ΤΟΠΙΚΑ

Μια βραδιά κάτω στην πόλη

μια-βραδιά-κάτω-στην-πόλη-851206

Κάποια βραδιά, έτσι όπως στεκόταν ο Αποστόλης κι αναλογίζονταν τα κεσάτια που έχει το μαγαζί, ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν τα παιδιά. Το μούτρο του Αποστόλη χλόμιασε σαν τους είδε.
Ο ένας απ’ τους τέσσερις, ο ψηλός, πλησίασε κι ακούμπησε τα χέρια του στη μπάρα: «Πρέπει να σου χρωστάμε πολλά», έκανε δίχως περιστροφές. Οι υπόλοιποι, ένα βήμα πιο πίσω, κούνησαν το κεφάλι. Τα φρύδια του Αποστόλη ανασηκώθηκαν και γυάλισαν τα μάτια του, γιατί δεν περίμενε ότι θ’ άρχιζε έτσι η κουβέντα. «Ναι», είπε περίεργος να δει πού θα καταλήξει. Ο ψηλός έδειξε μια σειρά από κιτρινισμένα δόντια: «Μέρα που ξημερώνει δε θέλω να πουν τα παιδιά ότι δεν κερνάω, βάζω όμως στοίχημα ότι θα αρνηθείς να μας δώσεις ένα ποτήρι ουίσκι». «Πρώτα τα χρέη», έκανε ο Αποστόλης χωρίς να κουνήσει ούτε ένα βλέφαρο. «Ξέρεις την οικοδομή που χτίζεται στον απάνω δρόμο. Αυτή που είναι στα μπετά». Ο Αποστόλης έγνεψε πως την ξέρει. Η οικοδομή ήταν πράγματι στα μπετά. «Από αύριο θα κάνω εκεί πέντε μεροκάματα. Πες πως στα δίνω. Ξεχρέωσα;», ρώτησε ο ψηλός.
Ο Αποστόλης μισόκλεισε τα μάτια. Μεσ’ στο μυαλό του άρχισαν να αναδεύουν χρέη και αριθμοί, ενώ το αριστερό του χέρι χάιδευε το πηγούνι του. Καλά θα ήταν να του δώσει ο ψηλός τα πέντε μεροκάματα. Δε θα ξεχρέωνε ούτε τα μισά, αλλά απ’ ολότελα… «Πες πως έχεις το χρήμα στην τσέπη», είπε ο ψηλός, «βάλε μας τώρα από ένα να το γιορτάσουμε». «Ένα μονάχα», ρουθούνισε ο Αποστόλης κι έπιασε το μπουκάλι.
Ο ψηλός σήκωσε το ποτήρι και τα παιδιά τσούγκρισαν μαζί του και κατέβασαν μία γουλιά με μέτρο, γιατί η βραδιά είχε πολλές ώρες ακόμα. Έστω και μια γουλιά όμως γέμισε την καρδιά τους κι αρχίσαν τα χαμόγελα. Ο Αποστόλης στεκόταν ήσυχα πίσω απ’ τη μπάρα. Δεν μπορούσε παρά να κάνει αυτή τη συμφωνία, για να ’χει ελπίδα να εισπράξει λίγο από το χρέος, μα ωστόσο θα ’θελε να μην την είχε κάνει. Όχι ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στα παιδιά, α, όλα κι όλα. Μόνο που ως την άλλη μέρα το πρωί πολλά μπορούσαν να συμβούν. Να πάει, ας πούμε, να πιάσει τη δουλειά ο ψηλός και να του την έχει φάει άλλος, με μέσον, όπως γίνεται συχνά τούτη την εποχή που είναι σπάνιες οι δουλειές.
«Εγώ και τα παιδιά σκεφτήκαμε ότι το μαγαζί θέλει μία γερή φασίνα. Με δυο πακέτα τσιγάρα αύριο τ’ απόγεμα θα λάμπει. Τι λες;», έκανε ο ψηλός πίνοντας μια ακόμα μικρή γουλιά απ’ το ποτό του.
Ο Αποστόλης ένιωσε κάτι να μαλακώνει μέσα του, ένα αίσθημα σα φιλανθρωπία. Προσπάθησε όμως να σκεφτεί ορθολογικά. Αν δεν τους έδινε τα τσιγάρα, μπορεί τα παιδιά να θύμωναν και τότε πάει το χρέος…

Τράβηξε δύο πακέτα απ’ το συρτάρι και τ’ ακούμπησε πάνω στη μπάρα…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου