ΤΟΠΙΚΑ

Η λάμπα

η-λάμπα-851206

Κατά τις δέκα, ύστερα από το δείπνο, ο Ηλίας ο χασάπης πήγε στο στάβλο για να δει τη γελάδα που θα εκποιούσε ο Μπαλατιέρος. Δεμένο το ζώο στο παχνί ανάσαινε βαριά, σκορπίζοντας στο στάβλο την απόπνοια της αχυροστρωμνής του, ενώ η λάμπα θυέλλης που κράταγε ο Μπαλατιέρος έκανε ένα μικρό κύκλο φωτός γύρω του. Ο χασάπης είδε ό,τι ήταν να δει κι ύστερα πίσω αυτός, μπροστά ο Μπαλατιέρος, τράβηξαν για το σπίτι, όπου στο πρόθυρο καθόντουσαν οι υπόλοιποι και περιμέναν μες στα σκοτάδια.
Όσο οι δυο άντρες πλησίαζαν, μεγάλες σκιές ταράζονταν στους γυμνούς τοίχους, μαυριδερούς από τον κουρνιαχτό και την πολυκαιρία. Ο Μπαλατιέρος έφτασε πρώτος κι ακούμπησε τη λάμπα στο τραπέζι, στη μέση της ομήγυρης. Η γριά μάνα του, που καθόταν δεξιά του τραπεζιού με το πλεχτό της, κάνοντας κατάχρηση της προχωρημένης ηλικίας της, τράβηξε το φως προς τη μεριά της και το κράτησε μπροστά της, γιατί είχε αδύνατη την όραση. Στάλες ιδρώτα φύτρωναν στο σαν αποστεγνωμένου όρνιου δέρμα του προσώπου της. Η γυναίκα του Μπαλατιέρου και τα δυο παιδιά του στριμώχτηκαν όσο το δυνατό κοντύτερα στη γριά.
«Δεν ανάβετε φως;» ρώτησε ο Ηλίας ο χασάπης. «Όχι» αποκρίθηκε η γυναίκα τού Μπαλατιέρου με τη συνηθισμένη κοντολογιά της και σώπασε σφίγγοντας τα φτενά της χείλια, μετρημένη και στα λόγια, αφού πρώτα έριξε βλέμμα διαπεραστικό στους δυο άντρες.
Από το δρόμο ακούστηκε ένας θόρυβος που έκανε τη γριά ν’ αφήσει κάτω το βελονάκι. Ακούονταν μανιασμένα γαβγίσματα, γέλια και γιουχαΐσματα. «Α, τα βρομόπαιδα!» φώναξε η γριά «τον πετροβολάνε πάλι!». Κι αρπάζοντας τη λάμπα, άνοιξε την αυλόπορτα τολμηρά, και βίαια και με βρυχηθμούς λέαινας απολευτέρωσε το σκύλο τους τον Έκτορα από την πρόγκα των παιδιών της γειτονιάς, του Αλτίν και του Δημητράκη.
Η ομήγυρη απόμεινε βυθισμένη στο σκοτάδι. «Και γιατί δεν ανάβετε το φως;» επέμεινε ο Ηλίας. «Γιατί ακρίβυνε κι άλλο και δεν έχουμε λεφτά» απάντησε στεγνά η γυναίκα του Μπαλατιέρου. Στο μεταξύ η γριά, κρατώντας ψηλά τη λάμπα μη γκρεμοτσακιστεί, ήρθε και πήρε πάλι τη θέση της. Ξοπίσω της, λαχανιασμένος, τρομαγμένος, μπήκε στον κύκλο που έκανε το φως ο Έκτορας, τρεκλίζοντας πάνω στα λιγνά του σκέλια. Απ’ το μισάνοιχτο στόμα του έτρεχε πηχτό το σάλιο, κλαψούριζε χωρίς να μπορεί να δώσει καμιά εξήγηση για τα παθήματά του και με πεσμένο το ηθικό ήρθε και ξάπλωσε στα πόδια της γριάς.
«Καλά, λοιπόν!» είπε ο Ηλίας ο χασάπης. «ώρα να φεύγω! Καλό βράδυ!». Ο Μπαλατιέρος πήρε τη λάμπα και τον ξεπροβόδισε ως έξω, στο δρόμο, όπου έφεγγαν οι στύλοι του ηλεχτρικού.
Η ομήγυρη, βουτηγμένη πάλι στο σκοτάδι, σώπαινε, οπότε βηματισμοί κι αλλόκοτα χτυπήματα ακούστηκαν έξω απ’ τον αυλόγυρο, που έκαναν τις γυναίκες να τρομάξουν. Τέντωσαν κατάχλομες τ’ αυτιά τους ν’ αφουγκραστούν, τρέμοντας στην ιδέα ότι κάτι κακό τούς μέλλεται. Ο γιος του Μπαλατιέρου πήγε με γενναιότητα ως το φράχτη και φώναξε: «Ποιος είν’ εκεί;». «Εγώ!» ακούστηκε η φωνή του Μπιρζάι, του γείτονα. «Μην είδατε αυτό το παλιόπαιδο, τον Αλτίν;» κι ακούστηκε το μπαστούνι του να χτυπάει το χώμα μανιασμένα.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου