ΤΟΠΙΚΑ

Ρέκβιεμ για τη γενιά των εφτακοσίων

ρέκβιεμ-για-τη-γενιά-των-εφτακοσίων-851206

Οι νεκροθάφτες βρήκαν τον Ν. στην είσοδο του διαμερίσματος. Μπήκαν, σήκωσαν γρήγορα το φέρετρο της Μαρίας –ένα κουτί από νοβοπάν ντυμένο με μοβ φόδρα- και κρατώντας το σαν πολιορκητικό κριό κατέβηκαν τη σκάλα. Τους νεκρούς τούς κατέβαζαν με σεβασμό μόνο από χίλια ευρώ και πάνω.
Τα κοράκια είχαν κιόλας φύγει. Δεν υπήρχε πια Μαρία. Ο Ν. βιάστηκε να κατέβει με το ασανσέρ και να ακολουθήσει με τα πόδια το παλιό καμιόνι που οδηγούσε ένας από τους νεκροθάφτες. Από το ανοιχτό τζάμι του οδηγού ακουγόταν μουσική. Έπαυε με πάνω από είκοσι ευρώ.
Μπροστά στην εκκλησία σταμάτησαν. Ο παπάς κι ο διάκος συνοφρυωμένοι τούς γύριζαν την πλάτη και βηματίζαν άκεφα. Ύστερα μπήκαν όλοι μαζί κι ο Ν. στάθηκε δίπλα στο φέρετρο. Σήκωσε τα μάτια. Μπροστά του, κρεμασμένο στον τοίχο, είδε τον Ιησού πάνω στο σταυρό του κι ο Ν. ρώτησε: «Γιατί πέθανε η Μαρία;». «Αυτό είναι ευθύνη άλλου» είπε ο Ιησούς. «Τίνος;». Η συζήτηση γινόταν χαμηλόφωνα. «Πάντως όχι δική μου» είπε ο Ιησούς. «Πριν από έναν χρόνο είχες έρθει στο γάμο μου» είπε ο Ν. «Ωραία ήταν. Γιατί δεν ξόδεψες τόσα λεφτά και τούτη τη φορά;». «Δεν έχω κι η τράπεζα δε δίνει άλλο δάνειο». «Ναι» είπε ο Ιησούς. Έδειχνε αμήχανος, κοίταζε αλλού και φαινόταν να βαριέται.
Ο παπάς άρχισε θυμωμένα τη νεκρώσιμη ακολουθία ουρλιάζοντας ψαλμούς στα αρχαία ελληνικά. «Γιατί άφησες να πεθάνει; Γιατί μας εγκατέλειψες;». «Σε παρακαλώ, μην επιμένεις» είπε ο Ιησούς προσπαθώντας να βολευτεί κάπως πιο άνετα στα καρφιά του. «Ήταν τόσο γλυκιά. Την αγαπούσα. Ποτέ δεν έκανε κακό σε κανένα. Δούλευε από το πρωί ως το βράδυ για να τα βγάλουμε πέρα και βλεπόμασταν μόνο τις Κυριακές». «Αυτό δεν έχει σχέση με τη θρησκεία» είπε ο Ιησούς κουνώντας το κεφάλι για να μετακινηθεί λίγο το αγκάθινο στεφάνι του. «Δεν καταλαβαίνω σε τι έχουμε φταίξει. Δεν αξίζουμε τέτοια ζωή ούτε και τέτοιο θάνατο» είπε ο Ν. Ο Ιησούς δεν αποκρίθηκε. Έμοιαζε βολεμένος και ευχαριστημένος πάνω στο σταυρό του σαν επίσκοπος μετά το γεύμα. Εκείνη τη στιγμή ο παπάς πήδηξε από το ένα πόδι στο άλλο, ξεφύσηξε σαν τρομπόνι κι η τελετή τελείωσε.
Ο Ν., δυο τρεις φίλοι και δυο τρεις άγνωστοι βγήκαν και στάθηκαν να περιμένουν δίπλα από το καμιόνι. Τότε ο παπάς κι ο διάκος βγήκαν φορώντας κουρελιασμένα άμφια. Από κοντά κι ο ψάλτης, που αρνούνταν να ψάλλει. Άρχισαν να πηγαινοέρχονται νευρικά γύρω από το καμιόνι, κάνοντας νοήματα στους νεκροθάφτες να βιαστούν. Ο Ν. δεν τολμούσε να παραπονεθεί, είχε δηλώσει άπορος και τα λεφτά που έδωσε και για τους τρεις ήτανε λίγα, όχι πάνω από εκατό ευρώ. Δεν τόλμησε να σαλέψει ούτε κι όταν η μηχανή του καμιονιού πήρε μπροστά και η εξάτμιση τον έπνιξε στον καπνό.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου