ΤΟΠΙΚΑ

Η καλή γυναίκα

η-καλή-γυναίκα-851206

Κάποιος είχε μια ζωή που ήταν σαν τον κάμπο. Ο κάμπος αλλάζει κάθε εποχή, αλλά ούτε μεγαλώνει ούτε μικραίνει ούτε αλλάζει η φύση του. Κάθε φθινόπωρο και κάθε χειμώνα και κάθε άνοιξη και κάθε καλοκαίρι είναι ίδιος και δεν έχει γίνει διαφορετικός. Κι αυτός ο κάποιος στους δύσκολους καιρούς που ζούμε χρεοκόπησε.
Όταν αυτό συνέβη τον έπιασε μαύρη απελπισία και άρχισε να σκέφτεται: «Αν πάψω να υπάρχω, δεν υπάρχει περίπτωση να βαραίνω με την παρουσία μου εκείνους που αγαπώ κι αν δεν υπάρχει περίπτωση να βαραίνω εκείνους που αγαπώ, τότε κι αυτοί, αργά ή γρήγορα, θα με ξεχάσουν και θα ξαναφτιάξουν τη ζωή τους».
Και τη γυναίκα του την έπιασε μεγάλος φόβος. Τη μέρα που βγήκε σε πλειστηριασμό το σπίτι στάθηκε στο πλευρό του άντρα της. Ο άντρας όμως στεκόταν καταμεσής στο δρόμο. Κι ήταν πολύ συλλογισμένος. Η γυναίκα κρεμάστηκε από το λαιμό του κι έκλαψε και του είπε: «Πώς θα τα βγάλουμε πέρα από εδώ κι εμπρός;». Αλλά αυτός την κοίταξε καλά και είπε: «Εγώ πια δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σένα. Είσαι όμως δυνατή και θα τα καταφέρεις». Κι ύστερα γύρισε, πήγε στο σταθμό, πήρε το πρώτο τρένο κι εξαφανίστηκε.
Εκεί που πήγε έμενε όλη τη μέρα άπραγος, χωρίς να λέει κουβέντα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Κοιμόταν στα παγκάκια και όταν έβρεχε, βρεχόταν. Για να επιζήσει ζητιάνευε. Κάποιοι του δίναν από λύπηση ένα κομμάτι ψωμί κι αυτός το έπαιρνε, γιατί ένιωθε ότι ήταν για λύπηση. Και τριγυρνούσε με παλιόρουχα και βέβαια ούτε κέρδιζε τίποτα απ’ τη ζωή, γιατί τίποτα δεν απαιτούσε.
Και μετά από καιρό η γυναίκα του έμαθε πού βρισκόταν. Την έπιασε μεγάλη ταραχή. Ντύθηκε και χτενίστηκε όσο πιο ωραία μπορούσε, πήρε το πρώτο τρένο και πήγε εκεί που ήταν ο άντρας της. Αφού τον έψαξε για πολύ, κάποια φορά τον είδε από μακριά κι έτρεξε και κρεμάστηκε από το λαιμό του. Ο άντρας στεκόταν καταμεσής στο δρόμο κι οι άνθρωποι γύρω κορόιδευαν το παράξενο ζευγάρι, την περιποιημένη γυναίκα που αγκάλιαζε τον κουρελιάρη και βρώμικο άντρα.
Κι ο άντρας ήταν πολύ θλιμμένος και ήθελε να φύγει. Είχε όμως τη γυναίκα κρεμασμένη πάνω του, κι αυτή δεν απομάκρυνε πόντο το κεφάλι της από το λαιμό του ούτε τα χέρια της από το σβέρκο του. Και την ένιωσε να τρέμει και νόμισε πως είναι από φόβο, γιατί τα έχασαν όλα και δεν μπορούσε από μόνη της να τα βγάλει πέρα, γι’ αυτό και τον εκλιπαρούσε αγκαλιάζοντάς τον, να γυρίσει πίσω να τη φροντίσει.
Αλλά τελικά όταν σήκωσε το πρόσωπό της και τον κοίταξε, είδε ότι δεν έτρεμε από το φόβο της ούτε από υπολογισμό αλλά από τη χαρά της. Χαιρόταν τόσο επειδή ξαναβρήκε τον άντρα της, που έτρεμε. Τότε κι ο άντρας συνήλθε κάπως και ξαναβρήκε λίγο τον εαυτό του και άρχισε να τρέμει και αυτός και την αγκάλιασε κι αισθάνθηκε έντονα πόσο είχε κατρακυλήσει και τη φίλησε στο στόμα.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου