ΤΟΠΙΚΑ

Ψηλά η Μαγνησία στις ανισότητες

ψηλά-η-μαγνησία-στις-ανισότητες-851206

Σημαντικές ανισότητες μεταξύ των νομών της Θεσσαλίας, με τη Μαγνησία να κατέχει τα πρωτεία σε ανάπτυξη και κατά κεφαλήν εισόδημα, καταγράφει διπλωματική έρευνα απόφοιτης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Η αξιολόγηση των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων στην περιφέρεια Θεσσαλίας που κατέγραψε η κ. Σοφία Πλατή, απόφοιτη του τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, με επιβλέπων καθηγητή τον κ. Σεραφείμ Πολύζο, αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο μελέτης και ανάλυσης χαρακτηριστικών, στην οποία απεικονίζεται πλήρως η σύγκλιση των πληθυσμιακών εξελίξεων αλλά και η ύπαρξη διαφοροποιήσεων, όσον αφορά στην οικονομική βάση και την ανάπτυξη.
Οι ανισότητες εντοπίζονται στην εξέλιξη του πληθυσμού, στην εξέλιξη της ηλικιακής δομής του πληθυσμού, στη μετανάστευση, στο μορφωτικό επίπεδο, στον οικονομικά ενεργό και μη ενεργό πληθυσμό, στην απασχόληση, στο επίπεδο ανεργίας, στις συγκοινωνίες και γενικότερα στους δείκτες ευημερίας της Περιφέρειας Θεσσαλίας και των Νομών της, στην οικονομική φυσιογνωμία της Περιφέρειας Θεσσαλίας, στα ποσοστά κατανομής της απασχόλησης, στα επίπεδα παραγωγικότητας και οι γεωργικές και μη γεωργικές περιοχές, οι ορεινές και πεδινές περιοχές και στην ύπαρξη φυσικών πόρων ή όχι.
Σύμφωνα με την έρευνα ο πιο ανεπτυγμένος νομός είναι ο νομός Μαγνησίας, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του νομού υπολείπεται ελάχιστα του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας, παρά τη μείωση που παρουσίασε τα τελευταία χρόνια. Μείωση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχουν παρουσιάσει και οι υπόλοιποι νομοί, πλην του νομού Καρδίτσας που διατηρεί μια σχετική σταθερότητα. Αυτό σημαίνει ότι έχει επιδεινωθεί η θέση της Περιφέρειας στη χώρα, όσον αφορά στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Η Θεσσαλία είναι μια Περιφέρεια όπου οι ενδοπεριφερειακές ανισότητες διακρίνονται από διαφορές στους δείκτες ευημερίας, παραγωγικής διάρθρωσης και ανάπτυξης μεταξύ του ανατολικού της τμήματος που περιλαμβάνει τους νομούς Λάρισας και Μαγνησίας και του δυτικού της τμήματος που περιλαμβάνει τους νομούς Καρδίτσας και Τρικάλων. Οι διαφορές αυτές είναι εμφανείς τόσο στους δημογραφικούς δείκτες, όπου ο ρυθμός αύξησης του ανατολικού τμήματος είναι υπερδιπλάσιος του δυτικού, όσο και από τους διαρθρωτικούς δείκτες. Πέρα από τις ενδοπεριφερειακές ανισότητες υφίστανται και έντονες ενδονομαρχιακές ανισότητες, κυρίως λόγω της ύπαρξης σημαντικού ποσοστού ορεινών και μειονεκτικών περιοχών.
Η Περιφέρεια Θεσσαλίας βρίσκεται στην 3η θέση της πληθυσμιακής κατάταξης, λόγω των υψηλών συγκεντρώσεων, οι οποίες εμφανίζονται στους νομούς Λάρισας και Μαγνησίας και οι οποίες εντείνονται διαχρονικά και είναι η μοναδική ελληνική περιφέρεια, η οποία φιλοξενεί δύο πόλεις μεσαίου μεγέθους (με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων), τη Λάρισα και το Βόλο, οι οποίες αρχίζουν να διαμορφώνουν ένα αναπτυξιακό δίπολο. Ο πίνακας με τους δείκτες συγκριτικής αξιολόγησης της Περιφέρειας και των νομών της επιτρέπει την εξαγωγή πολύτιμων συμπερασμάτων, κάτι το οποίο δε θα ήταν εφικτό με τη χρήση μόνο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Η Μαγνησία
Ο πληθυσμός του νομού ανέρχεται σε 206.995 χιλ κατοίκους, συγκεντρώνει ποσοστό 1,9% του πληθυσμού της χώρας και κατατάσσεται 9ος νομός από άποψη μεγέθους. Αποτελεί το 27,45% του πληθυσμού της περιφέρειας και καταλαμβάνει τη 2η θέση μεταξύ των θεσσαλικών νομών με βάση το πληθυσμιακό μέγεθος. Κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα (1981 – 2001) ο νομός επιδεικνύει μια συνεχής πληθυσμιακή αύξηση, η οποία είναι εντονότερη για τη δεκαετία 1981 – 1991 (8,89%), ενώ για τη χρονική περίοδο 1991 – 2001 το ποσοστό αύξησης είναι 4,31% και είναι σχεδόν διπλάσιο από το ποσοστό της περιφέρειας. Η επίδοση αυτή είναι χαμηλότερη από αυτή της χώρας (6,9%), αλλά υψηλότερη από αυτή των υπολοίπων νομών της περιφέρειας. Εμφανίζει ελαφρά υψηλότερο ποσοστό αστικού πληθυσμού (73,2%) από τη χώρα και σημαντικά υψηλότερο από την περιφέρεια (60,6%). Ακόμη έχει ελαφρά χαμηλότερο ποσοστό αγροτικού πληθυσμού (26,8%) σε σχέση με τη χώρα (27,2%) και σημαντικά χαμηλότερο σε σχέση με την περιφέρεια (39,4%). Συνολικά τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του νομού διαμορφώνουν ένα μάλλον ευνοϊκό προφίλ σε σχέση με τους υπόλοιπους θεσσαλικούς νομούς και μια δυναμική, η οποία είναι συγκρίσιμη με αυτή της χώρας.
Στις ηλικιακές ομάδες 0 – 14 τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι εμφανής η τάση μείωσης του ποσοστού, ενώ ο νομός έχει μια υπεροχή στις μεγαλύτερες ηλικίες (64 και άνω) σε σχέση με τη χώρα, γεγονός που εκφράζει τάσεις γήρανσης του πληθυσμού. Το μεγαλύτερο ποσοστό καταλαμβάνουν οι απόφοιτοι στοιχειώδους εκπαίδευσης και ακολουθούν οι απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης και για τις χρονολογίες 1991 και 2001. Σημαντικό είναι ότι ακριβώς το ίδιο πρότυπο παρατηρείται τόσο για τη χώρα, όσο και για την περιφέρεια συνολικά, το 1991 και το 2001. Γενικότερα διαπιστώνεται μια αναβάθμιση του εκπαιδευτικού επιπέδου του πληθυσμού του νομού, γεγονός που συνδυάζεται και με την ύπαρξη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Ο νομός παρουσιάζει μεγάλη συμμετοχή απασχόλησης στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα και είναι ο δεύτερος νομός στην περιφέρεια με ποσοστό ενεργού πληθυσμού 39,16%. Το ποσοστό ανεργίας του νομού (11,81%) είναι μεγαλύτερο και από της χώρας (11,12%) και από αυτό της περιφέρειας (11%). Η κατάσταση αυτή, κατά ένα μέρος, οφείλεται στις σημαντικές μειώσεις της απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα, κάτι που αντικατοπτρίζει το γεγονός της αποβιομηχάνισης του νομού.
Ο νομός Μαγνησίας παράγει το 1,8% του ΑΕΠ της χώρας, καταλαμβάνοντας την 9η θέση από άποψη μεγέθους μεταξύ των νομών της. Επίσης, παράγει το 29,6% του ΑΕΠ της Περιφέρειας Θεσσαλίας, καταλαμβάνοντας τη 2η θέση μετά το νομό Λάρισας. Το 2001, ο πρωτογενής τομέας συμμετέχει στη διαμόρφωση του ΑΕΠ μόνο κατά 9,89%, ο δευτερογενής συμμετέχει κατά 28,24% και ο τριτογενής, ο οποίος είναι σημαντικά μεγαλύτερος, κυριαρχεί στην οικονομία με ποσοστό 61,87%. Γενικά παρατηρούμε ότι ο νομός εξελίσσεται σε μια οικονομία παροχής υπηρεσιών, καθώς διαχρονικά αυξάνεται η συμμετοχή του τριτογενή τομέα στη διαμόρφωση του ΑΕΠ ενώ συρρικνώνεται η συμμετοχή του δευτερογενούς και του πρωτογενούς τομέα. Με κατά κεφαλή ΑΕΠ 14.039 εκ. €, μεγαλύτερο κατά 7% του αντιστοίχου του νομού Λάρισας και κατά 14% των νομών Καρδίτσας και Τρικάλων, αντιστοιχεί στο 91,5% του μέσου όρου της χώρας και κατατάσσεται στη 15η θέση σε σχέση με τους υπόλοιπους νομούς της χώρας. Τις περιόδους 1991 – 1999 και 2000 – 2001 ο νομός ευνοείται από το Β και Γ ΚΠΣ, όπου το σύνολο των δημόσιων επενδύσεων αντιστοιχεί στο 107,3% ανά κάτοικο. Ο παραγωγικός δυναμισμός του νομού είναι 235,39%, συντελώντας σημαντικά στην εξέλιξη της απασχόλησης, του προϊόντος και της παραγωγικής διάρθρωσης.
Συνέπειες στον πληθυσμό
Οι πληθυσμοί των νομών Καρδίτσας και Τρικάλων εμφανίζουν αρκετά χαμηλή συγκέντρωση σε σχέση με τον πληθυσμό του ανατολικού τμήματος της περιφέρειας. Τα ποσοστά συμμετοχής του πληθυσμού είναι 17,18% και 18,31% για το νομό Καρδίτσας και το νομό Τρικάλων αντίστοιχα, ενώ αντίθετα τα ποσοστά του νομού Λάρισας και Μαγνησίας (37,04%, 27,45%) υποδεικνύουν την ελκτικότητα αυτών των περιοχών ως αναπτυξιακά κέντρα εις βάρος των άλλων νομών. Η υπερσυγκέντρωση αυτή του πληθυσμού δείχνει ότι πρόκειται για περιοχές με υψηλή ανάπτυξη γεγονός που βοηθάει στην ολοκληρωμένη διαχείριση της περιφερειακής ανάπτυξης. Ενώ η χαμηλή συγκέντρωση του πληθυσμού, στους νομούς του δυτικού τμήματος της περιφέρειας, λόγω χαμηλής ανάπτυξης επενεργεί με τη σειρά του αρνητικά στη διαδικασία της περιφερειακής ανάπτυξης.
Συνέπειες στην απασχόληση και στην παραγωγικότητα: Στο σύνολο της περιφέρειας παρατηρείται μια γενική τάση τριτογενοποίησης της παραγωγής και της απασχόλησης μιας και η συμμετοχή του τριτογενούς τομέα αντιστοιχεί στο 62,51% το 2001. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ανάπτυξη εμπορικών και τουριστικών δραστηριοτήτων πραγματοποιήθηκε περισσότερο στους νομούς Λάρισας και Μαγνησίας, με αποτέλεσμα οι νομοί αυτοί, λόγω της έντονης ανάπτυξης, να προσελκύουν και να απορροφούν περισσότερα εργατικά χέρια. Οι νομοί αυτοί αποτελούν τα σημαντικότερα εξαγωγικά κέντρα της περιφέρειας. Ακόμη μικρή αλλά σημαντική ανάπτυξη σημειώνει και ο νομός Τρικάλων λόγω ανάπτυξης τουριστικών δραστηριοτήτων. Με βάση στοιχεία από μελέτη για τη ζήτηση ειδικοτήτων και δεξιοτήτων στο νομό Καρδίτσας, τα αποτελέσματα που διαμορφώθηκαν δεν είναι ενθαρρυντικά για τις προοπτικές του νομού. Στο νομό Καρδίτσας οι περισσότερες επιχειρήσεις προβλέπουν ότι η πορεία τους θα είναι στάσιμη τα επόμενα χρόνια χωρίς μεταβολή στις αποδόσεις τους και στο μέγεθος της απασχόλησης. Διαχρονικά παρατηρείται κάμψη του πρωτογενή και δευτερογενή τομέα επηρεάζοντας περισσότερο τους νομούς Καρδίτσας και Τρικάλων. Οι δυο αυτοί νομοί, του δυτικού τμήματος, είναι οι νομοί οι οποίοι είχαν ως κύρια δραστηριότητα την ενασχόληση με τον πρωτογενή τομέα. Γι’ αυτό και οι πιέσεις που δέχεται η γεωργία για περιορισμό του αγροτικού εισοδήματος, για μείωση των γεωργικών επαγγελμάτων και για προσπάθεια αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δραστηριότητας, οδήγησαν στον
περιορισμό της γεωργικής απασχόλησης με αποτέλεσμα η ανάπτυξη να είναι στάσιμη έως σχετικά μικρή. Η κατάσταση αυτή τον πληθυσμό και το εργατικό δυναμικό σε περιοχές με μεγαλύτερη και ανάπτυξη και περισσότερες ευκαιρίες. Γενικότερα οι περιφερειακές ανισότητες επηρεάζουν και τη διασπορά των ευκαιριών απασχόλησης. Περιφέρειες με έντονη ανάπτυξη προσελκύουν και απορροφούν πολλά εργατικά χέρια, ενώ περιφέρειες που είναι καθυστερημένες απωθούν τον πληθυσμό και το εργατικό δυναμικό.
Συνέπειες στην επενδυτική και τεχνολογική/επιχειρηματική δραστηριότητα: Ο άξονας Λάρισας-Βόλου, παράλληλα με την αναβάθμιση του ρόλου των δυο πόλεων, έχει εξελιχθεί στην κατεύθυνση ενός δίπολου ανάπτυξης διαπεριφερειακής εμβέλειας, με ισχυρή συγκέντρωση αστικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων και συμπληρωματικοτήτων, τείνει να αποκτήσει χαρακτήρα μητροπολιτικής ζώνης. Ο νομός Μαγνησίας κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό δημοσίων επενδύσεων και ευνοήθηκε περισσότερο από τους άλλους νομούς λόγω της λογικής του Β ΚΠΣ και του Ταμείου Συνοχής που έδωσαν προτεραιότητα στα μεγάλα αστικά έργα, τα οποία δημιουργήθηκαν στις αστικές περιοχές, ή στις μεταξύ τους συνδέσεις. Εξαιτίας της ύπαρξης του λιμανιού, του πανεπιστημίου και των έντονων τουριστικών δραστηριοτήτων, στο νομό Μαγνησίας, τα πεδία αυτά αποκτούν μεγαλύτερη εμβέλεια με την ύπαρξη των μεταφορικών υποδομών, του αστικού εξοπλισμού και της περαιτέρω μεγέθυνσης του πανεπιστημίου.
Συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο και την ποιότητα ζωής: Οι περιφερειακές ανισότητες επιβεβαιώνουν τον «φαύλο κύκλο» της ανάπτυξης-υπανάπτυξης: η υπανάπτυξη οδηγεί σε περαιτέρω υπανάπτυξη και η ανάπτυξη, ως διαδικασία συσσωρεμένης εξέλιξης, οδηγεί σε ταχύτερη ανάπτυξη και δυναμική πορεία. Το χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο των περιφερειών οφείλεται στο γεγονός ότι η ανάπτυξη της χώρας χαρακτηρίζεται από έντονη ανισοκατανομή ευκαιριών ανάπτυξης στον εθνικό γεωγραφικό χώρο.
Μέτρα
Οι πολιτικές και δράσεις που προτείνονται για την ανάπτυξη της περιφέρειας Θεσσαλίας εντάσσονται σε μια ενιαία στρατηγική και υπηρετούν τους στόχους για τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τη μείωση των ανισοτήτων. Θα πρέπει να δρουν τοπικά και να αξιοποιούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε νομού, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να έχουν και πλήρη συνείδηση των περιορισμών της τοπικής κλίμακας.
Αρχικά η περιφέρεια θα πρέπει να μετατρέψει την κεντροβαρική γεωγραφική της θέση, ως ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Λόγω της θέσης αυτής θα μπορούσε να εξελιχθεί ως ένας δυναμικός πόλος ανάπτυξης, στο κέντρο της χώρας, μετά τα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ακόμη η ύπαρξη αυτού του δυναμικού πόλου θα της επέτρεπε τις οικονομικές διασυνδέσεις και αλληλεξαρτήσεις με τα μεγάλα αναπτυξιακά, δίνοντας της την ευκαιρία για καλύτερη και πλήρη αξιοποίηση των παραγωγικών της αγαθών. Διασυνδέσεις θα μπορούσαν να υπάρξουν και με τις όμορες περιφέρειες της Θεσσαλίας (Στερεά Ελλάδα, Ήπειρος), μέσω της βελτίωσης των διαπεριφερειακών συνδέσεων, υποδομών και δικτυώσεων. Συνοπτικά, η περιφέρεια θα πρέπει να ξεφύγει από τον εσωστρεφή προσανατολισμού του θεσσαλικού προτύπου έτσι ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί σε όλα τα επίπεδα και να ανταποκριθεί καλύτερα στην προσέλκυση νέων επενδύσεων.
Λόγω της αγροτικής ταυτότητας της περιφέρειας, παρόλο που τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει αρχίσει να αναστρέφεται υπέρ του τριτογενή τομέα, τα ποσοστά αγροτικής παραγωγής στο σύνολο της πρωτογενούς παραγωγής αλλά και στο ΑΠΠ παραμένουν υψηλά, σε συνδυασμό και με το υψηλό ποσοστό απασχολουμένων στον αγροτικό τομέα. Η πολιτική αγροτικής ανάπτυξης η οποία θα πρέπει να ακολουθηθεί θα πρέπει να υιοθετήσει μια νέα προσέγγιση και αντίληψη για την πολυλειτουργικότητα της ελληνικής γεωργίας και να κινηθεί τόσο στο πλαίσιο των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της θεσσαλικής αγροτικής οικονομίας, όσο και στο πλαίσιο των ισχυουσών και προδιαγραφόμενων εξελίξεων και τάσεων της ΚΑΓΊ και των διεθνών αγορών. Συγκεκριμένα οι δράσεις θα πρέπει να αφορούν παρεμβάσεις για τη δημιουργία νέων μηχανισμών, την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που δίνει η πληροφορική και οι νέες τεχνολογίες, την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού και την υλοποίηση ενός μακροχρόνιου σχεδιασμού για τη διαχείριση του υδατικού δυναμικού. Ακόμη το πρόγραμμα για την περιφέρεια θα ενισχύσει την αειφόρο ανάπτυξη των αγροτικών απομονωμένων περιοχών, ενθαρρύνοντας τη βιολογική παραγωγή με την υποστήριξη της εγκατάστασης νέων παραγωγών.
Οι άξονες προτεραιότητας του νέου Ευρωπαϊκού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του αγροτικού και δασικού τομέα, η διαφοροποίηση της οικονομίας και της ποιότητας ζωής στην ύπαιθρο, η διαχείριση γης η εφαρμογή προγραμμάτων τύπου Leader κ. α. Δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην ποιότητα, στο περιβάλλον και στην υγεία, αποδέχονται την αύξηση του ανταγωνισμού, ενώ παράλληλα στρέφονται προς μια ολοκληρωμένη πολιτική ανάπτυξης του υπαίθρου χώρου και προς το μετασχηματισμό της πολιτικής στόχευσης από το παραγωγικό στο κοινωνικό στοιχείο. Αυτές οι διαρθρωτικές προσαρμογές στη θεσσαλική αγροτική οικονομία θα προκαλέσουν περαιτέρω συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού, σταδιακή μείωση της μονοκαλλιέργειας, μερική εγκατάλειψη καλλιεργειών, αύξηση παραγωγής ποιοτικών και πιστοποιημένων προϊόντων του αγροδιατροφικού τομέα, αλλαγή των λειτουργιών του αγροτικού χώρου προς την πολυλειτουργικότητα και πολυαπασχόληση, ενίσχυση της παραδοσιακής παραγωγής και της προστασίας του περιβάλλοντος, μεγαλύτερη ζήτηση για συμβουλευτικές, τεχνολογικές και ερευνητικές υπηρεσίες (Δ ΠΕΠ Θεσσαλίας).
Μιας και η περιφέρεια Θεσσαλίας είναι μια κατεξοχήν αγροτική περιφέρεια η αγροτική ανάπτυξη θα συνεχίσει να αποτελεί σημαντική αναπτυξιακή προτεραιότητα της περιφέρειας. Αυτό βέβαια που χρειάζεται είναι η ανταπόκριση στις νέες απαιτήσεις της ΚΑΠ και η αξιοποίηση του νέου Κανονισμού για την Ανάπτυξη του Αγροτικού Χώρου. Μια νέα τύπου γεωργία που θα στηρίζεται σε νέα ποιοτικά αλλά και παραδοσιακά προϊόντα, στις βιοκαλλιέργειες, στη βιολογική κτηνοτροφία, στην πολυδραστηριότητα του αγροτικού χώρου κ.α. διαθέτει προοπτικές επιβίωσης και περαιτέρω ανάπτυξης.
Η πορεία του δευτερογενή τομέα στην περιφέρεια ήταν ιδιαίτερα θετική στην περίοδο 1970-1985, όπου οι ρυθμοί αύξησης του προϊόντος και της απασχόλησης ήταν
υψηλότεροι από αυτούς της χώρας. Ωστόσο, την περίοδο 1985-1995, η γενικότερη αποβιομηχάνιση έγινε ιδιαίτερα αισθητή στην περιφέρεια, και ιδιαίτερα στους δυο πιο ανεπτυγμένους νομούς. Τα τελευταία χρόνια σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της απογραφής του 2001 η βιομηχανική δραστηριότητα στην περιφέρεια εμφανίζει μια σταθερή θέση σε ότι αφορά την συμμετοχή της στην διαμόρφωση του περιφερειακού ΑΕΠ γύρω στο 25%. Οι νομοί Λάρισας και Μαγνησίας με ποσοστό συμμετοχής του ΑΕΠ στο δευτερογενή τομέα 43,4% και 36,1% (για το 2001) αντίστοιχα, αποτελούν επίκεντρο της ανάπτυξης της περιφέρειας. Οι βιομηχανίες οι οποίες υπάρχουν στο ανατολικά τμήμα της περιφέρειας έχουν τη δυνατότητα να προσδώσουν στους δυο νομούς ανταγωνιστική κλαδική εξειδίκευση. Στο νομό Λάρισας κυριαρχούν οι κλάδοι των ποτών και τροφίμων, του επίπλου, των μη μεταλλικών ορυκτών, ενώ στο νομό Μαγνησίας οι κλάδοι των βαρέων μεταλλικών κατασκευών, των χαλυβουργικών, των μη μεταλλικών ορυκτών, των τροφίμων και ποτών, καθώς και των χημικών προϊόντων, ενώ σε μικρότερη κλίμακα επεμβαίνουν τα ελαστικά, οι κατασκευές μηχανών, το έπιπλο και το χαρτί. Στη δυτική Θεσσαλία, η βασική κλαδική υφή προσδιορίζεται από την μεταποίηση προϊόντων του πρωτογενή τομέα. Σημαντικές ενέργειες για την ενίσχυση του δευτερογενούς τομέα μπορούν να επιτευχθούν όχι μόνο με απευθείας ενισχύσεις προς τις επενδύσεις, αλλά και κυρίως με τη βελτίωση των τεχνικών και άϋλων υποδομών. Οι υποδομές αυτές μπορούν να αφορούν τη βελτίωση και επέκταση των τεχνολογικών υποδομών, την έρευνα και ανάπτυξη, την καινοτομία και τις βελτιωμένες συνεργασίες και δικτυώσεις. Στη βελτίωση του δευτερογενούς τομέα θα βοηθήσει και η ενίσχυση του “Τεχνολογικού Πάρκου Θεσσαλίας” που θα βοηθήσει τον εκσυγχρονισμό του τομέα της μεταποίησης με ερευνητικά προγράμματα και νέες τεχνολογίες.
Η δημιουργία υποδομής μεταφορών και επικοινωνιών, σε απομονωμένες και δυσπρόσιτες περιοχές της περιφέρειας, αποτελεί βασική προϋπόθεση της αναπτυξιακής διαδικασίας και προοδευτικά θα οδηγήσει στην διάχυση των παραγωγικών δραστηριοτήτων στο χώρο, έτσι ώστε να αποφευχθεί ο περιορισμός και η απομόνωση παραγωγικών μονάδων και δραστηριοτήτων σε συγκεκριμένες περιοχές. Επιπλέον, η δημιουργία υποδομών (π.χ. έργων, εγκαταστάσεων, δικτύων) τροφοδοτεί την αναπτυξιακή διαδικασία και ενισχύει την επιχειρηματικότητα.
Μια άλλη σημαντική ενέργεια είναι η ενίσχυση της καινοτομίας, επιχειρηματικότητας και ανάπτυξη της οικονομίας της γνώσης μέσα από την ενίσχυση της έρευνας και καινοτομίας, με χρήση των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και
πληροφοριών. Αυτό το σημείο μπορεί να αναπτυχθεί με αναφορά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες θα μπορέσουν να αναπτυχθούν καλύτερα μέσω των σχετικών εθνικών και Κοινοτικών πολιτικών.
Άλλη μια σημαντική επιδίωξη είναι η διοχέτευση μέρους των νέων οικονομικών δραστηριοτήτων, που πραγματοποιούνται, έξω από το νομό Μαγνησίας και Λάρισας έτσι ώστε να επιτευχθεί μια περισσότερο ισόρροπη ανάπτυξη μέσα στην περιφέρεια. Με τον τρόπο αυτό θα μειωθούν οι ενδοπεριφερειακές ανισότητες και θα περιοριστεί το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στο ανατολικό και δυτικό τμήμα από τη μια μεριά και με τις προβληματικές περιοχές από την άλλη.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου