ΤΟΠΙΚΑ

Ο κλέφτης

ο-κλέφτης-851206

Είναι αδύνατο να πω πώς μπήκε η ιδέα στο μυαλό μου, από την ώρα όμως που το σκέφτηκα ήταν αδύνατο να ησυχάσω. Κίνητρο υπήρχε. Το φτωχό μεροκάματο και η μεγάλη ακρίβεια. Κακία όμως δεν υπήρχε. Το αφεντικό το συμπαθούσα. Ποτέ δε μου είχε φερθεί άσχημα. Ποτέ δε μου είπε πικρή κουβέντα. Ένας μπακάλης της γειτονιάς ήταν και δε νομίζω ότι κέρδιζε πολύ περισσότερα απ’ όσα ο υπάλληλός του, δηλαδή εγώ.
Μάλλον με έσπρωξε η μεγάλη φτώχεια μου. Ναι, αυτό ήταν! Τα λεφτά ίσα που έφταναν για τους λογαριασμούς και δεν είχα να φάω. Κάθε φορά που στο μαγαζί το βλέμμα μου έπεφτε στα ράφια με τα τρόφιμα, το στομάχι μου σφιγγόταν, κι έτσι με τον καιρό –πέρασε πολύς καιρός- αποφάσισα να κλέβω για να τρώω.
Τώρα, ποιο είναι το ζήτημα; Θα με περνάτε για αχρείο! Οι αχρείοι δε σταματούν πουθενά… Θα έπρεπε όμως να με βλέπατε με πόση προσοχή ενεργούσα… με τι ολιγάρκεια… με πόσο σεβασμό κι αγάπη στο αφεντικό! Μού είχε εμπιστευτεί το κλειδί της αποθήκης για να ’ρχομαι χαράματα να παραλαμβάνω τα εμπορεύματα. Και κάθε βράδυ, πολύ μετά τα μεσάνυχτα, γλιστρούσα στο πίσω μέρος του μαγαζιού, έβαζα το κλειδί στην κλειδαριά, ξεκλείδωνα, κι άνοιγα λίγο την πόρτα, ίσα που να χωράω! Ύστερα έβαζα μέσα τον ένα μου ώμο, μετά τον άλλο, περνούσα ολόκληρος και έκλεινα την πόρτα. Α, θα γελούσατε αν με βλέπατε πόσο αδέξια κινούμουν τις πρώτες στιγμές! Ωστόσο μετά από λίγο οι κινήσεις μου γίνονταν γοργές, απίστευτα γοργές, γιατί τα μάτια μου συνήθιζαν στο σκοτάδι και ήξερα με ακρίβεια σε ποια θέση βρισκόταν το κάθε τι. Μου έπαιρνε ένα λεπτό ν’ αρπάξω αυτά που χρειαζόμουν –και μόνο αυτά- ένα πακέτο ζάχαρη ή μακαρόνια, ένα μπουκάλι γάλα. Χα…! Θα μπορούσε ένας αχρείος να αρκεστεί μόνο σ’ αυτά; Έπειτα τα ’χωνα κάτω από το πουκάμισο, έβγαινα, κλείδωνα προσεκτικά –επειδή πάντα υπήρχε ο κίνδυνος η κλειδαριά να τρίξει- και, τοίχο τοίχο, μες στα σκοτάδια, έβγαινα απ’ το στενό μακριά απ’ το μαγαζί, σχεδόν μπροστά στο σπίτι μου. Κι αυτό το έκανα πέντε μήνες στη σειρά… κάθε νύχτα, την ίδια ώρα, πολύ μετά τα μεσάνυχτα. Κάθε πρωί, μόλις χάραζε, παραλάμβανα τις παραγγελίες κι όταν ερχόταν το αφεντικό ν’ ανοίξει τού μιλούσα θαρρετά, έλεγα αστεία, διηγιόμουν κάποιο όνειρο που είδα. Βλέπετε λοιπόν πως δε με βάραινε καμιά ενοχή, αλλιώς δε θα μιλούσα έτσι σε κάποιον που τον έκλεβα.
Σήμερα μου ανακοίνωσε πως με μεγάλη λύπη του κλείνει το μαγαζί. Δεν μπορεί, λέει, να το κρατήσει άλλο. Είναι δυνατόν; Κύριε των δυνάμεων! Δεν μπορεί! Δε γίνεται! Τι να κάνω; Πώς θα επιζήσω; Κατάλαβε πως τον κλέβω και χλευάζει την αγωνία μου. Αυτό σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, μα όταν συνήλθα είδα ότι λέει αλήθεια. Ένιωσα να πνίγομαι και ρώτησα: «Και τώρα τι θα κάνουμε οι δυο μας, αφεντικό;».

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου