμε κέφι. Πώς μ’ αρέσει να γλεντάω.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου