ΤΟΠΙΚΑ

Τα μπλόκα

τα-μπλόκα-851206

Μέρος Α΄
Ο γείτονάς μου είναι θυμωμένος. Όταν γύρισε χτες βράδυ από το μπλόκο στην εθνική οδό για να πάρει μερικά βαριά ρούχα, με φώναξε και μου μίλησε μ’ αυτά τα λόγια:
-Πες μου, βρε αντίχριστε, τι κάνεις;
-Τι πάει να πει αυτό; Τίποτα δεν κάνω, απάντησα.
-Τότε, βάλε καλά με το μυαλό σου. Έχεις περάσει από καιρό τα σαράντα, έτσι; Τι προκοπή είδες όλα αυτά τα χρόνια απ’ τα χωράφια; Τι φαντάζεσαι; Πως από δω και μπρος τα πράγματα δεν θα χειροτερέψουν, αν δεν αντισταθούμε; Μα κούνα το κεφάλι σου λιγάκι, άνθρωπέ μου, σκέψου ένα λεπτό πώς σε έχουν καταντήσει! Ένα μηδενικό και τίποτα παραπάνω! Κι όχι μόνο δεν έχεις πεντάρα τσακιστή, αλλά έχεις ένα βουνό χρέη στην τράπεζα! Κοιτάξου λίγο στον καθρέφτη· μόνος σου έχεις μείνει στο χωριό, όλοι είναι στα μπλόκα!
Α να χαθεί! Αυτουνού το στόμα βρωμάει από την πείνα· έχει μπλεχτεί με τους αγροτοσυνδικαλιστές, σαν αρχιβλάκας που είναι, πάει κι έρχεται, μας δίνει συμβουλές και φαντάζεται πως αυτός μονάχα έχει δίκιο! Καταλαβαίνω πολύ καλά για ποιο λόγο τα ’χει μαζί μου. Ζηλεύει· φαίνεται πως τον τρώει που εγώ είμαι με την κυβέρνηση και ποτέ δε θα κάνω κάτι που είναι εναντίον της. Όμως εγώ τον φτύνω στα μούτρα! Σπουδαία τα λάχανα που τον εκτιμούν όλοι στο χωριό! Λέει δυο τρεις βλακείες για την τιμή του σιταριού, βγάζει λόγους στο καφενείο… κι ύστερα; δεν πάει στο διάβολο! Κι εγώ μήπως είμαι κανένας παρακατιανός; Όταν έρχεται στο χωριό ο συντοπίτης υπουργός, εμένα βλέπει πρώτα! Είμαι του κόμματος. Μπορώ κι εγώ το ίδιο να τρέχουν όλοι αυτοί από πίσω μου. Γιατί όχι; Στάσου και θα δεις, φιλαράκο! Να περάσει πρώτα η φούρια με τα τρακτέρ κι όταν σπάσετε τα μούτρα σας στα μπλόκα, εγώ θα έχω γίνει κομματάρχης του υπουργού, μπορεί και κάτι καλύτερο, αν το θελήσει ο Θεός. Θα μοιράζω ρουσφέτια στους δικούς μας και θα αποκτήσω υπόληψη ακόμα πιο σπουδαία απ’ τη δική σου. Ας έρθουν οι κανάγιες απ’ τα μπλόκα να με παρακαλέσουν να διοριστεί ο γιος τους για κάνα εξάμηνο σε κάποιο από τα προγράμματα του δήμου και θα δουν. Το καλό είναι που έχω μνήμη ελέφαντα.
Διάβασα και τα αιτήματα των αγροτών. Τι ηλίθιοι! Μα το Χριστό, αν είχα τον τρόπο, θα έβαζα να τους συλλάβουν όλους και να τους δείρουν με το βούρδουλα! Δε βλέπω ποιο το συμφέρον να τρέχει κανείς ξοπίσω τους στα μπλόκα. Αυτό δεν αποφέρει τελείως τίποτα. Στο γραφείο του συντοπίτη υπουργού το πράγμα διαφέρει: Βλέπεις εκεί κάτι ανθρωπάκια με βρώμικα σακάκια και φάτσα που σού ’ρχεται να φτύσεις πάνω της, αλλά από λεφτά έχουν τον τρόπο τους! Ούτε κουβέντα να γίνεται πως αν τους προσφέρεις εκατό ευρώ να προωθήσουν το αίτημά σου· θα σου απαντήσουν: «Αυτά να τα δώσεις σε κανένα γιατρό του ΟΓΑ, για να σου εξασφαλίσει ράντζο στο νοσοκομείο»· όμως πέντε χιλιάδες ευρώ ή δέκα, αυτό μάλιστα, μπορεί να τους κάνει! Αν τους δεις, έχουν μια ατάραχη όψη κι ένα τόσο καλό τρόπο: «Παρακαλώ, μπορώ να ενδιαφερθώ για την υπόθεσή σας;» και σε μαδούν μέχρι να πεις κύμινο. Τι διάολο! Τι γυρεύω εγώ μ’ αυτά τα ζωντόβολα στην εθνική οδό; Εγώ φροντίζω την κυβέρνηση και η κυβέρνηση ήρθε ο καιρός να φροντίσει εμένα. Όσο για το γείτονα και τους ομοίους του, να πα’ να κόψουν το λαιμό τους. Σκοτίστηκα!

Μέρος Β΄
Χτες μού έτυχε μια αναποδιά. Ξύπνησα νωρίς κι όταν η γυναίκα μου μού ’φερε καυτό τον καφέ μου, τη ρώτησα τι ώρα ήταν. Όταν μού είπε πως ήταν περασμένες εφτά, βιάστηκα να σηκωθώ. Ομολογώ ότι ποτέ δεν θα πήγαινα στο Βόλο, αν ήξερα από τα πριν τι κακά συναπαντήματα θα είχα. Τα κοπρόσκυλα! Οπωσδήποτε με βάλανε στο μάτι επειδή είμαι με την κυβέρνηση και δεν τρέχω μαζί τους στα μπλόκα… Με δυο κουβέντες δεν θα είχα πάει στο Βόλο, αν δεν είχα την ελπίδα να δω τον μεσίτη και να του ξεκολλήσω του άθλιου μία μικρή, ελάχιστη έστω, αυξησούλα στην τιμή του βαμβακιού που φόρτωσε τις προάλλες από την αποθήκη μου. Άλλο μούτρο πάλι κι αυτός! Να καίγεσαι ολόκληρος, δεν πρόκειται να σου δώσει ούτε ένα μονόλεπτο αύξηση κι ας έχει σηκώσει τη σοδειά σου με είκοσι λεπτά. Μπορεί να παρακαλάς, να πέφτεις στα γόνατα, να συμφωνεί ακόμα ότι πούλησες με ζημιά, να του εξηγείς πως με τέτοια τιμή δεν γίνεται να καλλιεργήσεις πάλι του χρόνου, όμως και να πεθαίνεις μπροστά του, αυτός δεν θα σου δώσει τίποτα ο καταραμένος! Και να σκεφτείς πως του τα τρώει μια καμπαρετζού που έχει σπιτωμένη στον Άγιο Νικόλαο! Αυτό δα όλος ο κόσμος το ξέρει.
Έβαλα τα καλά μου ρούχα, πήρα και την ομπρέλα μου γιατί έβρεχε με το τουλούμι και μπήκα στο αγροτικό. Κανένας στους δρόμους του χωριού. Δε συνάντησα παρά γυναίκες που πλατσουρίζοντας στα νερά πήγαιναν στο φούρνο και κάνα δυο υπέργηρους έξω απ’ το καφενείο. Από άντρες στην ηλικία μου δεν ήταν παρά μονάχα ο δάσκαλος που τριγυρνούσε. Είπα μέσα μου: «Χε, χε! Εμείς οι δυο, φίλε μου, είμαστε τα μόνα κοκόρια στο χωριό». Τι τυχεροί που είναι, τέλος πάντων, αυτοί οι υπάλληλοι! Βρέξει χιονίσει, πέφτει ο μισθός κι ούτε έχουν αγωνία αν θα τους πάρουν το σιτάρι κοψοχρονιά ούτε τίποτα. Ας τολμήσει κάποιος να βάλει το χέρι του στην τσέπη ενός υπάλληλου, όπως γίνεται με μας, κι αμέσως περνάνε στην επίθεση!
Ενώ τα σκεφτόμουν αυτά, έφτασα στις Μικροθήβες. Μ’ έπιασε περιέργεια να δω τι γίνεται πάνω στον κόμβο. Σταμάτησα το αμάξι και με τα πόδια ανέβηκα στη γέφυρα. Μου κόπηκε η ανάσα. Παρά τη βροχή που συνέχιζε να πέφτει, χιλιάδες τα τρακτέρ κι ο κόσμος μυρμηγκιά! Δεν είχα προλάβει να κάνω πέντε βήματα κι είδα έναν άντρα να έρχεται προς το μέρος μου. Τον αναγνώρισα αμέσως από τον τρόπο που περπατούσε: Ήταν ο γείτονας. «Μα απ’ όλον αυτό τον κόσμο πάνω σε τούτον έπεσα;» είπα μέσα μου. Ανακατεύτηκα με τους άλλους να μη με δει. Ο γείτονας με προσπέρασε κι ανέβηκε σαν πουλί πάνω στη ρόδα ενός τρακτέρ. Έριξε μια ματιά, δεξιά, αριστερά, ξεχώρισα μες στη βροχή το βλέμμα του… «Συνάδελφοι! Ας βρέχει όσο θέλει, δεν το κουνάει κανένας! Θα μείνουμε εδώ για τα παιδιά μας, τις γυναίκες μας, για μας τους ίδιους, ακόμα και για κείνους τους λίγους αγρότες που κοιτούν μονάχα το δικό τους βόλεμα και δεν είναι σήμερα ανάμεσά μας!» είπε και κατέβηκε από τη ρόδα του τρακτέρ. Θεέ και Κύριε! Μου έκοψε κάθε όρεξη! Άντε τώρα να πάω στο Βόλο και να παρακαλάω για πράγματα που δικαιούμαι! Πέρασε από δίπλα μου και μ’ αναγνώρισε. «Τι βρομοδουλειά σκαρώνεις πάλι;» φώναξε και τότε μ’ αναγνώρισαν και άλλοι και με κύκλωσαν χωρίς να λένε τίποτα. Τους κανάγιες! Μετά απ’ αυτό η διάθεσή μου χάλασε εντελώς. Κατέβηκα τρέχοντας απ’ τη γέφυρα, πήρα το αμάξι και γύρισα άπραγος στο χωριό. Λύσσαγα από μέσα μου. Εξ αιτίας τους δεν πήγα στη δουλειά μου! Τι κάνει η αστυνομία; Ο στρατός; Γιατί δεν τους μαζεύουν;

Μέρος Γ΄
Είναι Τετάρτη απόγευμα και βγήκα από το σπίτι μου με τη σταθερή απόφαση να πάω στο καφενείο κι ας με στραβοκοιτάζουν οι γέροι που απόμειναν στο χωριό. Μόλις μπήκα, ακούω ξαφνικά πίσω μου μια φωνή: «Καλώς τον προδότη!». Ορίστε πράγματα! Ποιος το είχε πει αυτό; Γύρισα κι είδα μία παρέα γέρων γύρω από ένα τραπέζι. Πήγα να προχωρήσω και η φωνή ακούστηκε πάλι: «Δε ντρέπεσαι, προδότη!». Τι διάολο! Βλέπω τους γέρους να σκύβουν και να ψιθυρίζει ο ένας του άλλου. Για δέστε λοιπόν κάτι ανθρώπους! Είχα μείνει κατάπληκτος που μου μιλούσαν έτσι. Όταν κάθισα, ένας από δαύτους σηκώθηκε απ’ τη θέση του, με κοίταξε καλά καλά και είπε: «Οι άντρες του χωριού είναι μερόνυχτα στα μπλόκα και πολεμούν για το δίκιο των αγροτών, ακόμα κι εκείνων που έχουν προδώσει αυτό το δίκιο!» και μ’ έδειξε με το δάχτυλο.
Περνάω τον εαυτό μου σίγουρα για πολύ έξυπνο άνθρωπο και γι’ αυτό δεν έδωσα καμιά απάντηση. Ο γέρος όμως εξακολουθώντας να με κοιτάει κατάματα συνέχισε. Είπε για την αγροτιά που αδιάκοπα μοχθεί και αδιάκοπα δεν έχει να περάσει. Είπε για τα σαρκοβόρα θηρία που κατατρώγουν το κορμί του αγρότη, τον μεσίτη, την τράπεζα, τον τοκογλύφο. «Ο χωριάτης δεν έχει τίποτα δικό του», είπε. «Πρέπει να πληρώνει για το ψωμί που τρώει εννιά φορές πιο πάνω από το σιτάρι που βγάζει από τη γη του. Πρέπει να πληρώνει τα παιχνίδια των κερδοσκόπων, όχι μονάχα σε ό,τι αφορά την τιμή των προϊόντων του, αλλά και σε ό,τι έχει σχέση με τα μέσα παραγωγής. Και το χειρότερο, το ίδιο το κράτος νομιμοποιεί τη ληστεία που του γίνεται κι αυτό είναι η πιο απαίσια και βδελυρή πράξη. Απ’ όλους υποφέρει ο αγρότης. Κάθε κυβέρνηση που ο ίδιος βγάζει με την ελπίδα να τον προσέξει λίγο, τον καταστρέφει. Χρόνο με το χρόνο πέφτουν οι τιμές της σοδειάς του κι ακριβαίνουν τα είδη της κατανάλωσης. Στα χωριά έφτασε να είναι τόσο φρικτή η ανέχεια, που πολλοί κόβουν ακόμα κι απ’ το φτωχό φαΐ τους. Όλα αυτά κι άλλα πολλά ακόμα δουλεύουν χρόνια μέσα του· ώσπου το ποτήρι ξεχειλίζει και τότε τον τινάζουν μανιασμένα εναντίον όσων τον αδικούν, σα σπιτικό ζώο που πολύ τιμωρήθηκε και θύμωσε. Αυτό γίνεται τώρα στα μπλόκα κι όλοι οι άντρες που στέκονται στα πόδια τους είναι εκεί, έξω από σένα, παλιοπροδότη!» μου φώναξε με όση δύναμη είχε και με απείλησε με την κοκαλιάρικη γροθιά του.
Προσπάθησα ν’ ανοίξω το στόμα μου να τον διαολοστείλω, αλλά, που να πάρει η ευχή, η γλώσσα μου δε θέλησε να με βοηθήσει: μόλις που κατάφερα να πω ότι σέβομαι τα χρόνια του και στην ουσία δεν μπόρεσα να προσθέσω τίποτε άλλο! Είχα θυμώσει τρομερά, όμως μου ήταν αδύνατο να υποφέρω αυτή την ελεεινή παρουσία πάνω από το κεφάλι μου. Ακόμα και τα βλέμματα των άλλων γέρων που δεν μιλούσαν μού έλεγαν: «προδότη!». Αλλά γιατί; Επειδή κοιτάζω μόνο το συμφέρον μου; Τι βλάκες που είναι αυτοί οι γέροι! Στέλνουν τους γιους τους στην εθνική οδό μέχρι που να τους μαζέψει η αστυνομία και περηφανεύονται από πάνω! Τι ανοησία! Αλλά να με θεωρούν προδότη; Σα να μην ξέρω τάχα ποιος είναι ο υπαίτιος! Είναι οι ραδιουργίες του γείτονα, που μου μοστράρει για αγροτοσυνδικαλιστής! Αυτός ο άνθρωπος με μισεί και με ζημιώνει στο κάθε μου βήμα, γιατί όπως λέει δεν υπερασπίζομαι το δίκιο των αγροτών, μα την κυβέρνηση! Στο διάτανο! Πού θα μου πάει· Με την πρώτη ευκαιρία θα τον κανονίσω!

Μέρος Δ΄
Ομολογώ ότι από προχτές συμβαίνουν πράγματα που δεν τα περίμενα. Ο υπουργός κάνει την παραχώρηση και δίνει στους αγρότες πεντακόσια στρογγυλά εκατομμύρια να τα μοιραστούν. Αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι και σπουδαίο ποσόν. Αναλογούν εννιά ευρώ στο στρέμμα. Αυτός που έχει εκατό στρέμματα θα πάρει εννιακόσια ευρώ ενίσχυση· κι όπως οι πιο πολλοί έχουν κάτω από εκατό στρέμματα… Ψίχουλα! «Στάσου», λέω μέσα μου, εδώ κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Δεν μπορεί κοτζάμ υπουργός να καμώνεται στα σοβαρά ότι ικανοποιεί τα αιτήματα των αγροτών με πενταροδεκάρες!». Και ξαφνικά ένα φως άστραψε στο κεφάλι μου και κατάλαβα. Τα δίνει για να διασπάσει τους αγρότες! Κάποιοι θα βρουν την πρόφαση και θα υποχωρήσουν! Τι έξυπνη τακτική! Τέλειο σχέδιο! Ας έρθει τώρα κάποιος να μου πει ότι αυτοί που μας κυβερνούν, τέτοια μυαλά, δεν το αξίζουν! Όμως ο ενθουσιασμός μου γρήγορα καταλάγιασε. Τα αποτελέσματα ήταν μικρότερα απ’ το αναμενόμενο. Μόνο στα Τέμπη κάποιοι ταρακουνήθηκαν κι αυτοί με «αν» και με προϋποθέσεις.
«Το ξέρω καλά αυτό το παιχνίδι» είπα μέσα μου, «τούτοι οι κανάγιες είναι τόσο απελπισμένοι, που θα χρειαστούν δραστικότερα μέτρα». Πήρα τηλέφωνο στο Βόλο σε κάποιον σπουδαίο του κόμματος, που δεν θέλει να δει τα μπλόκα ούτε ζωγραφιστά. «Πρέπει να αντιδράσουμε» του είπα, «καιρός να εμφανιστούν οι αγανακτισμένοι πολίτες. Έχω ένα φίλο στο διπλανό χωριό που μιλάει έξυπνα στους δημοσιογράφους. Κάνε κι εσύ κάτι, μάζεψε κόσμο, γιατί αλλιώς οι αγρότες μάς πήρανε αμπάριζα! Μίλα στους δικούς μας αγροτοσυνδικαλιστές, κλάψου, εν ανάγκη τάξε τους! Δεν μπορεί, κάποιοι θα σε ακούσουν. Εγώ θα μαζέψω δικό μας κόσμο απ’ όλα τα χωριά, στείλε κι εσύ απ’ το Βόλο στις Μικροθήβες να κάνουν φασαρία και να δείχνουν όλη μέρα τα κανάλια πώς αντιδρά η κοινωνία στα μπλόκα! Φτιάξε κλίμα όσο είναι νωρίς!». «Φτάνει ως εδώ η δικαστική απόφαση που καταδικάζει αγρότες για τα μπλόκα» μου λέει, «αν χρειαστούν τα υπόλοιπα, θα δούμε».
Χριστέ και Κύριε! Το κεφάλι μου καίει κι όλα στριφογυρνούν γύρω μου! Αν είναι δυνατόν να φτάνει μονάχα μια δικαστική απόφαση! Δε βλέπουν ότι αν αφήσουν να εξελιχθούν τα πράγματα, θα πέσει η κυβέρνηση; Κάντε κάτι! Πληρώστε κόσμο να βγει να διαμαρτυρηθεί! Παρ’ το τιμόνι στα χέρια σου, πρωθυπουργέ, βγάλε έξω την αστυνομία! Χτυπάτε τους αλύπητα και πάρτε τα τρακτέρ μακριά απ’ την εθνική οδό! Πιο μακριά, πιο μακριά, να μη φαίνεται τίποτα, τίποτα απολύτως. Στον κόμβο των Μικροθηβών ο τόπος βράζει από οργή: τα παιδιά φεύγουν απ’ το σχολείο και πάνε δίπλα στους πατεράδες τους· ένα δάσος από τρακτέρ ταξιδεύει νύχτα και μέρα ακίνητο στην άσφαλτο· μια αγανάκτηση που δεν μπορεί να κρατηθεί σκεπάζει σαν την καταχνιά τον κάμπο· από τη μια πλευρά οι εξαθλιωμένοι αγρότες κι από την άλλη όλοι εμείς οι πιστοί της κυβερνήσεως και τα συμφέροντά μας· πέρα μακριά στέκει ο υπόλοιπος κόσμος με τα δικά του προβλήματα· στρέψτε τον εναντίον τους πριν να χαθούν τα πάντα! Άραγε καταλαβαίνετε το τι συμβαίνει εδώ και τι διακυβεύεται; Κύριοι της κυβερνήσεως! Σώστε τους πιστούς οπαδούς σας σαν κι εμένα! Πάρτε αμέσως δραστικά μέτρα, για να μπορείτε και στο μέλλον να δίνετε πού και πού ένα αντίδωρο της εξουσίας σας και σε μας! Κοιτάξτε πώς βασανιζόμαστε κι υποφέρουμε με τούτη την κατάσταση! Έτσι όπως παν τα πράγματα δεν θα έχουμε πουθενά αποκούμπι! Μας περιφρονούν οι αγρότες επειδή τους έχουμε προδώσει, μη μας αφήνετε κι εσείς! Το ξέρετε πως στα παλιότερα χρόνια όποιος διαμαρτυρόταν πήγαινε εξορία;

Μέρος Ε΄
Χτες Σάββατο πήγα ξανά στις Μικροθήβες. Κάτι μέσα μου ασυγκράτητο με έσπρωχνε προς τα κει. Μακριές σειρές από τρακτέρ που ανήκαν στους χωριάτες όλης της περιφέρειας, που σε όλη τους τη ζωή πάλεψαν σκληρά με τη γη για να αποκτήσουν μονάχα τα χρέη τους στις τράπεζες, ήταν σταματημένες πάνω στην εθνική οδό. Μου φάνηκαν περισσότερα από την προηγούμενη φορά. Όσο έβλεπε το μάτι μου ο δρόμος ήταν καλυμμένος από τρακτέρ. Ήταν εκεί ένα ολόκληρο σμήνος από χωριάτες του Αλμυρού, του Βελεστίνου, των Φαρσάλων, του Πηλίου, ντυμένοι με τα παλιόρουχα του αγρότη. Η όψη τους, η έκφραση του προσώπου τους έδειχνε χτες περισσότερο σταθερή, περισσότερο αποφασισμένη, σφραγισμένη από τη θέληση που επιβάλλει στον άνθρωπο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Δεν αισθάνονταν καθόλου αμήχανα, παρά τις ομοβροντίες των «αγανακτισμένων πολιτών», που από το πρωί είχαν πιάσει δουλειά στις τηλεοράσεις.
Όλοι αυτοί εδώ βρίσκονταν απόλυτα στο στοιχείο τους. Ανασκάλευαν χωρίς διατυπώσεις τα τελευταία γεγονότα για να εκτιμήσουν την αξία τους και πλειοδοτούσαν με ευκολία στο συμπέρασμα πως η κυβέρνηση για άλλη μια φορά τους κοροϊδεύει. Υπήρχαν εδώ πολλοί από εκείνους που θεωρούσαν καθήκον τους να πουν πως προτιμούσαν να πεθάνουν πάνω στην εθνική οδό, παρά να επιστρέψουν στα χωριά τους με άδεια χέρια. Και άλλοι δεν άφηναν στιγμή να περνά μια ευκαιρία που να μην αναφερθούν στην απόφαση του αγροτοδικείου, που με ελαφριά καρδιά καταδίκασε τους συναδέλφους τους γιατί διεκδίκησαν το ψωμί τους κι όχι εκείνους που καθημερινά τους το κλέβουν. «Μα καλά» σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή σαν αστραπή, «τι κάνουν στην κυβέρνηση; Δεν ξέρουν πως όποιος δίκασε τους χωριάτες, δεν κέρδισε παρά μόνο το μίσος τους;».
Υπήρχε κάτι σαν ένα χάος πάνω στο δρόμο. Εξάλλου το αίσθημα που δοκιμάζει στα μπλόκα κάποιος σαν εμένα που επωφελείται από όλες τις κυβερνήσεις, πλησιάζει στη φρίκη· μοιάζει κάπως με κηδεία. Το σκηνικό όπου παίζεται το δράμα είναι πάντα γι’ αυτόν μακάβριο· η μακριά σειρά από τα τρακτέρ και τα σκαμμένα κι αξύριστα πρόσωπα των χωρικών δεν δίνουν παρά μονάχα την εντύπωση ότι όλοι αυτοί ακολουθούν ένα ξόδι, οι δημοσιογράφοι περιφέρονται κι η πένθιμη φωνή των αγροτών που μιλούν στα μικρόφωνα ψάλλει τη νεκρώσιμη ακολουθία της κυβερνητικής πολιτικής, που όχι και τόσο απροσδόκητα στραπατσαρίστηκε εδώ. Όλα αυτά προκαλούν σε κάποιον σαν εμένα την πιο δυσάρεστη εντύπωση.
Μια και δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, άρχισα να το διασκεδάζω. Μιμούνταν τον υπουργό Γεωργίας, όταν πριν από χρόνια ανέβαινε στο τρακτέρ και έλεγε «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά». Γέλασα πολύ. Είχε ακόμα και μια κωμωδία με διασκεδαστικά, αν και σκαμπρόζικα στιχάκια για την κυβέρνηση, και ιδιαίτερα για τον πρωθυπουργό· αυτοί οι στίχοι ήταν στ’ αλήθεια πολύ ευρηματικοί και μου φάνηκε παράξενο πώς τους λέγαν ακόμα και αγρότες που τον είχαν ψηφίσει· είχε επίσης κι έναν μονόλογο για εκείνους τους δημοσιογράφους που από το πρωί έπαιζαν στα κανάλια «αγανακτισμένους πολίτες», με φανερή την πρόθεση να ξεσηκώσουν την κοινή γνώμη εναντίον των αγροτών· έλεγε πως είναι άξιος ο μισθός τους κι αυτός που μίλαγε ζητούσε από τον κόσμο συμπαράσταση. Χριστέ μου! Αυτοί εδώ δεν υποχωρούν με τίποτα! Είναι μάλιστα ζήτημα αν κάποιος έφευγε από τα μπλόκα, ακόμα κι αν τον πλήρωνα στο διπλάσιο εκείνων που έχασε φέτος απ’ τα χωράφια! Ε, λοιπόν, αυτό εγώ δεν το καταλαβαίνω! Παλιοχωριάτες! Ενότητα σου λέει και συναδέλφωση! Όλοι για όλους! Κουραφέξαλα! Να δούμε τι θα κάνουν όταν θα βγουν τα ΜΑΤ και θα τους κυνηγούν στα χωράφια!

Μέρος ΣΤ΄
Σήμερα το πρωί διάβασα σε όλες τις εφημερίδες τα ρεπορτάζ, τα άρθρα και ό,τι άλλο έχει σχέση με το αγροτικό. Λοιπόν, για να δούμε: Η πρώτη είναι πολύ αποκαλυπτική. «Ανυποχώρητοι οι αγρότες. Οπωσδήποτε τα δίκαιά τους είναι αδιαμφισβήτητα. Η κυβέρνηση επιχειρεί να διασπάσει τον αγώνα τους». Τι κοινές και χυδαίες θέσεις! Αλλά η εφημερίδα είναι αριστερή, άρα έχει προκατάληψη.
Η δεύτερη είναι γραμμένη πολύ άψογα. Για να μιλήσουμε ειλικρινά, απηχεί της θέσεις της κυβέρνησης, ωστόσο όσα γράφει δεν απέχουν ούτε πόντο από την αλήθεια. Ας δούμε τα παρακάτω: «Το να επιδεικνύει κανείς κοινωνική αλληλεγγύη, είναι από τις μεγαλύτερες αρετές της οργανωμένης κοινωνίας μας. Κατά την έννοια αυτή οι αγρότες πρέπει να λύσουν άμεσα τα μπλόκα. Αλλιώς είναι υπεύθυνοι για την οικονομική καταστροφή των υπολοίπων κοινωνικών τάξεων». Τι καθαρές θέσεις! Κατευθείαν στο ψητό! Δεν μας ζαλίζει τα αυτιά με το δίκιο των αγροτών και άλλα τέτοια κουραφέξαλα.
Χμ! Αυτή η εφημερίδα είναι και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ. Κι όμως, το ύφος της έχει κάτι το σκυλίσια απειλητικό για όλη την κοινωνία. Έτσι δεν γίνεται δουλειά και για κανέναν: «Ο κόσμος δεν τελειώνει στην αυλόπορτα του σπιτιού μας. Έχουν δίκιο οι αγρότες, όμως έχει δίκιο και η κυβέρνηση και όσοι διαμαρτύρονται για τους κλειστούς δρόμους. Πρέπει να γίνει ένα βήμα συνεννόησης από όλες τις πλευρές». Μόνο ο διάβολος ξέρει τι θα πουν αυτά τα πράγματα! Τι βλακεία! Λες και δεν μπορούσε να πάρει ξεκάθαρη θέση! Θα τη μισήσουν όλοι.
Α! επιτέλους! Βέβαια, ξέρω, θα μου πείτε ότι αυτές οι απόψεις είναι ακραίες. Όμως είναι κρυστάλλινες και επιπλέον δίνουν λύση: «Ένα άθλιο πολιτικό παιχνίδι έχει στηθεί εις βάρος της κυβερνήσεως! Η κυβέρνηση, αναλαμβάνουσα τις ευθύνες της, πρέπει να αναθέσει στα σώματα ασφαλείας να υποστείλουν τάχιστα και με κάθε τρόπο την αγροτική εξέγερση». Κι εγώ νομίζω ότι είναι ο μόνος τρόπος. Είναι ανήκουστο η χώρα να αποτελεί όμηρο μιας χούφτας αγροτών.
Χμ! Μου φαίνεται πως αυτή η εφημερίδα παραείναι… Της αξίζει να μπούμε στα γραφεία της και να τα κάψουμε! Ώστε έτσι, συμπαρίσταται στους αγρότες άνευ όρων. Αυτό πρέπει να το σημειώσουμε: «Η αγροτική πολιτική που εφαρμόζεται οδηγεί στο ξεκλήρισμα της μικρής και της μεσαίας αγροτιάς. Ο αγρότης που χρεωκοπεί, είναι ο αυριανός άνεργος των πόλεων. Οι μικρομεσαίοι εμποροβιοτέχνες θα είναι οι πρώτοι που θα δεχτούν το πλήγμα από την κατάρρευση της αγροτικού τομέα. Όλοι είμαστε αγρότες και οφείλουμε να τους συμπαρασταθούμε άνευ όρων». Α! Είναι πολύ επικίνδυνοι! Σίγουρα πρέπει να κάψουμε τα γραφεία τους!
Φοβερά κακογραμμένο κείμενο. Το βλέπει κανείς αμέσως πως έχει γραφεί στο πόδι από άνθρωπο που δεν τον ενδιαφέρει η τάξη κι η ασφάλεια: «Ανάμεσα στον αγροτικό κόσμο υπάρχουν αυτοί που πρόδωσαν τους συναδέλφους τους και τούτη τη στιγμή αποτελούν την αιχμή του δόρατος για το σπάσιμο των μπλόκων. Διασπείρουν ψεύδη και συκοφαντίες κατά των αγροτών. Στρατολογούν, εάν δεν είναι οι ίδιοι, “αγανακτισμένους πολίτες”». Προδότες! Στο διάβολο!… Τι ηλιθιότητα! Και πώς μπορούν να γεμίζουν μια ολόκληρη σελίδα με τέτοιες σαχλαμάρες; Να δείξουν έναν από αυτούς! Θέλω να δω έναν· απαιτώ να στηρίξουν τα λεγόμενά τους με αποδείξεις! Χα! Δε θα βρουν! Τόσο εγώ, όσο και οι υπόλοιποι, ξέρουμε να ελισσόμαστε και να κρυβόμαστε καλά από κάτι τέτοια ύπουλα καθάρματα! Απόψε κιόλας έχουμε μυστική σύσκεψη για… Χμ… Καλά, καλά, σωπαίνω…

Μέρος Ζ΄
Είναι αδύνατο, ξεφεύγει από το πλαίσιο της λογικής. Δεν υποχωρούν από τα μπλόκα! Έχουν το δίκιο με το μέρος τους, ε κι ύστερα; Το δίκιο δεν τούς κάνει σε τίποτα αλλιώτικους: δεν είναι κάτι υλικό, απτό, που να μπορείς να το πιάσεις με τα χέρια σου. Δε θα φυτρώσει πάνω από το κεφάλι σου κανένα φωτοστέφανο επειδή έχεις δίκιο. Το στομάχι τους, όσο ξέρω, πάλι άδειο είναι, καθ’ όλα όμοιο με όλων των αγροτών· τους χρησιμεύει να τρων ντομάτες και καρπούζια τα καλοκαίρια και το χειμώνα γουργουρίζει. Πώς είναι δυνατόν να πλησιάζεις στα κρυφά τούς πιο πειναλέους, τους περισσότερο χρεωμένους, να τους τάζεις λεφτά να φύγουν από το μπλόκο και να μη φεύγει κανένας;
Χτες βράδυ όλη νύχτα προσπάθησα να ξεδιαλύνω τη διαφορά που έχω εγώ από αυτούς. Για ποιο λόγο αυτοί είναι στα μπλόκα, ενώ εγώ, αν και σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, τους προδίδω και για ποιαν αιτία; Μπορεί η ψυχή μου να γεννήθηκε αριστοκρατική και να δείχνω αγρότης μόνο έτσι, εξωτερικά. Μπορεί κι εγώ ο ίδιος να μην ξέρω ότι δεν είμαι αγρότης. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα στην Ιστορία: ένα σωρό άνθρωποι με ευγενική ψυχή, ενώ γεννήθηκαν πάμφτωχοι, υψώθηκαν στα ουράνια επειδή η καρδιά τους πρόδωσε την τάξη τους και παραδόθηκε άνευ όρων στην εξουσία. Αν ένα σπουδαίο πρόσωπο βγει από έναν χωριάτη, τι γίνεται όταν ο χωριάτης, πριν καν αναδειχθεί, βοηθάει με όλες του τις δυνάμεις τα σπουδαία πρόσωπα; Α, βέβαια! Είμαι υπερφιλόδοξος! Όταν όμως τελειώσουν όλα αυτά κι εγώ, με τη βοήθεια του κόμματος, δεν θα μπορούσα να ονομαστώ δήμαρχος ή νομάρχης ή κάτι τέτοιο περίπου; Θα ήθελα να ξέρω για ποιο λόγο είμαι αγρότης, ενώ είμαι πλασμένος γι’ άλλα. Γιατί ακριβώς αγρότης;
Σήμερα όλα τα κανάλια παίζουν και ξαναπαίζουν τον πρωθυπουργό να απαιτεί με ύφος αυστηρό να σπάσουν αμέσως τα μπλόκα και τον υπουργό Γεωργίας να βγάζει τελεσίγραφα. Στα χωριά συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Οι χωριάτισσες και οι γέροι που έχουν απομείνει πίσω θυμώνουν φοβερά κάθε φορά που τους ακούν. Λένε πως το κράτος έχει ξεγράψει την αγροτιά, πως η κυβέρνηση δίνει μια ασπιρίνη στους αγρότες να καταλαγιάσει λιγάκι ο πονοκέφαλος, τις αιτίες όμως που τον δημιουργούν δεν τις αγγίζει. Το βρίσκω τέλεια παράδοξο. Ποιοι είναι αυτοί που θα κρίνουν την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό; Πώς μπορεί ένας αγρότης που γεννήθηκε για να δουλεύει και να μη μιλάει, να βγάζει γλώσσα; Λένε ότι το κράτος έχει λεφτά να τα χαρίζει στους κηφήνες που δεν δούλεψαν ούτε μια μέρα στη ζωή τους, γι’ αυτούς όμως που εργάζονται και παράγουν όχι μόνο δεν έχει, μα τους τα κλέβει κιόλας με διάφορα τερτίπια. Αδύνατο να καταλάβουν ότι η εξουσία είναι εξουσία και κάνει ό,τι θέλει. Με κανένα τρόπο. Τους λέω ότι η κυβέρνηση κοιτάζει το καλό ολόκληρου του λαού κι όχι μόνο των αγροτών. Λένε πως κανένα καλό δε γίνεται στο λαό· είναι αδύνατο να γίνει και ας κοιτάξω τα καλά του εργάτη, του μικρέμπορου, του βιοτέχνη και πάει λέγοντας. Ένα κράτος όμως δεν μπορεί να κάνει χωρίς εξουσία· ασφαλώς και έχουν δίκιο, αλλά η εξουσία στέκει ψηλότερα και βλέπει καλύτερα απ’ αυτούς. Πέστε στους άντρες και στους γιους σας να γυρίσουν πίσω, όσο είναι καιρός, πριν τους κυνηγήσουν οι αστυνόμοι σαν τους λαγούς μεσ’ στα χωράφια, πριν να τους σύρουν στα δικαστήρια. Μου γελούν κατάμουτρα και μου γυρνούν την πλάτη: πήγαινε να φιλήσεις την κατουρημένη ποδιά της εξουσίας, μήπως και γλείψεις κανένα κόκαλο, φίδι!

Μέρος Η΄
Σήμερα είναι εξαιρετικά σπουδαία μέρα! Οι αγρότες διασπάστηκαν επιτέλους. Βρέθηκε ο τρόπος. Ο τρόπος αυτός είμαι εγώ και μερικοί ακόμα σαν εμένα προβοκάτορες. Μόλις σήμερα το συνειδητοποίησα. Ομολογώ πως ένιωσα ξαφνικά σαν να ψήλωσα είκοσι πόντους. Δεν καταλαβαίνω πώς μπόρεσε η δουλειά που κάναμε στα μουλωχτά όλες αυτές τις μέρες πάνω στους πιο αδύναμους αγρότες να πιάσει τόπο. Πώς έγινε κι η ιδέα της αποχώρησης τρύπωσε στο μυαλό τους; Μέχρι χτες ήταν ανυποχώρητοι. Αλλά ο άνθρωπος είναι θηρίο, δε νοιάζεται για τον δίπλα του. Εκεί ποντάραμε. Μόλις τους τάξαμε λίγα χρήματα, μόλις υπενθυμίσαμε τους πατροπαράδοτους δεσμούς που έχουν με την παράταξη που κυβερνάει τον τόπο και υποδείξαμε τρόπο απεμπλοκής, μεμιάς τα μπλόκα αραίωσαν. Και πάλι είναι ευτύχημα που δεν σκέφτηκε κανείς τους ότι γυρνώντας πίσω, τίποτα δεν λύνεται κι ότι αργά ή γρήγορα θα βρεθούν ξανά μπροστά στο ίδιο πρόβλημα. Τώρα όλα είναι διάφανα στο μυαλό μου, σαν το νερό που αναβλύζει από το βράχο. Αυτοί που έσπασαν τα μπλόκα εκτέθηκαν στους υπόλοιπους και τώρα είναι απέναντι. Θα προσπαθήσουν με νύχια και με δόντια να πείσουν τον εαυτό τους ότι έκαναν καλά. Γι’ αυτό είμαι εγώ εδώ. Να τους βοηθήσω. Να τους παρηγορήσω. Να συγκρουστώ για χάρη τους με τους μέχρι χτες συντρόφους τους. Και να η νέα εκλογική πελατεία του κόμματος στον κάμπο.
Όλα αυτά θαρρώ προέρχονται από το ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να σκέφτονται δυσάρεστα πράγματα. Όταν βρεθούν με την πλάτη στον τοίχο, είναι έτοιμοι να αφεθούν στην πιο παλαβή ελπίδα. Δεν είναι καθόλου έτσι: αφήνονται και τα πράγματα γίνονται χειρότερα γι’ αυτούς, όμως εμείς στο μεταξύ κάνουμε τη δουλειά μας. Χα! Έπρεπε να βλέπατε τα μούτρα εκείνων που έμειναν στα μπλόκα, των συνειδητοποιημένων! Όταν είδαν ότι καμπόσοι αγρότες -που αμέσως τους βάφτισα «γαλάζιους», καταλαβαίνετε το γιατί- παίρνουν τα τρακτέρ και φεύγουν, χτύπησαν τα χέρια τους το ένα με το άλλο κι έμειναν κόκαλο απ’ την κατάπληξη. Κι όμως έπρεπε να το περιμένουν. Ένας τέτοιος αγώνας πέφτει μονάχα από τα μέσα. Ύστερα εξοργίστηκαν. Μολαταύτα προσπάθησα με συγκαταβατικά λόγια να τους καθησυχάσω και να τους διαβεβαιώσω για την ευμένεια της κυβέρνησης προς την αγροτιά· τους είπα πως κανείς δεν τους κρατάει την παραμικρή κακία που έκλεισαν την εθνική οδό, αρκεί σήμερα-αύριο να γυρίσουν πίσω. Όλοι αυτοί είναι αμαθείς. Δεν μπορείς να συνομιλήσεις μαζί τους όπως με καλλιεργημένους ανθρώπους. Πείθονται με το τάξιμο ή με τον βούρδουλα. Κάμποσοι θα λυγίσουν, γιατί έχουν ανάγκη να πιστέψουν την κυβέρνηση κι οι υπόλοιποι θα φοβηθούν και θα εγκαταλείψουν. Θα απομείνουν λίγοι τρελοί, αλλά ας παν στο διάβολο, γι’ αυτούς υπάρχει αστυνομία και δικαστήρια!
Ομολογώ ότι αυτή η εξέλιξη μ’ έχει τόσο ικανοποιήσει, ώστε όλο το πρωινό δεν μπόρεσα να πάψω να κερνώ στο καφενείο. Ο καφετζής μού παρατήρησε πως ήμουν πολύ χαρούμενος. Και πραγματικά, από τον ενθουσιασμό μου ασφαλώς, ονόμασα εχθρούς της πατρίδας όσους δεν αφήσουν ως αύριο τα μπλόκα: τα πρόσωπα αυτών που εγκατέλειψαν γίναν αμέσως κάτασπρα και τα κεφάλια τους κρέμασαν προς τα κάτω. Σίγουρα ήταν πολύ νωρίς για να εκφραστώ έτσι. Λάθος μου. Μετά το μεσημέρι πήγα μια βόλτα από τα σπίτια εκείνων που έσπασαν το μπλόκο. Δεν μίλαγε κανένας τους, λες κι είχαν κηδεία. Τους χτύπησα την πλάτη, τους είπα ότι έπραξαν σωστά κι ότι η κυβέρνηση δεν θα τους λησμονήσει. Την υπόλοιπη μέρα την έφαγα στο Βόλο με συνεννοήσεις για το τι κάνουμε από εδώ κι εμπρός. Φυσικά δεν θα αναφέρω τι ειπώθηκε. Όχι, φίλοι μου, τώρα πια δεν μου την ξανασκάτε· θέλει πολλή δουλειά όλοι ετούτοι οι άνθρωποι να έρθουν με τα νερά μας.

Μέρος Θ΄
Σήμερα μου τηλεφώνησαν από τα κεντρικά και μου είπαν να περάσω από όλα τα χωριά, γιατί οι αγροτοσυνδικαλιστές μας περνούν δύσκολες ώρες.
Πήγα περισσότερο για να γελάσω. Όχι με τους δικούς μας, αυτοί έκαναν το καθήκον τους και έσπασαν τα μπλόκα, αλλά με όσους τους πίστεψαν και τόσες μέρες μού κοκορεύονταν και μ’ έλεγαν προδότη. Όλοι αυτοί είχαν την εντύπωση πως θα τους αράδιαζα ένα σωρό δικαιολογίες και παρηγορητικά λόγια, όπως έκανα χτες. Μα σήμερα ήταν άλλη μέρα. Τους μίλησα με αδιάφορο ύφος, όχι πολύ αγέρωχο ούτε πολύ συγκαταβατικό, σχεδόν σαν να μην υπήρχαν και κάθισα στο πρώτο καφενείο που βρέθηκε μπροστά μου. Κοίταξα όλον αυτόν τον συρφετό και είπα μέσα μου: «Και τώρα έχετε να κάνετε μαζί μου! Όλα εδώ πληρώνονται!». Θεέ και Κύριε! Τι σύγχυση και τι απογοήτευση αντίκρισα στα πρόσωπά τους! Και πόσο η έκφρασή τους άλλαξε προς τη σιχασιά, όταν μπήκαν στο καφενείο τα δικά μας παιδιά, που λειτούργησαν καθαρά σαν πέμπτη φάλαγγα στην αγροτική εξέγερση!
Εγώ όμως δεν άφησα να κουνηθεί ούτε ένας μυς από το πρόσωπό μου. Πολλοί μέσα στο καφενείο έβριζαν σιγανά κι άλλοι απόστρεφαν το βλέμμα όταν περνούσαν οι δικοί μας για να ’ρθουν στο τραπέζι μου• όμως εγώ έκανα σα να μη συμβαίνει τίποτα. Και τι ήταν δηλαδή όλοι αυτοί για να τους λογαριάσω; Δούλοι των χωραφιών και των χρεών τους ήταν και τίποτα παραπάνω! Χτες ακόμα που ήταν στο δρόμο, ναι, τους υπολόγιζα, τώρα όμως όχι, άλλωστε γιατί; Εκείνο που με διασκέδασε πιο πολύ απ’ όλα, ήταν ότι πολλοί απ’ αυτούς κοιτάζαν τους αρχηγούς τους που ξεπούλησαν τον αγώνα τους με παράπονο. Είχαν την ιδέα ότι θα τους οδηγούσαν στη νίκη; Αμ δε! Έπρεπε να δείτε την πίκρα που ήταν συγκεντρωμένη μέσα στο καφενείο. Ήταν τόση πολλή, που την έκοβες με το μαχαίρι.
Α! τι πανούργα πλάσματα είναι οι χωριάτες! Τώρα μόνο κατάλαβα τι είναι ο χωριάτης, βλέποντας σε πόσο δεινή θέση βρίσκονται τα δικά μας παιδιά, που διέσπασαν τον αγώνα τους! Ως τώρα κανείς δεν ήξερε σε τι Θεό πιστεύει ο χωριάτης: είμαι ο πρώτος που το ανακαλύπτω. Ο χωριάτης πιστεύει στη μπέσα. Ναι, χωρίς αστεία. Μπορεί να λένε διάφοροι ανοησίες, πως είναι τούτο κι εκείνο… όμως δεν πιστεύει παρά στην μπέσα. Προσέξετε εκεί, εκείνον στη γωνία που κοιτάζει τους χτεσινούς του αρχηγούς με μάτια θολωμένα. Θαρρείτε πως κοιτάζει τρεις κοιλαράδες που είναι στολισμένοι με τα κυριακάτικά τους ρούχα; Κάνετε μεγάλο λάθος: κοιτάζει τη μπέσα που αυτοί οι τρεις έχουν καταπατήσει. Ορίστε, να τη που σέρνεται στο πάτωμα. Της γνέφει με τα μάτια! Και θα δώσει την εμπιστοσύνη του σε άλλους. Ναι, θα τη δώσει σ’ άλλους.
Κι όλοι εκείνοι που βλέπετε κει πέρα και που τώρα μας γυρνούν την πλάτη, μη θέλοντας να μας δουν ούτε ζωγραφιστούς: αξιοπρέπεια, λέει, και να αμείβονται όσο αξίζει η δουλειά τους, να τι γυρεύουν αυτοί οι μασκαράδες! Τον πατέρα τους και τη μάνα τους, λέει, δε θα τους ξεπουλούσαν, όπως κάναν κάτι Ιούδες όπως εμείς! Κι αυτή η χωρίς όρια βλακεία τους προέρχεται απ’ το ότι είναι μέσα στο κεφάλι τους η ιδέα πως έχουν δικαιώματα• είναι μία κυβέρνηση ευτυχώς που κυβερνάει τον τόπο και που θα τους ξεριζώσει την ιδέα αυτή. Όμως στ’ αλήθεια ετούτες οι στιγμές για τα παιδιά μας που με τόσο ωραίο τρόπο διέσπασαν τα μπλόκα είναι πολύ δύσκολες κι αυτός είναι τελικά ο λόγος που βρίσκομαι εδώ. Κάτι πρέπει να κάνω γι’ αυτούς και γρήγορα. Το κόμμα κι η κυβέρνηση τούς χρειάζονται και αύριο. Πρέπει να ανασκουμπωθώ, αλλιώς θα απομονωθούν τελείως.

Μέρος Ι΄
Έκανα μια βόλτα στα γύρω χωριά. Η Αυτού Μεγαλειότης ο Υπουργός Γεωργίας εξαπολύει μύδρους από την τηλεόραση εναντίον όσων συνεχίζουν το μπλόκο στη Νίκαια. Όλοι σφίγγουν τα χείλια και κατεβάζουν τα κεφάλια κι έκανα κι εγώ το ίδιο· ωστόσο δεν άφησα καθόλου να φανεί πως βράζω από μέσα μου. Έκρινα ασύμφορο να πάω κόντρα στους χωριάτες ετούτη τη στιγμή που αισθάνονται ακόμα τόσο πληγωμένοι. Το άλλο που μ’ εμποδίζει είναι το ότι απ’ όλα τα χωριά υπάρχουν αγρότες που από τις Μικροθήβες πήγαν στη Νίκαια. Αν μπορούσα τουλάχιστον αυτούς να τους φέρω πίσω, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Έβαλα ανθρώπους μου να τους μιλήσουν απ’ το τηλέφωνο· είναι πραγματικά γαϊδούρια· δεν πείθονται ούτε από ταξίματα ούτε από απειλές· εξάλλου όσα και να τους δώσεις δεν υποχωρούν, αν πρώτα δεν λείψουν οι αιτίες που γεννούν τα αγροτικά προβλήματα· έχουν ριχτεί με τα μούτρα στην υπόθεση αυτή·στις πιο πολλές περιπτώσεις είναι άνθρωποι που έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο αγρότης πάει κατά διαβόλου. Αποφάσισα πως ήρθε η στιγμή να διαδοθεί πως όλοι αυτοί είναι κομμουνιστές και άρα εξ ορισμού αντίθετοι με την εξουσία. Δε νοιάζονται πραγματικά για τον αγρότη, αλλά για το πώς θα αποκομίσουν πολιτικά οφέλη από μια σκληρή αντιπαράθεση με την κυβέρνηση. Όμως για να μη μου καταστρέψουν μια τόσο λεπτεπίλεπτη προπαγάνδα αυτοί οι ανάξιοι που έχω για συνεργάτες, θα την αναλάβω μόνος μου, αφού βέβαια πάρω λεπτομερείς οδηγίες από το κέντρο. Πιστεύω ότι θα τα καταφέρω, εξ άλλου οι κομμουνιστές ήταν ανέκαθεν εύκολος στόχος για την εξουσία.
Άρχισα δοκιμαστικά να κάνω νύξη στον πρώτο αγρότη που βρέθηκε μπροστά μου και που στις προηγούμενες εκλογές είχε ψηφίσει την κυβέρνηση. Έβγαλε μια φωνή μόλις άκουσε τα πρώτα μου λόγια. Γι’ αυτό δεν αποφασίζω να προχωρήσω για την ώρα. Από τα κεντρικά δεν έχουν φτάσει ακόμα οδηγίες και χωρίς τις οδηγίες φοβάμαι μήπως γίνει κάποιο λάθος. Αυτό θα αφαιρούσε κάθε βαρύτητα από το όποιο κύρος μου, γιατί στα μάτια όλων θα φαινόταν ότι για μια ακόμα φορά παίζω το ρόλο του προβοκάτορα. Περιμένω να ξεκαθαρίσει η γραμμή από στιγμή σε στιγμή. Όμως αυτή η αργοπορία με εκπλήσσει αφάνταστα. Ποιοι λόγοι μπορεί να καθυστερούν τα μεγάλα κεφάλια του κόμματος να πάρουν μια απόφαση; Ίσως το ότι όλα τα χωριά έχουν στρέψει το βλέμμα στη Νίκαια και θεωρούν ότι αυτοί που συνεχίζουν τον αγώνα αποτελούν τη μόνη τους ελπίδα; Βέβαια, είναι ψημένοι στους αγώνες και ξέρουν να διατηρούν αναμμένη τη φλόγα της εξέγερσης. Πήρα τηλέφωνο στο Βόλο και ρώτησα αν έχουν φτάσει οι οδηγίες, αλλά ο υπεύθυνος που είναι τελείως ανίκανος να συλλάβει το μέγεθος μιας τέτοια υπόθεσης δεν ήξερε απολύτως τίποτα. Μου είπε: «Όχι, δεν υπάρχει κάτι εκτός από την αναγγελία του υπουργού περί του τέλους των αγροτικών μπλόκων, αλλά αν θέλεις τη γνώμη μου, ούτε και θα υπάρξει. Οι αγρότες ξόφλησαν». Κούνια που τον κούναγε! Δεν πάει να κρεμαστεί! Τι είναι δηλαδή όλοι αυτοί εκεί πάνω στην κορυφή τους κόμματος; Τίποτα ανόητοι; Γνωρίζουν ότι η φλόγα που κρατιέται άσβεστη στη Νίκαια δεν θέλει και πολύ να εξαπλωθεί ξανά στον κάμπο, όπως η πυρκαγιά στις καλαμιές. Πρέπει οπωσδήποτε να σβήσει πάση θυσία. Εκτός και αν η έλλειψη οδηγιών σημαίνει κάτι άλλο. Ότι έχει παρθεί η απόφαση και όπου να ’ναι πιάνουν δουλειά τα ΜΑΤ κι οι εισαγγελείς. Αμήν και πότε. Μόνο οι ανόητοι δεν κάνουν τίποτα.
Άλλο πάλι και τούτο! Χτες βράδυ έγινε στη Λάρισα συλλαλητήριο συμπαράστασης στους αγρότες. Αυτό ήταν απροσδόκητο. Πολύ γρήγορα οι αγρότες οικοδομούν μια νέα ενότητα.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου