ΤΟΠΙΚΑ

Ο πωλών επί πιστώσει

ο-πωλών-επί-πιστώσει-851206

Εκείνα τα σκυλιά δεν πρόκειται ν’ αγοράσουν. Γυρνάνε ανάμεσα στα ράφια και χαζεύουν. Πρόσεχε, Μαρία, να μη σουφρώσουν τίποτα. Εκείνη η γριά. Θα ψωνίσει βερεσέ. Πάσαρέ της όλη τη σκαρταδούρα. Άρχισε από κέρδος 300% και κατέβαινε. Στο 250% θα είναι ευχαριστημένη. Κοπάνα την. Κάθε μέρα τόση ώρα χάνουμε με δαύτη.
Εκείνο το ζευγάρι που ψαχουλεύει τα ζαρζαβατικά. Κοίτα. Αν αρέσουν στη γυναίκα, μπορούμε να στριμώξουμε τον άντρα. Άρχισε απ’ τις ντομάτες. Ύστερα δούλεψέ τους στις πιπεριές. Αν αρχίσεις από τις πιπεριές, θα σου ζητήσουν μελιτζάνες. Ανασκουμπώσου. Όσο κρατάει αυτή η φτώχεια κι η δυστυχία, την έχουμε καλά. Δείξ’ τους τα φασολάκια μέχρι να φέρω εγώ από μέσα το τελάρο με τις πολυκαιρισμένες μελιτζάνες.
Αυτό που θέλετε εσείς είναι απορρυπαντικά που να κάνουν τη δουλειά τους κι όχι φιγούρες, έτσι δεν είναι; Έχω χύμα. Φτηνό και καλό. Εγγυημένο. Ναι, βέβαια, σας ζυγίζω αμέσως τρία κιλά.
Κοίταξε να τους πιάνεις στο φιλότιμο, Μαρία. Φρόντισε να νιώθουν πως σε κουράζουν. Οι πιο πολλοί είναι καλοί. Δεν τους αρέσει να σε κάνουν να ιδρώνεις. Εσύ όμως φρόντισε να νιώθουν πως σπαταλούν την ώρα σου κι ύστερα βάρα τους στο κεφάλι.
Μάλιστα, κυρία μου. Φασόλια Καστοριάς. Τα καλύτερα. Βραστερά και πεντανόστιμα. Της ίδιας κλάσης είναι και οι φακές μας, το ρύζι, τα ρεβίθια.
Χριστέ και Κύριε, από ποια παλιαποθήκη μού ήρθαν οι φακές; Κι αυτά τα μακαρόνια κι αυτή η μανέστρα είναι τουλάχιστον δέκα χρόνων! Εγώ δεν πουλάω όσπρια και ζυμαρικά, σκαρταδούρα του κερατά πουλάω! Άι στο καλό μου, ποιος είπε ότι θέλω εμπόρευμα σωστό; Εγώ παλιοσκαρταδούρα θέλω. Να κάνουν οι φακές πενήντα ευρώ το τσουβάλι και να το πουλάω χίλια. Αυτό είναι κέρδος. Τι στο διάολο να βγάλεις από καλές φακές; Μαρία, για φέρε βόλτα αυτή τη χαζή που στέκει στο πεζοδρόμιο και κοιτάει. Κόλλα της για τις μελιτζάνες. Δε μου λες, πού πήγε εκείνο το τελάρο με τις πολυκαιρισμένες μελιτζάνες; Πουλήθηκε; Αν δεν είχαμε σαπάκια στο μαγαζί, δεν θα πουλούσαμε τίποτα.
Τις ντομάτες που παραλάβαμε σήμερα βάλτες μπροστά μπροστά για μόστρα. Τραβάνε τους πελάτες. Αν πουλήσουμε αυτές τις ντομάτες στην τιμή που βάλαμε, δε βγάζουμε τίποτα. Να λες ότι πουλήθηκαν στην ταβέρνα του Ηλία κι ότι όπου να ’ναι έρχεται να τις πάρει. Δώσε τις μισοχαλασμένες, αλλά πρώτα βγάλε απ’ ανάμεσά τους τις καλές, αν υπάρχουν ακόμα. Διάβολε, τι θέλουν ν’ αγοράσουν, αφού ψωνίζουν βερεσέ; Ανασκουμπώσου. Όσο κρατάει τούτη η φτώχεια κι η δυστυχία, θα βγάζουμε παρά με ουρά.
Άκου, Μαρία. Τα γάλατα λήγουν σήμερα. Χτύπα νέα ετικέτα από πάνω. Σε πέντε μέρες πρέπει να ξεφορτωθούμε όλο το στοκ. Παντοδύναμε Θεέ! Τα πήρα κοψοχρονιά γιατί σε μία μέρα έληγαν και τα πουλάω διπλάσια απ’ το κανονικό. Να ’χα καμιά πεντακοσαριά κούτες ακόμα, θα τα κονόμαγα χοντρά. Τι λέει αυτός; Ότι δεν θα προλάβει να πιει το γάλα γιατί λήγει; Πες του ότι κρατάει ένα μήνα ακόμα, κόψ’ του και δεκαπέντε λεπτά.
Μαρία, κοίτα αν υπάρχει καμιά σακούλα ζάχαρη που να μην έχει πάρει νερό. Βγάλτην στην άκρη. Χριστέ μου, και να ’χα δέκα τόνους τέτοια ζάχαρη, στην ξεφτίλα αγορασμένη απ’ τον χοντρέμπορα, θα την έβαζα στο πενταπλάσιο και θα την πούλαγα στο άψε σβήσε. Τι διάολο θέλει κείνος εκεί; Πουλάμε τα πάντα στη μισή τιμή, δεν θα τα πάμε και στα σπίτια τους! Βγάλε τις χτυπημένες κονσέρβες από κείνο το ράφι. Γύρνα το χτύπημα από την κάτω μεριά. Να φαίνονται εντάξει.
Για λάδι ψάχνετε; Τι θέλετε περίπου; Σας αρέσει ετούτο το ηλιέλαιο; Τι θα λέγατε να σας δείξω στην αποθήκη το ελαιόλαδο που έχω για τους καλούς πελάτες; Πάμε όσο η γυναίκα σας θα κοιτάζει τα σπορέλαια.
Εντάξει, Μαρία. Μαλάκωσέ τους πρώτα κι ύστερα στέλνε τους σε μένα. Αν δεν τους πουλήσω όλα τα σαπάκια, να το κλείσω το μαγαζί!
Ορίστε, κύριε. Περάστε. Θέλεις ένα κιλό φέτα και μισό κιλό ελιές; Μάλιστα, με δέκα ευρώ τα παίρνεις. Τι; Η Μαρία σου είπε εφτά; Τρελάθηκε; Εφτά ευρώ πήρα απ’ τον χοντρέμπορα μόνο τη φέτα. Μπορώ να κατέβω στα εννιά. Πώς; Θες να πληρώσεις με αυγά; Ε, Μαρία, ακούς; Τούτος εδώ θέλει να με πληρώσει με αυγά! Κανένας δεν του είπε ότι οι συναλλαγές γίνονται με λεφτά! Τι; Είναι φρέσκα; Δε φτάνει που με χασομεράς την ώρα της δουλειάς, μου κάνεις και τον έξυπνο! Ρε Μαρία, γιατί δε μου είπες πως έχω να κάνω με κάποιον εξυπνάκια; Καλά, θα δω τι μπορώ να κάνω. Μπορεί να πουλήσω κοψοχρονιά τ’ αυγά για να βγάλω αυτά που με ζημίωσες. Θα σου δώσω ένα κιλό φέτα και μισό κιλό ελιές για τρεις δωδεκάδες αυγά. Είναι φρέσκα, έτσι δεν είναι; Θα μου δώσεις τρία ευρώ και θ’ ανοίξουμε τεφτέρι για βερεσέ, όπου θα μου χρωστάς άλλα εφτά. Τι; Εγώ είπα δέκα όλα μαζί; Δεν άκουσες ποτέ σου για χρέωση και πίστωση; Σε δεκαπέντε μέρες θα το ’χεις ξεπληρώσει. Βάλε δω μια υπογραφή. Ναι, εδώ. Εντάξει, Μαρία. Δώσε στον κύριο ένα κιλό φέτα και μισό κιλό ελιές. Θα του δώσουμε και μισό κιλό ντομάτες δωρεάν.
Αμάν, Χριστέ μου, τι ήταν αυτό; Μαρία, πόσο είχαμε πληρώσει γι’ αυτά τα σαπάκια; Ενάμισι ευρώ το πολύ; Πήρα τρεις δωδεκάδες αυγά φρέσκα κι αν δεν τα δώσω για δέκα ευρώ, να μου τρυπήσεις τη μύτη! Πήρα και τρία ευρώ μπροστά κι ανοίξαμε δεφτέρι για άλλα εφτά που θα τα πάρω σε δεκαπέντε μέρες. Αχ, Χριστέ μου, φέρτε μου κι άλλη σκαρταδούρα να γεμίσω δεκαεφτά αποθήκες!
Διάβολε, δεν προλαβαίνω να φάω! Μαρία, πετάξου να μου φέρεις δυο σουβλάκια! Ένα χειμώνα να κρατήσει ακόμα αυτή η φτώχεια κι η δυστυχία και θα γίνουμε ζάπλουτοι! Ε! Εκείνη η μουρλή μπανίζει τα σαλάμια! Φέρτην βόλτα να δεις πόσο μπόσικη είναι. Αυτοί οι φτωχοί εξ αιτίας της φτώχειας τους γίνονται πονηροί. Μαλάκωσέ τους εσύ, κι ύστερα στέλνε τους σε μένα, Μαρία. Ξέρω εγώ από ’κει κι ύστερα.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου