ΤΟΠΙΚΑ

Ο Ταρσανάς και ο ζωγράφος

ο-ταρσανάς-και-ο-ζωγράφος-851206

Α’ ΓΕΝΙΚΑ
Δεν είναι δυνατόν να παρουσιαστεί πλήρως ο βίος και το έργο του λαϊκού ζωγράφου Νίκου Χριστόπουλου, χωρίς μια ολοκληρωμένη αναφορά στον ταρσανά των Πευκακίων, μιας και δεν αποτέλεσε απλά την επαγγελματική του στέγη αλλά υπήρξε σχεδόν αποκλειστικά ο χώρος δημιουργίας για εβδομήντα πέντε χρόνια. Άλλωστε δεν δόθηκε τυχαία ο εύστοχος χαρακτηρισμός από τον Κίτσο Μακρή: «ζωγράφος του ταρσανά» ο οποίος περικλείει όλο το νόημα της αδιάσπαστης σχέσης των δύο πλευρών. Κάθε αναφορά στο ζωγράφο και το έργο του περνά μέσα από τα πλεούμενα του ναυπηγείου, και κάθε μνεία του τελευταίου αναγκαστικά παραπέμπει στο Νίκο Χριστόπουλο και το έργο του. Γι’ αυτό λοιπόν στο παρόν σημείωμά μας θ’ αναφερθούμε στον ταρσανά, το ναυπηγείο – ανελκυστήριο που για 127 χρόνια συνεχίζει ανελλιπώς τη λειτουργία του, καταγράφοντας σε αδρές γραμμές στην πορεία του, σε σχέση πάντα βέβαια με τον άνθρωπο που σ’ αυτό έδωσε το στίγμα του.

Β’ ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η δημιουργία του ταρσανά οφείλεται στον πατέρα του ζωγράφου τον Αθανάσιο Χριστόπουλο ο οποίος κατέφθασε στο Βόλο από τη Σύρο στα 1875 και ήταν χιώτικης καταγωγής. Αρχικά άσκησε το επάγγελμα του ιχθυοπώλη ανοίγοντας και δικό του κατάστημα σε κεντρικό σημείο της παραλίας εκείνη την εποχή, κάπου στη σημερινή διασταύρωση Αργοναυτών και Ιωλκού. Να πώς ο ίδιος ο Χριστόπουλος αφηγείται: «…Ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος ιχθυοπώλης του Βόλου που άνοιξε ιχθυοπωλείο το 1876. Τα ψαράδικα ήταν εκεί όπου είναι το ξενοδοχείο του Σκρέτα. Είχε συντρόφους του Ν.Καστρινάκη, τον Αχιλλέα τον Καψαλά και τον Μήτρο τον Κοντοζήση από την Μακρινίτσα. Τα ψάρια που ‘πιαναν οι τράτες τα πέρναν η παρτάδες με τα γαλίκια, τα φόρτωναν στα μουλάρια και γύριζαν όλα τα χωριά…» Όπως καταδείχνουν τα γεγονότα επρόκειτο για έναν έξυπνο δημιουργικό και διορατικό νησιώτη που αμέσως διέβλεψε τι απουσίαζε από το αναπτυσσόμενο λιμάνι του Βόλου. Ένα, έστω μικρής δυναμικότητας, ανελκυστήριο – επισκευαστήριο σκαφών που θα μπορούσε όμως να προσφέρει υπηρεσίες σε σημαντικό αριθμό πλεούμενων, καλύπτοντας ένα μεγάλο κενό. Ταρσανάδες και ναυπηγεία οργανωμένα, τότε υπήρχαν μόνο στα νησιά Σκιάθο και Σκόπελο, όπου ανθούσε η ναυτιλία και γίνονταν ευάριθμες ναυπηγήσεις σκαριών, ενώ μικρότερες μονάδες συναντούμε στο Τρίκερι και στο Ανατολικό Πήλιο.
Ήδη από το 1878 είχε δρομολογηθεί και η σταδιακή απελευθέρωση της Θεσσαλίας κάτι που προμήνυε ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στο βολιώτικο λιμάνι. Απ’ ότι φαίνεται ο Αθανάσιος Χριστόπουλος γνώριζε τη ναυπηγική τέχνη στον τομέα των ανελκύσεων – καθελκύσεων κι υποθέτουμε βάσιμα πως θα είχε εργαστεί στο νεώριο της Σύρου. Έτσι στα 1880, όντας 58 χρονών, υλοποίησε την απόφασή του στα σημερινά Πευκάκια, απέναντι ακριβώς από το λιμάνι σ’ ένα χώρο που προσφέρονταν για το στήσιμο ενός ταρσανά μιας και η διαμόρφωση της ακτής το επέτρεπε. Ας δώσουμε όμως και πάλι το λόγο στο λαϊκό ζωγράφο: «…Στα 1880 αγόρασε ο πατέρας μου το κτήμα στα Πευκάκια που έκανε τον Ταρσανά για να εξυπηρετήσει το λιμάνι του Βόλου και η οικογένειά μας εγκαταστάθηκε στα Πευκάκια το 1892…» Η περιοχή τότε ήταν εντελώς έρημη και χωρίς τα πολυάριθμα πεύκα που της έδωσαν αργότερα (γύρω στο 1920-25) την ονομασία. Προσβάσιμη σχεδόν μόνο από τη θάλασσα, μνημονεύεται ως «Κεφάλα» λόγω του λόφου στην άκρη προς το σημ. Μπούρτζι καθώς και «Βουρλάκι» προς τη μεριά του δρόμου των Νέων Παγασών από τα βούρλα που φύτρωναν σε μια σχεδόν βαλτώδη έκταση. Αρχικά μάλλον ο Αθ. Χριστόπουλος μίσθωσε το χώρο τον οποίο λίγο αργότερα (1885) αγόρασε, με σκοπό να αυξήσει τη δυναμικότητα της επιχείρησης, κάνοντας συνεχείς διαμορφώσεις και βελτιώσεις. Στα 1892 μεταφέρει από το Βόλο και την οικογένειά του εκεί. Έτσι από τα δώδεκα χρόνια του ο Νίκος ζυμώνεται με τη ζωή του ταρσανά. Βέβαια ο Αθανάσιος βρίσκονταν πια σε προχωρημένη ηλικία και σταδιακά γύρω στο 1900 ο ταρσανάς πέρασε στους τέσσερις γιους του.

Γ’ Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΡΣΑΝΑ

Μα πληροφορεί στα χειρόγραφά του ο Νίκος Χριστόπουλος συχνά – πυκνά για τη ζωή και τις εργασίες του ταρσανά. Ευάριθμα είναι τα περιστατικά που μνημονεύει, από το 1892 ίσαμε τα 1955 που έπαψε να εργάζεται. Περιγράφει διάφορες ανελκύσεις, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθημερινές στιγμές που μας δίνουν γλαφυρή εικόνα των πραγμάτων κι ένα σωρό επεισόδια με λόγο λιτό και άμεσο. Ανελκύονταν πλεούμενα όχι μόνο του Βόλου και της ευρύτερης περιοχής, αλλά και από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Ακόμη είχαν αναλάβει αποκλειστικά και όλα τα πλωτά μέσα της εταιρίας που εκτελούσε τα λιμενικά έργα στο Βόλο. Τέλος μας ενημερώνει ονομαστικά και για τους τεχνίτες καραβομαραγκούς που εργάστηκαν στον ταρσανά, εξηγώντας και τις ειδικότητες που είχαν, μιας και οι εργασίες κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων. Ιδού: «… 1895. Η πρώτη Μαστόροι που ήρθαν στον Ταρσανά μας ένας Συριανός Μαστρο-βαγγέλης ήταν και κουμπάρος. Από τα Τρίκερι ο Κωσταντής ο Καλαφάτης ο Κωνσταντίνος ο Νζίνης ο Ανδρέας ο Γιανούτσος ο Ιωάννης ο Μτσανζίνης και επιστάτης στις Μαούνες του Σιδηροδρόμου, ο Στάθης ο Καραβαγγέλης. Από το Λαύκο ο Γιάννης ο Ζούζουλας, ο Μαμούχας, ο Μαστραλέξης, ο Λυκούργος ο Κτενάς, ο Νίκος ο Διονάς και άλλοι. Από τη Σκιάθο και Σκόπελο ο Αριστείδης ο Μαθινός, ο Γιώργης ο Μαθινός, ο Χείρας, ο Παντελής Ξεροχειμώνας, ο Μυτιληναίος και άλλοι…». Και συνεχίζει πιο κάτω ο Χριστόπουλος: «…Τα παλιά τα χρόνια όσοι μαστόροι δούλευαν στα καράβια και όλα σχεδόν τα πλεούμενα, τους μαραγγούς τους λέγαμε ναυπηγούς, δηλαδή όσοι σκαρώνουν και όσοι επισκευάζουν τα σκάφη. Εκείνη που καρφώνουν τους λέγαμε μπουργουνζίδες, εκείνη που το καλαφάτιζαν και το παλάμιζαν τους λέγαμε καλαφάτες. Εκείνη που φκιάνουν τους μακαράδες τους λέγαμε μακαρανζίδες. Εκείνη που το αρματώνουν τους λέγαμε αρμαδούρους. Τους ταρσαναλίδες που τραβούσαν τα σκάφη όξω και τα ρίχναν στη θάλασσα τους λέγαμε και αυτούς ναυπηγούς επειδή βάζωναν και ξεβάζωναν τα σκάφη…». Ακόμη υπάρχει ένα ποίημα 70 στίχων όπου ο Ν.Χ. μνημονεύει πλήθος μαστόρων, με χιουμοριστική διάθεση.
Εκτός όμως από τις γραφές αξιόλογη είναι και η «ζωγραφική του» κατάθεση με θεματολογία «από τη ζωή του ταρσανά» σε 7 πίνακες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας κατάλογος – πίνακας με τα ονόματα των τεχνιτών που εργάστηκαν στο ναυπηγείο από τις απαρχές του ως τα 1960 περίπου. Αναγράφεται το όνομα, η ειδικότητα, ο τόπος καταγωγής, ως και το αν έχουν αποβιώσει. Συνολικά υπάρχουν γραμμένα με άσπρα γράμματα σε μαύρο φόντο 143 ονόματα.
(ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ)

Δ’ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Η πρόσκαιρη αναστάτωση που προκάλεσαν τα γεγονότα του 1897 και τα οποία καταγράφει αρκετά παραστατικά ο ζωγράφος, γρήγορα ξεπεράστηκε και η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα βρίσκει τον ταρσανά σε ανοδική πορεία. Κάπου, γύρω στα 1910 τοποθετούνται μεταλλικά βαρούλκα με ατμοκίνηση σε αντικατάσταση των παλαιών ξύλινων, χειροκίνητων «εργατών», γεγονός που αυξάνει σημαντικά την ανελκυστική δυνατότητα. Τα καλά χρόνια συνεχίζονται ως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας γιατί τότε με τα γεγονότα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και τη διχοτόμηση της χώρας η περιοχή του Βόλου επηρεάστηκε άμεσα και σταμάτησε κάθε ναυπηγοεπισκευαστική δραστηριότητα. Καταγράφει επιγραμματικά ο Χριστόπουλος «… 1914 – 1918 Πείνα και δυστυχία. Μας είχαν ζώσει από τα Πευκάκια ίσαμε το πράσινο φανάρι που είναι στον κυματοθραύστη με συρματόσχοινο και είχαν φρουρά με Σενεγαλέζους που δεν αφήναν να περάσει κανένας. Και ούτε ο ταρσανάς δούλευε, ούτε ψάρια να πιάσομε και τρόγαμε το ιστορικό φασουλόζουμο, σπουρδούκλια και γομαράγκαθα». Λίγα χρόνια αργότερα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κυρίως, παρουσιάζονται σπουδαίες αλλαγές στις οποίες ο ταρσανάς κατέχει πρωταρχικό ρόλο. Συντελείται η γενική μηχανοκίνηση όλων των ιστιοφόρων. Καταφθάνουν στα Πευκάκια αναρίθμητα πλεούμενα για την τοποθέτηση κινητήρα, εργασία πρωτόγνωρη και πρωτοποριακή για την εποχή, άγνωστη σε πολλούς ναυπηγούς. Κορυφαίος τεχνίτης στον τομέα αυτό υπήρξε ο αδερφός του ζωγράφου ο Γιάννης, ο οποίος μ’ ένα ικανό επιτελείο έμπειρων συνεργατών αναλάμβανε αυτή την εργασία. Ας δώσουμε για λίγο και πάλι τον λόγο στο Ν.Χριστόπουλο. «… αλλά ευτυχώς ήταν μια περίοδος που βάζαν τα ιστιοφόρα μηχανές και είχε πάλι πολλή δουλειά ο ταρσανάς γιατί οι βολιώτικες μηχανές ήταν οι καλύτερες και έρχονταν από όλη την Ελλάδα τα καΐκια». «…Ο πρώτος μάστορας που πέρασε μηχανές στα ιστιοφόρα είναι ο αδελφός μου ο Γιαννάκος Αθ. Χριστόπουλος όχι μόνο στο Βόλο αλλά και ολοκλήρου τις Ελλάδος…».
Στα 1935 ο ταρσανάς εκσυγχρονίζεται με την τοποθέτηση πετρελαιοκινητήρα ως κινητήρια δύναμη αντί του ατμού για να συνεχιστεί η ανθηρή πορεία των προηγούμενων χρόνων ίσαμε το 1940. Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, της κατοχής και του εμφύλιου. Στη συνέχεια κι ενώ αρχίζει πάλι η ανάκαμψη ένα άλλο ανυπέρβλητο εμπόδιο παρουσιάζεται: Ο μεγαλύτερος αδερφός Ανδρέας πεθαίνει (1950) αλλά και οι τρεις άλλοι αδερφοί βρίσκονται πλέον σε αρκετά προχωρημένη ηλικία ώστε σιγά σιγά αρχίζουν ν’ αποσύρονται από την ενεργό δράση αναθέτοντας στα 1956 την διεύθυνση του ταρσανά στον γαμπρό του Γιάννη Χριστόπουλου, Παντελή Καρταπάνη. Η λειτουργία της επιχείρησης συνεχίζεται αδιάκοπα ως σήμερα. Ο ταρσανάς αποτελεί σημείο αναφοράς για την πόλη του Βόλου και τούτο οφείλεται κατά κύριο λόγο στο λαϊκό ζωγράφο Νίκο Χριστόπουλο.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου