ΤΟΠΙΚΑ

Η ρακοσυλλέκτρια

η-ρακοσυλλέκτρια-851206

Πάνω στην άσφαλτο, στη άκρη του πεζοδρομίου κάθε πρωί και μέσα στο ημίφως μία γριά σέρνεται και για τίποτα δε λοξεύει από το στόχο της, που δεν είναι άλλος από τον κάδο απορριμμάτων, γωνία Τ. Οικονομάκη με Γαμβέτα. Τα σκληρά της μάτια με το κιτρινισμένο ασπράδι δεν βλέπουν τίποτα τριγύρω, αλλά βάζουν ζόρι να δουν τα απαραίτητα. Τα άσπρα της μαλλιά γλιστρούν απ’ το κρανίο σαν άσπροι σπάγκοι μαύροι από τη βρώμα. Το τραχύ της στόμα είναι μισάνοιχτο και τα αστεία φρύδια της που μοιάζουνε με νύχια είναι ανασηκωμένα.
Διασχίζει κάθετα το δρόμο και το βουνό που σηκώνεται μπροστά της δεν είναι άλλο από το ρείθρο του απέναντι πεζοδρομίου. Σταματάει. Μισοκλείνει τα μάτια και κοιτάζει μια δεξιά και μια αριστερά. Τελικά αρχίζει να σκαρφαλώνει. Τα σκληρά σαν από κέρατο χέρια της πασχίζουν από κάπου να πιαστούν, μα δεν το καταφέρνουν. Σπρώχνοντας με τα πόδια, σέρνεται στο καπό κάποιου αυτοκινήτου, ενώ το κεφάλι της ξεπροβάλλει μπροστά, όσο μακρύτερα μπορεί να τεντωθεί ο λαιμός της.
Λίγο λίγο η γριά σκαρφαλώνει στο πεζοδρόμιο, όπου ένα καχεκτικό δεντράκι της κόβει τη φόρα. Τα χέρια της, λες κι ενεργούν αυτόματα, σπρώχνοντας το βλαστό, δίνουν ώθηση στο κορμί, που έρχεται να ακουμπήσει στο πεζούλι του 6ου δημοτικού σχολείου. Το κεφάλι ανασηκώνεται και κοιτάζει το στενό πεζοδρόμιο. Τώρα τα χέρια στηρίζονται στο πεζούλι, βάζουν δύναμη και το κορμί ξεκολλάει αργά και σέρνεται ένα δυο μέτρα. Σταματάει για να ξεκουραστεί. Για κάμποσες στιγμές απομένει ασάλευτη και τα γέρικα, κωμικά και ζαρωμένα μάτια της πεταρίζουν. Μετά χέρια και πόδια αρχίζουν τη δουλειά κι ο δρόμος συνεχίζεται. Τώρα που πήρε φόρα η πορεία είναι εύκολη και σειέται πότε από δω πότε από κει καθώς τραβάει μπροστά.
Φτάνει επιτέλους, κάνει προσπάθειες, το κορμί ορθώνεται όλο και πιο ψηλά, τα χέρια της γαντζώνονται από το χείλος του ανοιχτού κάδου και η γριά βρίσκεται πια μια ανάσα μακριά από το στόχο. Ξεσκίζει με τα νύχια μια σακούλα και βγάζει το πρώτο τρόπαιο.
Μία γυναίκα κοντά στα σαράντα παρκάρει απέναντι και διαγώνια. Κατεβαίνει και μόλις βλέπει τη γριά, πιάνει άκρη άκρη την Τ. Οικονομάκη και προσπερνάει. Η γριά, με ένα σακούλι αποφάγια στο αριστερό της χέρι, ζαρώνει στο καβούκι της και θέλει να φύγει, γιατί ντρέπεται. Ένας άντρας πλησιάζει τώρα κι όταν φτάνει κοντά, πάει κατ’ ευθείαν πάνω στη γριά, σα να θέλει να την πατήσει…
Πεσμένη τώρα με τη ράχη πάνω στον κάδο απορριμμάτων η γριά, μένει σ’ αυτή τη στάση κάμποση ώρα. Τελικά σπρώχνει με το κορμί και σιγά σιγά ξεκολλάει από τον κάδο. Και καθώς κατεβαίνει το πεζοδρόμιο, βγαίνει ο ήλιος. Η γριά φτάνει απέναντι και όπως προχωρεί αφήνει πίσω της μία κυματιστή γραμμή από λάδια, που χύνονται απ’ τη σακούλα με τ’ αποφάγια. Τα γέρικα, αστεία φρύδια της είναι ανασηκωμένα και το τραχύ της στόμα είναι μισάνοιχτο. Τα σκληρά της μάτια με το κιτρινισμένο ασπράδι δε βλέπουν τίποτα απ’ την καινούρια μέρα• κοιτάζουν και βλέπουν προς τα μέσα.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου