ΤΟΠΙΚΑ

Η ταινία της ζωής των αδελφών Παλαιοκώστα

η-ταινία-της-ζωής-των-αδελφών-παλαιοκ-851206

Οι αδελφοί Παλαιοκώστα,ο Νίκος και ο Βασίλης, τα δύο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας, μεγάλωσαν σε ένα ορεινό χωριό των Τρικάλων, το Μοσχόφυτο.
Είναι ίσως οι μόνοι που πέταξαν ύστερα από ληστεία στην Καρδίτσα χρήματα -200.000 δρχ. ήταν- λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εμείς δεν ληστεύουμε ψιλά».

Από νωρίς στην παρανομία (ο μικρότερος σε ηλικία μόλις 20 χρόνων) έγραψαν τη δική τους ιστορία. Ηταν φίλοι τριών μεγάλων αστέρων του εγκλήματος του Μιχάλη Μακρυγιάννη, του μακαρίτη Παύλου Κερεμίδη και του Κώστα Σαμαρά.
Και ήταν πάντα ενωμένοι. Ποτέ, ούτε για μια φορά, δεν ξέχασε ο ένας τον άλλον. Η ενότητά τους -αξιοζήλευτη μεταξύ άλλων αδελφιών- αποτελεί ένα άλλο χαρακτηριστικό τους.
Τον Απρίλιο του 1990, ο Βασ. Παλαιοκώστας και ο Κώστας Σαμαράς συνελήφθησαν στις φυλακές της Λάρισας, όταν προσπάθησαν να απελευθερώσουν τον μεγαλύτερο αδελφό του Νίκο, που είχε μπει στη φυλακή τέσσερα χρόνια νωρίτερα, κατηγορούμενος για κλοπές.
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας έμεινε λιγότερο από έναν χρόνο στις φυλακές. Απέδρασε από τις φυλακές Χαλκίδας, όπου είχε μεταφερθεί. Ηδη από τον Δεκέμβριο του 90 ο Νίκος είχε αποδράσει από τον Κορυδαλλό κατά τη διάρκεια της μεγάλης εξέγερσης.
Τον Νοέμβριο του 1990 βρέθηκε στη λεωφ. Καβάλας μια τσάντα με όπλα και εκρηκτικά. Τον Μάρτιο του 1991, η Ασφάλεια ανακοίνωσε ότι η τσάντα ανήκε στη συμμορία των αδελφών Παλαιοκώστα και του Σαμαρά.
Τον Απρίλιο του 1991 οι αδελφοί Παλαιοκώστα (έξω πλέον και οι δύο), ακινητοποίησαν τον πρόεδρο και τον γραμματέα του Αγροτικού Συνεταιρισμού Καρδίτσας, έξω από την Εθνική Τράπεζα. Ηταν τότε που είπαν ότι «δεν ληστεύουν ψιλά». Τον ίδιο χρόνο σχηματίστηκε δικογραφία για τη συμμετοχή του Βασίλη στη ληστεία της «Εμπορικής Τράπεζας», στα Γιάννενα. Τον Ιούνιο του 1992 το όνομά του ενεπλάκη στη ληστεία της Εθνικής Τράπεζας, στην Καλαμπάκα, με λεία 125 εκατομμύρια δραχμές.
Τον Ιούλιο του 1995, τα αδέλφια κατηγορήθηκαν ότι απείλησαν με αυτόματα τους λιμενικούς στην Πάτρα, που τους αναγνώρισαν. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου κατηγορήθηκαν για τη ληστεία της Ιονικής Τράπεζας, στο Περιστέρι.
Τον Δεκέμβριο, τα ονόματά τους ενεπλάκησαν στην υπόθεση απαγωγής του επιχειρηματία Αλέξανδρου Χαΐτογλου («Μακεδονικός Χαλβάς»). Αφού πήραν στα χέρια τους τα λύτρα, 250 εκατομμύρια, άφησαν τον επιχειρηματία ελεύθερο.
Ενα χρόνο μετά, τον Αύγουστο του 1996, ο Βασίλης Παλαιοκώστας εθεάθη στην Κέρκυρα. Και πάλι όμως κατάφερε να διαφύγει, αρπάζοντας το αυτοκίνητο μιας γυναίκας. Δύο χρόνια αργότερα, το κλεμμένο αυτοκίνητο που οδηγούσε βγήκε από την πορεία του, στα Γιαννιτσά. Και τότε όμως κατάφερε να διαφύγει. Πήρε το Ι.Χ. του 26άχρονου επιχειρηματία που σταμάτησε για να τον βοηθήσει και εξαφανίστηκε.
Τον Ιούλιο του 1998 το όνομά του ενεπλάκη στη ληστεία της Εθνικής Τράπεζας, στη Λάρισα. Τον Μάιο του 1999 εντοπίστηκε σε τυχαίο έλεγχο αστυνομικών στην Πύλη Τρικάλων. Και πάλι κατάφερε να διαφύγει. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1999, ο Βασίλης Παλαιοκώστας «νικήθηκε» από τις καιρικές συνθήκες. Εβρεχε. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε βγήκε από την πορεία του λόγω της ολισθηρότητας του δρόμου και έπεσε σε αυλάκι. Οταν οι αστυνομικοί του φώναξαν: «Παλαιοκώστα τελείωσες», τους απάντησε: «Επαιξα και έχασα». Ο ένας από τους δύο «νταβέληδες», όπως τους έχουν χαρακτηρίσει, συνελήφθη. Εμεινε στον Κορυδαλλό ως τη μέρα που ήλθε και τον “παρέλαβε” ενα ελικόπτερο, το 2003.

Ο ΝΙΚΟΣ
Ο μεγαλύτερος αδελφός του Νίκος είναι ελεύθερος από το 1990, όταν απέδρασε από τις φυλακές Κορυδαλλού. Το όνομά του έχει συνδεθεί και με άλλες ληστείες, «τρύπες» στα μπλόκα των αστυνομικών, «κρυφτούλι» με την ΕΛ.ΑΣ., ακόμη και με απόδραση με ποδήλατο ύστερα από ληστεία.
Ο «μετρ των αποδράσεων», «φαντομάς των βουνών» ή όπως αλλιώς τον έχουν κατά καιρούς βαφτίσει, είναι ελεύθερος 16 ολόκληρα χρόνια. Και επικηρυγμένος με ένα ποσό πειρασμό (750.000 ευρώ για την απαγωγή του Χαΐτογλου) για τους υποψήφιους… διώκτες του. Και όμως καταφέρνει να είναι ελεύθερος.
Στις έξι Οκτωβρίου 2002 η Ελλάδα ετοιμαζόταν για τις δημοτικές εκλογές και μόλις είχε αρχίσει να καταλαγιάζει ο κουρνιαχτός των συλλήψεων για τη «17 Νοέμβρη». Τα ελικόπτερα είχαν καθήσει στο έδαφος, τα Τσερόκι της Αντιτρομοκρατικής είχαν πάει για σέρβις, οι αξιωματούχοι λικνίζονταν ξαπλωμένοι σε αιώρες από νικηφόρες δάφνες. Και ξαφνικά ακούγεται από τα τηλέφωνα: «Ο Παλαιοκώστας θα κινηθεί από το Καρπενήσι προς τη Λαμία». Είχαν πιάσει “δουλειά” οι πληροφοριοδότες…
Και κάποια στιγμή βρίσκουν το αυτοκίνητό του. Κοντά στο σταθμό του τρένου στο Λιανοκλάδι, ο Νίκος τους παίρνει χαμπάρι και πατάει το γκάζι στο κλεμμένο βυσσινί Νισσάν. Ο άνθρωπος που έτσι κι αλλιώς θα μείνει στην ελληνική εγκληματολογική ιστορία, μόλις είχε εφαρμόσει για μία ακόμα φορά ένα από τα δόγματα ασφαλείας του: «Αλλάζουμε τα αμάξια σαν πουκάμισα».
Ο άνθρωπος που θεωρείται ο μεγαλύτερος κακοποιός χωρίς ποτέ να έχει σκοτώσει, έχει πολλές ιστορίες να πει. Ιστορίες σκληρές με κυνηγητά στα βουνά, με χρηματοκιβώτια που υποχωρούσαν σαν πόρτες σε σαλούν στο πέρασμά του. Αλλά και ιστορίες μαγκιάς και μιας ιδιότυπης ντομπροσύνης, σαν αυτή με το κομπολόι που πέταξε στον πιλότο του ελικοπτέρου για «να θυμάται τον Παλαιοκώστα».
Εκείνη την ημέρα, στις έξι Οκτωβρίου 2002, ο Παλαιοκώστας σταμάτησε στο πανδοχείο του Νίκου Αυγερινού στην Παύλιανη, μεταξύ Φθιώτιδας και Φωκίδας. Ζητάει να φάει καλοψημένο κρέας με τηγανητές πατάτες. Μόλις έφαγε φώναξε τον ιδιοκτήτη στο τραπέζι. «Κοίτα να δεις, είμαι ο Νίκος ο Παλαιοκώστας, με κυνηγάνε», του λέει κι έβγαλε ένα πακετάκι ευρώ στο τραπέζι. «Θέλω τ αμάξι σου, καταλαβαίνεις, δεν θα σου κάνω κακό, να ξεφύγω θέλω».
«Φοβάμαι», του λέει ο Αυγερινός. «Αν κάνεις ό,τι σου λέω δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς», απαντά. «Αν σου δώσω τ αμάξι μου για μισή ώρα μπορεί και να πουν ότι είμαι συνένοχος», του λέει. «Ωραία, δώσε μου τα κλειδιά, χωρίς να γίνει καμιά μαλακία και ειδοποίησε τους μπάτσους μετά από ένα τέταρτο». «Ηταν ένας ευγενικός άνθρωπος, ντυμένος σαν κυνηγός, περιποιημένος, δεν έμοιαζε να είχε ταλαιπωρηθεί, θα μπορούσες να τον δεις τυχαία και να τον κεράσεις και καφέ», είχε πει τότε ο πανδοχέας. Την επόμενη ημέρα οι ΕΚΑΜ τον εντόπισαν. Σταμάτησε μια γυναίκα που οδηγούσε κάπου στην Καλοσκοπή. Της πήρε το αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκε.
Τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι, τα παιδιά της οικογένειας Παλαιοκώστα, μεγάλωσαν στο Μοσχόφυτο των Τρικάλων, 800 μέτρα υψόμετρο. Ο Νίκος πήγε μερικά χρόνια στα καράβια, δεν άντεξε, ξεμπάρκαρε και πίσω στο χωριό. Από τα 19 του στο πανηγύρι της παρανομίας. Το πρώτο, ελάχιστο βέβαια, βήμα ήταν μια παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Και μετά, άλλοτε κλοπές, άλλοτε ληστείες κι άλλοτε κλοπές αυτοκινήτων για κάποιες «δουλειές», εκβιασμούς και άλλα. Ποτέ, όμως, αίμα. Αντε καμιά σφαλιάρα, καμιά κλοτσιά, κι αυτό στα δύσκολα, για να ξεφύγει. Πολλές φορές οι άνθρωποι ερωτεύονται περισσότερο τον πόθο παρά το ίδιο του το αντικείμενο. Κάπως έτσι είναι και ο Νίκος Παλαιοκώστας που από μικρό παιδί ερωτεύτηκε την αυταπάτη μιας εξέγερσης εναντίον όλων, των μπάτσων, του συστήματος γενικώς και απροσδιορίστως, των τραπεζών, της μαγκιάς της εξουσίας.
Το τσακάλι
Γράφει ο Κ. Σαμαράς στο βιβλίο του για τον Παλαιοκώστα: «Είχε ανέβει και αυτός στη Θεσσαλονίκη και συναντηθήκαμε. Αγκαλιαστήκαμε, γελώντας. Καθίσαμε στο μικρό σαλονάκι του σπιτιού όπου έμενα, σέρβιρα καφεδάκια και αρχίσαμε ν ανταλλάσσουμε τα νέα μας και τις εμπειρίες μας.
Ολο το διάστημα που ήμουν φυλακή, ο Νίκος δεν είχε κάτσει ήσυχος. Ηταν δραστήριος τύπος. Ενα φεγγάρι είχε βγει στην Ευρώπη για κάτι μισοπαράνομες δουλειές, αλλά δεν κόλλησε. Ξαναγύρισε στην πατρίδα και στην “καθαρή” παρανομία “χτυπώντας” τους ίδιους πάνω κάτω στόχους που κυνηγούσε παλιότερα. Είχε έρθει επάνω με ένα κλεμμένο μικρό κίτρινο Τογιότα Στάρλετ με το οποίο πέρναγε απαρατήρητος. (…) Ο Νίκος δεν είχε κατηγορηθεί ακόμα και δεν είχε μπει φυλακή. Δεν ήθελε να διακινδυνεύσει ιδιαίτερα ούτε είχε έντονα απωθημένα από την εξουσία και το σύστημα. Η πολιτικοκοινωνική του σκέψη ήταν ακατέργαστη και απλοϊκή. Είχε όμως την ενστικτώδη πονηριά και τη θρασύτητα ενός τσακαλιού από τα βουνά της Πίνδου απ όπου καταγόταν».
Μαζί με τον αδερφό του Βασίλη, είναι επικηρυγμένος από το 1995 για 250 εκατομμύρια δραχμές. Ο Νίκος Παλαιοκώστας ξέρει το βουνό Κόζιακας, στα Τρίκαλα, όπως εμείς την κρεβατοκάμαρά μας. Ηρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τους διώκτες του αρκετές φορές. Η πρώτη ήταν στην Καρδίτσα. Γλίτωσε στο παρά πέντε. Μετά στα Φουρνά της Ευρυτανίας και ακολούθησε εκείνο το σαββατοκύριακο του Οκτωβρίου στη Φθιώτιδα. Ο αδερφός του, ο Βασίλης, πιάστηκε το Δεκέμβριο του 1999. Τους καταζητούσαν για την απαγωγή του επιχειρηματία Αλ. Χαΐτογλου. Με το αυτοκίνητο που οδηγούσε έπεσε μέσα σ ένα αρδευτικό κανάλι στην παλιά εθνική οδό Λαμίας – Λιβαδειάς. Ο οδηγός του, παρά την πρόσκρουση, βγήκε εύκολα από το Χιουντάι που οδηγούσε. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας δέχθηκε τις περιποιήσεις των οδηγών. Ενας τροχονόμος τον είχε πάρει χαμπάρι, ειδοποίησε και έστησε από μόνος του ολόκληρη επιχείρηση για τη σύλληψή του.
Δύο αποδράσεις σε δύο χρόνια
Μια ζωή παραβατικότητας, θα έλεγαν οι ειδικοί. Στην αρχή μικροκλοπές. Μόνο σε μια δικογραφία που παραμένει ακόμα ανοιχτή στην Ασφάλεια περιλαμβάνονται 27 κλοπές και διαρρήξεις, στην Καλαμπάκα, τα Τρίκαλα, την Αρτα, τη Θεσσαλονίκη, ακόμα και στην Καλαμάτα. Ο Νίκος συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1988. Πρώτη απόδραση. Ξαναπιάστηκε, απέδρασε και πάλι. Τον Απρίλιο του 1990 μπήκε και ο Βασίλης στη δουλειά. Ληστείες σε τράπεζες.
Ο Βασίλης πιάστηκε πρώτη φορά το 86 για ληστείες και κλοπές. Ο Νίκος πιάστηκε στις 25 Απριλίου του 90 όταν με ένα αυτοκίνητο που είχε θωρακίσει ερασιτεχνικά με εσωτερική λαμαρίνα προσπάθησε μαζί με τον Κώστα Σαμαρά ν απελευθερώσει τον αδερφό του από τις φυλακές της Λάρισας. Το Νοέμβριο του 90 στη Λ. Καβάλας βρέθηκε μια τσάντα με όπλα και εκρηκτικά. Είπαν, τότε, ότι η τσάντα ανήκε στη συμμορία των αδερφών Παλαιοκώστα και του Σαμαρά. Στις 15 Ιανουαρίου του 91 ο Βασίλης απέδρασε από τις φυλακές της Χαλκίδας. Την ίδια χρονιά φτιάχτηκε δικογραφία για τη συμμετοχή του στη ληστεία της Εμπορικής Τράπεζας στα Γιάννενα.
Γράφει ο Κ. Σαμαράς για τον Βασίλη Παλαιοκώστα: «Υστερα από την παράδοση του Ρέιντς Ρόβερ, ο Βασίλης αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα και να βρει τον αδερφό του τον Νίκο στο εξωτερικό δηλώνοντάς μου, και πολύ σωστά, ότι δεν είχε σκοπό να γίνει “τοξικομανής” της παρανομίας».
Είναι πολλές οι ιστορίες για τον Νίκο Παλαιοκώστα. Ολες κινούνται πάνω στη λεπτή κλωστή που χωρίζει το μύθο από την αλήθεια. Μια φορά, λένε, σε ένα χωριό κοντά στον Κόζιακα, υπήρχε μια οικογένεια, ο πατέρας της οποίας αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας μαζί με οικονομικό. Ενα βράδυ χτύπησε η πόρτα και ένα χέρι πέταξε, λένε, έναν φάκελο με δυο τρία εκατομμύρια δραχμές. Μετά από καιρό ένας άγνωστος τηλεφώνησε και ρώτησε, αν πιασαν τόπο τα λεφτά. Ακουσε «ναι, πιάσανε, ποιος είναι;». Και το τηλέφωνο έκλεισε.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου