ΤΟΠΙΚΑ

STAGE 80.000 υποψήφιοι για 877 θέσεις. (Από τις εφημερίδες)

stage-80-000-υποψήφιοι-για-877-θέσεις-από-τις-εφημε-851206

Πάρε στη δούλεψή σου αυτό το αγόρι, αφεντικό. Αυτό το αγόρι, αυτό το παιδί, θυμάσαι που ερχόταν κι έπαιζε κάτω από το γραφείο σου; Θυμάσαι που σου έσπασε το τζάμι με τη μπάλα; Ήθελες να το δείρεις τότε. Δώσε ένα μικρό ποσό εφ’ άπαξ και πάρτο. Εκατό ευρώ για να έχει τον πρώτο καιρό να κινείται και τα υπόλοιπα πληρωμένα από το κράτος –είναι καλό και δουλευτάρικο παιδί.
Αφεντικό, τα χρόνια των σπουδών του, τα πτυχία του, τα έξοδα που έκανα. Να τα. Σωριασμένα εδώ, μπροστά σου. Πάρτα για τετρακόσια ευρώ το μήνα και βάλτα στη δουλειά. Πούλησέ τα έπειτα όσο όσο. Πούλησε και το μυαλό και τα χέρια του που τραβάνε. Εμάς δε μας χρειάζονται πια.
Εκατό ευρώ εφ’ άπαξ δεν είναι πολλά για να πάρεις ένα καλό αγόρι. Οι σπουδές του μόνο μου κόστισαν πενήντα χιλιάδες. Εκατό ευρώ δεν είναι πολλά. Πάρτο. Δεν μπορώ να γυρίσω στο σπίτι το παιδί άνεργο πάλι… Καλά, μη δίνεις τα εκατό. Πάρτο μαζί με την πίκρα του και την πίκρα μου για τετρακόσια ευρώ το μήνα που πληρώνει το κράτος. Πάρε τα μάτια του και το χαμόγελό του. Πάρε τα όνειρα, τις φιλοδοξίες, τις ελπίδες του. Πάρε το σαν από σίδερο στήθος του με το μικρό χρυσό σταυρουδάκι. Του το αγόρασε η μάνα του όταν πρωτοπήγε σχολείο. Άχρηστα πράματα, σωριασμένα εδώ, μπροστά σου.
Δεν μπορείς πια να πουλήσεις ένα αγόρι με μυαλό ξυράφι και στήθος από σίδερο. Τα σκλαβοπάζαρα είναι στη φούρια τους τώρα.
Να, πάρτα όλα αυτά και μην πληρώνεις τίποτα. Δεν παίρνεις με μια σου υπογραφή μόνο άχρηστα πράματα, αγοράζεις και άχρηστες ζωές. Και κάτι πάρα πάνω -θα δεις- αγοράζεις μίσος. Παίρνοντας έναν ακόμα σκλάβο για να υποσκάψεις το χώμα που πατάς και σε κρατάει όρθιο, υποδουλώνεις τα χέρια και το μυαλό που θα μπορούσαν να σε σώσουν. Πάρε το αγόρι μου, είναι τζάμπα για σένα. Δεν μπορώ να το κουβαλάω πίσω στο σπίτι χωρίς δουλειά…
Καλά, θα δουλεύει και τα Σάββατα. Στο ξαναλέω όμως, αγοράζεις αυτά που θα υποσκάψουν το χώμα που πατάς. Και δε θα το καταλάβεις. Πάρε το παιδί στη δουλειά για τετρακόσια ευρώ που θα πληρώσουν άλλοι. Τώρα λέγε, πόσο αξίζουν αυτά τα δύο χέρια και τούτο εδώ το βλέμμα; Αυτά τα δύο μάτια ταιριασμένα στο χρώμα του μελιού μα και στην περηφάνια; Στα ζόρικα στυλώνονται απάνω σου και δεν ξεφεύγουν μήτε τόσο δα απ’ το άδικο που τους κάνεις. Κι ύστερα μαύρο φως περνάει από μέσα τους. Κοιτάνε με ένα βλέμμα πάνω από τον κόσμο και μιλάνε για μας που ξεπουλάμε τα παιδιά μας και για σένα, που κάποτε θα ’ρθει η ώρα σου.
Και το ξανθό τσουλούφι που του πέφτει στο μέτωπο πόσο κοστίζει; Έχει μια μάνα. Της αρέσει να τον χτενίζει και να τραβάει το τσουλούφι του. Της αρέσει να το κάνει αυτό. Μα όχι τώρα πια. Να μπορούσα, αφεντικό, να σου έλεγα μια αστεία ιστορία για τη μάνα και το αγόρι μου! Θα γελούσες.
Αυτός που στέκεται τώρα μπροστά σου είναι εικοσιπέντε χρόνων και ζητάει δουλειά. Θέλεις να τον κοιτάξεις; Το μυαλό του, τα μπράτσα του, τα δόντια, όλα γερά. Τα πνευμόνια βαθιά. Πόδια γερά, πτυχία, ξένες γλώσσες. Πόσο; Δε δίνεις δυάρα τσακιστή; Καλά λοιπόν, τα είπαμε αυτά, πάρτον, άλλοι πληρώνουν! Πάρτον γρήγορα, αφεντικό. Αγοράζεις δίχως δικά σου έξοδα ένα αγόρι που το χτένιζε η μάνα του και του τράβαγε το τσουλούφι, που το καμάρωνε κι έτριβε τα μάγουλά της πάνω στο τρυφερό του μάγουλο. Αγοράζεις χρόνων δουλειά δική μου και μόχθο μέσα στη μέρα και στη νύχτα. Αγοράζεις δίχως να ξοδευτείς μια θλίψη που δεν μπορεί να μιλήσει. Πρόσεχε όμως, αφεντικό. Μαζί με όλα αυτά αγοράζεις και μια πικρή ρίζα, που θα φυτρώσει στο σπίτι σου και θα λουλουδιάσει μια μέρα. Όλοι μαζί θα μπορούσαμε να σωθούμε, όμως εσύ αγοράζοντας το αγόρι μας μάς τσάκισες και σύντομα θα τσακιστείς κι ο ίδιος, γιατί δε θα υπάρχει κανένας από εμάς για να σε σώσει. Μας βλέπεις; Δε γελάμε πια, μήτε τραγουδάμε. Περπατάμε στο δρόμο με τα χέρια στις τσέπες, κλωτσώντας με τα παλιά παπούτσια μας τις άκρες του πεζοδρομίου.
Πάρε, αφεντικό, ό,τι μπορεί να πουληθεί από αυτό το αγόρι. Το ξέρεις καλά ότι εγώ δεν μπορώ να τα κρατήσω. Πάρτα και πούλα τα κοψοχρονιά, θα ’χεις μεγάλο κέρδος. Ό,τι χρειάζεται για μένα, είναι μόνο η ψυχή του. Ξέρεις τι είναι αυτή; Αυτή είμαι εγώ, ο πατέρας μου, ο παππούς μου, όλη μου η γενιά που ζει μέσα στο αγόρι μου. Αυτή τη θέλουμε κι εγώ κι ο γιος μου, γιατί πώς θα είναι όταν ξυπνάς τη νύχτα και γνωρίζεις πως δεν ορίζεις τίποτα; Μπορείς να ζήσεις δίχως την ψυχή σου; Μα, όχι, δεν μπορείς. Η ψυχή σου είσαι εσύ. Οι χαρές σου και οι λύπες σου πάνω σ’ αυτό το πνεύμα και το σώμα που αγοράζεις με τα λεφτά των άλλων, είσαι εσύ. Αλλά νομίζω ότι την ψυχή τού αγοριού μου θέλεις πάνω απ’ όλα, αφεντικό, κι ύστερα όλα τα άλλα. Πάρτη κι αυτή, λοιπόν. Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Αλλά να ξέρεις. Όταν δε θα ’χουν πια τ’ αγόρια μας ελπίδες κι όνειρα και φιλοδοξίες, όταν και η ψυχή τους ακόμα θα έχει πια ξεπουληθεί στα σκλαβοπάζαρα, θα απομείνει μοναχά γυμνό το μίσος τους και θα τραβάει μπροστά, σαν ένας μικρός τυμπανιστής που οδηγάει μια παρέλαση από τυφλούς πόνους. Και κάποια μέρα όλες οι μικρές παρελάσεις θα πάρουν τον ίδιο δρόμο και τότε είσαι χαμένος, αφεντικό.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου