ΤΟΠΙΚΑ

Προσμονή για τον καινούργιο χρόνο…

προσμονή-για-τον-καινούργιο-χρόνο-743914

Ο Τάκης Χαρίσης και ο Τάσσος Μητρογώγος ανακαλούν προπολεμικές και μεταπολεμικές μνήμες από το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς

Αρωμα καιρών αλλοτινών διανθίζει τις αφηγήσεις δύο γνωστών Βολιωτών, οι οποίοι ανατρέχουν σε προσωπικές αναμνήσεις του μακρινού παρελθόντος, με αφορμή την έλευση του καινούργιου χρόνου. Ο Τάκης Χαρίσης και ο Τάσσος Μητρογώγος ζωντανεύουν στιγμές της νιότης, τότε που οι γιορτές, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το ρεβεγιόν, οι πυρετώδεις προετοιμασίες για την υποδοχή του καινούργιου χρόνου, συνέθεταν διαφορετικές εικόνες, με νοσταλγικά συναισθήματα. Οι γειτονιές που μοσχοβολούσαν σπιτικά γλυκίσματα, με απόλυτο πρωταγωνιστή τον μπακλαβά, η οικογενειακή ατμόσφαιρα, το «πάρτα όλα», το ρεβεγιόν στου «Χατζηνικολάου» και στα κέντρα της πόλης, συνθέτουν καρέ-καρέ, το γιορτινό παζλ παλαιότερων εποχών, που παραμένουν ζωντανές στη μνήμη όσων τις βίωσαν.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Η προπολεμική συνοπτική αφήγηση του Τάκη Χαρίση σκιαγραφεί με δυνατά χρώματα τη δεκαετία 1930-1940 και ξεκινάει με τη φράση «η εορταστική ατμόσφαιρα ξεκινούσε κάθε χρόνο την παραμονή κάθε Πρωτοχρονιάς. Πρωί – πρωί κατέβαιναν οι Μάηδες από τη Μακρινίτσα και με τις πίπιζες και τα νταούλια έδιναν το πρώτο αποχαιρετιστήριο χρώμα της χρονιάς που έσβηνε με τον ερχομό της νέας και τις ελπίδες αναπτερωμένες για κάθε τι καλύτερο, τον νέο χρόνο που έμπαινε».

Σημαντικό κεφάλαιο της εορταστικής προετοιμασίας για την υποδοχή του νέου χρόνου, ο μπακλαβάς. «Οι νοικοκυρές με ανασκουμπωμένα τα μανίκια, έπεφταν αγωνιώντας με τα μούτρα στο άνοιγμα των φύλων για την προετοιμασία του καθιερωμένου μπακλαβά στο τεράστιο (για μας τους μικρούς) γαλβανισμένο (πρόσφατα) ταψί. Προϋπήρχε, βέβαια, συνεννόηση με τον φούρναρη της γειτονιάς. «Τι ώρα να στον φέρουμε μπαρμπα-Κώστα; Να τον ψήσεις καλά. Πρόσεξε μην τον κάψεις!!!» Τα καθιερωμένα λόγια κάθε αγχωμένης νοικοκυράς» θυμάται ο βετεράνος τενόρος του Βόλου.

Εκείνη την εποχή ο μπακλαβάς ήταν το Α και το Ω (το προφίλ) της κάθε νοικοκυράς, καθώς δεν υπήρχαν ειδικά καταστήματα και οι Βολιώτισσες έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στο τραγανό φύλο, που άνοιγαν με τον πλάστη, και βασικά στη γέμιση, καρυδόπιτα – αμυγδαλόψιχα, προσέχοντας να είναι καλής ποιότητας.

«Πέρα από τις προετοιμασίες για το βράδυ, βασικό ήταν το ποιόν θα καλέσουμε και πόσους. Κατά κύριο λόγο, η βραδιά της πρώτης ημέρας του χρόνου ήταν το σπίτι. Σπάνια τότε ο κόσμος πήγαινε σε κέντρο. Πάντα στο σπίτι με τα παιδιά, τη γιαγιά και τους φίλους καλεσμένους. Στα κέντρα διασκεδάσεως (που ήταν λιγοστά) πήγαινε η αριστοκρατία και η άρχουσα τάξη» θυμάται ο κ. Χαρίσης.

Στα κέντρα διασκέδασης

Ανατρέχοντας στο κλίμα της διασκέδασης, ο γνωστός Βολιώτης θυμάται: «Βασικά τότε υπήρχαν τέσσερα κέντρα, Αργιλάς, Καλιτζέος, Χατζηνικολάου και Κοινωνίας Βόλου (Εξωραϊστική) που έφερναν γνωστά ονόματα, Καλουτάκια, Δανάη, Βέμπο κλπ. Ο Μαυραντώνης-Τσαχτίρης-Μάστορης-Βακαλόπουλος (ο φίλος όλων μας-καλά να είναι), η μεγάλη και άριστη αυτή ορχήστρα, έκανε τα πάντα για να τους ευχαριστήσει».

Υπήρχαν βέβαια και οι μεγάλες ταβέρνες «στις οποίες ο κόσμος έβρισκε ό,τι ήθελε. Εκεί πήγαιναν κυρίως γνωστοί τροβαδούροι και κόσμος του κρασιού και του τραγουδιού. Υπήρχε και μια μερίδα οργανωμένων χορωδών της μοναδικής, τότε, Βολιώτικης Χορωδίας, μέλος της οποίας υπήρξα και εγώ, τα δύο αδέλφια μου, ο πατέρας και οι θείοι μου (μια μεγάλη οικογένεια, βασικό στήριγμα της Βολιώτικης Χορωδίας). Τότε ο κόσμος και ιδιαίτερα ο καλλιτεχνικός, κατέβαινε το βράδυ της παραμονής στην Ερμού, να ακούσει τη Βολιώτικη Χορωδία, χωρισμένη στα δύο, για να καλύψει όλη την έκταση της Ερμού, να τραγουδάει, ένα και μοναδικό τραγούδι, επίκαιρο, σε Ελληνικό και Ρωσικό μοτίβο. Το «Ετελείωσε ο χρόνος-ήρθε και πάλι η αρχή χρονιά-Βασιλείου του Μεγάλου ευχόμαστε-Καλή Χρονιά» με φιλανθρωπικό κυρίως σκοπό, για την ενίσχυση ενός μεγάλου Ρώσου μαέστρου της Χορωδίας, που έδινε μάχη για τη ζωή του» συνεχίζεται η αφήγηση.

Πέραν της Βολιώτικης Χορωδίας υπήρχαν και μεμονωμένες παρέες τραγουδιστών, στις συνοικίες, που τραγουδούσαν το ίδιο τραγούδι, το οποίο ακούγονταν από τη μια άκρη του Βόλου μέχρι την άλλη, με τον κόσμο να το σιγοψιθυρίζει.

Στις 11 το βράδυ της παραμονής έκλειναν τα καταστήματα και οι Βολιώτες συγκεντρώνονταν κατά κανόνα στα σπίτια τους, όπου στο ζεστό οικογενειακό περιβάλλον περίμεναν την είσοδο του νέου χρόνου. «Κι όταν έφταναν οι δείκτες των ρολογιών 12, ξεσπούσαμε χαρούμενοι σε ευχές. Η συνέχεια της βραδιάς ήταν ταυτόσημη με την χαρτοπαιξία για πολλούς, η οποία έφτανε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Εμείς οι μικροί, είτε με φασόλια είτε με δεκάρες, το ρίχναμε στο «πάρτα όλα», ένα διασκεδαστικό παιχνίδι, το οποίο πιστεύω ότι υπάρχει ακόμα σ’ ορισμένα σπίτια για τους μικρούς, κατ’ έθιμο, παίκτες. Μετά τις 2 πμ άρχιζαν οι πρώτες αναχωρήσεις (κερδισμένων-χαμένων) κι εμείς οι μικροί πηγαίναμε κουρασμένοι για ύπνο» όπως αναφέρει ο ίδιος.

Πρώτη μέρα του χρόνου

Ο εκκλησιασμός ήταν σύμφυτος με τη λαμπρή υποδοχή της πρώτης μέρας του χρόνου. «Ντυνόμασταν και τα τρία αδέλφια στα άσπρα και παίρναμε τα Εξαπτέρυγα, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός έπαιρνε τον Σταυρό. Ακολούθως στα μέσα της Εκκλησιαστικής λειτουργίας βγάζαμε τους λευκούς μανδύες και πηγαίναμε στα ψαλτήρια, όπως μας είχε μάθει ο πατέρας μας. Με το τέλος της λειτουργίας αγοράζαμε το κουλούρι κι ακολουθώντας τον πατέρα μας, πηγαίναμε προς το μαγαζί του, ένα πολύ μεγάλο παντοπωλείο, το οποίο ξεκλείδωνε και στην είσοδο τοποθετούσε δύο ρόδια. Το ένα το κρατούσε στην τσέπη του και το άλλο το πετούσε με δύναμη στο κέντρο του μαγαζιού, λέγοντας δυνατά «όπως θα σκορπίσει το ρόδι, έτσι να σκορπίσει και η ευτυχία στο μαγαζί και στο σπίτι, με πολλές και επικερδείς δουλειές». Ακολούθως βγάζαμε από την τσέπη μας ένα πενηνταράκι και το ρίχναμε στο μπεζαχτά (ταμείο) και παίρναμε μια σοκολάτα, κάνοντας σεφτέ για τον καινούργιο χρόνο. Σχεδόν πολύ κοντά στο μαγαζί ήταν το σπίτι μας, στο οποίο γίνονταν η ίδια διαδικασία με το άλλο ρόδι, με την μητέρα μας να τρέχει με την σκούπα, να μαζέψει τα απομεινάρια από το στρώμα που επί τούτου είχε στρώσει» συνεχίζεται η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο.

Ολες οι γειτονιές γέμιζαν από κόσμο με καλούδια στα χέρια, που πήγαιναν επισκέψεις σε σπίτια των κουμπάρων για να ευχηθούν «Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος». Ηταν βασικό έθιμο της ημέρας για ποδαρικό και για το φίλεμα.

Ολα άλλαξαν…

Η Πρωτοχρονιά του 1940 έμελλε να είναι η τελευταία με τα παραπάνω έθιμα. Με την κήρυξη του πολέμου όλα άλλαξαν μέχρι το 1950. «Στο διάστημα της κατοχής, 1940-1945, και εν συνεχεία του εμφυλίου, μέχρι το 1950, κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες έγιναν από τους έχοντες, αλλά δεν είχαν την τύχη να συνεχιστούν κι έτσι χρόνο με το χρόνο, όλα έσβησαν. Δυστυχώς οι πληγές του πολέμου, της πείνας, δεν άφησαν σπίτι για σπίτι που να μην το επηρεάσουν ανεπιστρεπτί» υπογραμμίζει ο κ. Χαρίσης, ο οποίος κλείνει την αφήγησή του λέγοντας: «Σήμερα όλοι ενδόμυχα θα αναλογιστούμε τι ωραία χρόνια ήταν τα παλιά και θα ευχηθούμε οι νεότεροι να ζήσουν με ότι απέμεινε από αυτά, βελτιώνοντας τις επιδόσεις τους στη ζωή, προς όφελος των ιδίων, των οικογενειών τους και του γενικού συνόλου ως Ελληνες».

Μετά τον πόλεμο

Παλιά Πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν θυμάται, από την πλευρά του ο Τάσσος Μητρογώγος, επικεντρώνοντας τις αναμνήσεις του στην περίφημη αίθουσα Χατζηνικολάου.

«Λες και ήταν χθες, κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Πως άλλωστε να ξεχάσω-μαθητής ακόμη στο Γυμνάσιο, που από τη δίνη της κατοχής και του εμφυλίου, βρέθηκα το 1950 να τραγουδώ σε μια θαυμάσια αίθουσα (Χατζηνικολάου) παραμονή Πρωτοχρονιάς, όταν εκατοντάδες Βολιώτες, ξεχνώντας τα δεινά που πέρασαν, ντυμένοι με τα καλά τους, τα έβγαλαν από τα μπαούλα τους που τα είχαν κρυμμένα τόσα χρόνια, ξεφάντωσαν περιμένοντας τον καινούργιο χρόνο.

Φυσικά δεν ήταν μόνο το ρεβεγιόν στου Χατζηνικολάου. Ηταν και της «Εξωραϊστικής», του «Καλιντζέου», των κέντρων του Αναύρου, της Ν. Ιωνίας, του Ανω Βόλου (Τζάκι) και άλλα, όπου εμφανιζόταν, υπό τους ήχους των ορχηστρών Ν. Τσαχτίρη, Κ. Βακαλόπουλου, Τ. Τσουκάτου, Τ. Θεοδωρόπουλου, Χ. Τσόχα, οι Βολιώτες τραγουδιστές Γ. Γκανίλας, Τ. Βαβάτσικος, Γ. Τενόπουλος, Ν. Καπάτος, Τ. Μουζάς κα» όπως αναφέρει ο ίδιος.

Στη θαυμάσια αίθουσα Χατζηνικολάου «είχα την ευκαιρία να τραγουδώ υπό τους ήχους σπουδαίων μουσικών, μια τέτοια βραδιά Πρωτοχρονιάς, όπως ο Γ. Μαυραντώνης και ο Κ. Μάστορης (βιολιά), ο συμμαθητής μου Δ. Μαχαιρίτσας (πιάνο), ο Γ. Φασούλας (ακκορντεόν), Μ. Βιτς (ντραμς) και ο Σ. Πετεινάρης (σαξόφωνο)» θυμάται ο κ. Μητρογώγος. Ο ίδιος χαρακτηρίζει την αίθουσα του Χατζηνικολάου «μια από τις ωραιότερες της Ελλάδος», συγκρίνοντας την με δύο από τις μεγαλύτερες αίθουσες της Αθήνας, της «Μεγάλης Βρετανίας» και του «King George» όπου είχε παραβρεθεί ως μέλος του Συλλόγου εκφωνητών Ελλάδος στους ετήσιους μεγάλους χορούς.

Στην αίθουσα Χατζηνικολάου

Ο άνω όροφος του «Χατζηνικολάου» ήταν η μεγάλη αίθουσα χορού, η οποία χωρίζονταν σε δύο μικρότερες, που λειτουργούσαν στις γιορτές, για να καλύπτουν τη μεγάλη συμμετοχή του κόσμου. Η ξύλινη πίστα χορού φωτίζονταν με πολύχρωμα φωτάκια, που ήταν σκεπασμένα με κρύσταλλα και οι χορευτές χόρευαν πάνω από το φωτισμό, ενώ ένας μεγάλος στρογγυλός πολυέλαιος έκανε κύκλους με πολύχρωμα φωτάκια.

Στο ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς, η οροφή καλύπτονταν από εκατοντάδες μπαλόνια, τα οποία άφηναν να πέσουν στην πίστα με τον ερχομό του νέου χρόνου.

«Η τεράστια πίστα τελείωνε με ένα υπερυψωμένο επίπεδο, δύο σκαλοπάτια, πλάτους 3-4 μ, που επέτρεπε να υπάρχουν τραπέζια και ένας μικρός διάδρομος που οδηγούσε σε δύο σκάλες στον εξώστη, που φιλοξενούσε επίσης τους θαμώνες που κατέβαιναν να χορέψουν στην πίστα.

Η ώρα πλησίαζε για τον ερχομό του νέου χρόνου. Τα ταγκό της «Κομπαρσίτας», της «Ζήλειας» και του «Αντιός πάμπα μια» και τα τραγούδια μου «Βίρα τις άγκυρες», «Αντίο», «C’est si bon» και άλλα, έδιναν τη θέση τους στο παρά 5 σ’ ένα όμορφοεπίκαιρο ερωτικό τραγούδι του Χαιρόπουλου, που το χόρευαν σφιχταγκαλιασμένα τα ζευγάρια» όπως υπογραμμίζει ο ομιλών.
Το τραγούδι που κυριαρχούσε τη συγκεκριμένη βραδιά ήταν το : «Αγαπημένη μου χρόνια πολλά, να ‘ναι χαρούμενος ο νέος χρόνος, η σκέψη μου άγρυπνη να σε κρατά, και να ‘ναι άγνωστος για σένα ο πόνος».

«Λίγα δευτερόλεπτα πριν από την είσοδο του νέου χρόνου, ο ντραμίστας Μίμης Βιτς κτυπούσε τα πατίνια του, όλη η ορχήστρα μετρούσε αντίστροφα 10,9,8,7 και στο 0 έσβηναν τα φώτα, έπεφταν τα μπαλόνια και γίνονταν χαλασμός στην πίστα και στα τραπέζια. Ολοι αντάλλασσαν ευχές και φιλιά, τραγουδώντας μαζί μας: «Εφυγε ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά. Καλή χρονιά, χαρούμενη Πρωτοχρονιά».

Ο κ. Μητρογώγος ολοκληρώνει με τις παραπάνω γιορτινές εικόνες τη νοσταλγική του αφήγηση, δίνοντας από καρδιάς ευχές σε όλους, για «καλή και ευτυχισμένη χρονιά».

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου