Ευτυχή στιγμή αποτελεί για την Σμαράγδα Καρύδη ο ρόλος της «Ελένης» του Ευριπίδη, σε μια παραγωγή με ιδιαίτερο χρώμα που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Η παράσταση, που θα «φιλοξενηθεί» στο Θερινό Δημοτικό Βόλου στις 3 και 4 Ιουλίου, προσφέρει ευρύ δημιουργικό πεδίο στην εξαιρετικά δημοφιλή ηθοποιό, η οποία υπογραμμίζει: “Δεν έχουμε διασκευάσει το έργο, αλλά είναι αυτούσιο ως έχει. Ολες οι παρεμβάσεις είναι σκηνοθετικού τύπου, δεν τις επινοήσαμε. Προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε το κείμενο κι όπου το κείμενο μας έβγαζε τραγωδία και δράμα, το υπηρετήσαμε. Οπου μας έβγαζε κωμωδία κάναμε το ίδιο”. Η καλοκαιρινή παραγωγή στέλνει προς πάσα κατεύθυνση ηχηρά αντιπολεμικά μηνύματα, ανοίγοντας ένα καινούργιο παράθυρο επικοινωνίας με το θεατρόφιλο κοινό.
Μετά την τηλεοπτική «Ντάλια» που κέρδισε την αγάπη του κόσμου, η πολυτάλαντη Σμαράγδα Καρύδη ανοίγει διάπλατα την ψυχή της στην θεατρική «Ελένη», η οποία παραμένει πάντα ένας μύθος. Εν μέσω πολύωρων προβών, η πρωταγωνίστρια της παράστασης καταθέτει στον «Τ» τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, αναπολεί την εποχή που συνεργάστηκε με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου στις «Δούλες» του Ζαν Ζενέ και υπογραμμίζει ότι «το κοινό του Βόλου αγκαλιάζει το θέατρο». Η αυριανή πρεμιέρα στου Παπάγου και ο κύκλος της καλοκαιρινής περιοδείας που ανοίγει, σηματοδοτούν ένα καινούργιο, πολύ δημιουργικό κεφάλαιο στην καλλιτεχνική της διαδρομή, που την οδηγεί στα χωρικά ύδατα του «Ευριπίδη» με εφόδια το ταλέντο, την ευαισθησία και την αγάπη για την τέχνη, που εκ των πραγμάτων την διακρίνουν.
-Υπάρχει καρδιοχτύπι πριν το τρίτο κουδούνι και την επίσημη πρεμιέρα;
Γενικά πάντα υπάρχει καρδιοχτύπι, ειδικά στις πρώτες παραστάσεις, αλλά πρέπει να είσαι σε μια εγρήγορση ούτως ή άλλως. Ακόμη κι αν παίζεις δυο χρόνια σε μια παράσταση, δεν μπορείς να είσαι χαλαρός όπως στο σπίτι ή στο καμαρίνι. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι με τις παραστάσεις που κάνουμε με τον Θοδωρή Αθερίδη τα τελευταία χρόνια, έχει μειωθεί κάπως η φοβερή αγωνία και το τρακ. Δεν έχω το καταστροφικό αυτό συναίσθημα που με πνίγει και δεν ξέρω τι κάνω, γιατί φροντίζει να είναι όλα έτοιμα, να κάνουμε περάσματα μπροστά σε φίλους και σε κόσμο τουλάχιστον μια βδομάδα πριν από την πρεμιέρα, οπότε δεν μας έρχεται απότομο.
-Είναι σημαντικό για σας το αίσθημα της ασφάλειας που απορρέει από την συνεργασία με φίλους αγαπημένους;
Σίγουρα, γιατί οι άνθρωποι που αγαπάω και εκτιμάω, ευτυχώς, συμβαίνει να είναι και ταλαντούχοι στην δουλειά και έτσι κάνουμε μια πολύ ωραία ομάδα, γιατί σημασία έχει πέρα από τα επαγγελματικά και η καθημερινότητα να είναι όμορφη. Ετσι όπως έχει εξελιχθεί η δουλειά μας, είναι μέρος της καθημερινότητάς μας, οπότε πρέπει να νιώθεις ασφάλεια κι αγάπη εκεί. Αλλωστε αν δεν νιώθω καλά, δεν μπορώ να είμαι καλή. Δεν μπορώ να αποδώσω.
-Στην παρούσα φάση είναι πρόκληση για σας η απόδοση του έργου με έναν διαφορετικό τρόπο, κόντρα στην “πεπατημένη”;
Δεν έχουμε διασκευάσει το έργο αλλά είναι αυτούσιο ως έχει. Ολες οι παρεμβάσεις είναι σκηνοθετικού τύπου, δεν τις επινοήσαμε. Προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε το κείμενο κι όπου το κείμενο μας έβγαζε τραγωδία και δράμα, το υπηρετήσαμε. Οπου μας έβγαζε κωμωδία κάναμε το ίδιο. Είναι μια παράξενη τραγωδία ούτως ή άλλως από την φύση της η “Ελένη” που δεν μπορείς να την κατατάξεις κάπου με ακρίβεια, γιατί δεν είναι αμιγώς τραγωδία. Είναι ένα έργο που έχει πολύ χιούμορ, έχει πολύ αστείους, κωμικούς χαρακτήρες. Πέρα από την Ελένη, όλοι οι υπόλοιποι είναι αμιγώς κωμικοί χαρακτήρες αλλά και η Ελένη η ίδια διαθέτει χιούμορ και ειρωνεία.
-Ο θεατής θα δει, δηλαδή, μια νέα θεατρική προσέγγιση στον μύθο;
Ετσι νομίζω. Και γι’ αυτό προσπαθήσαμε. Αυτό που θέλαμε να κάνουμε σε αυτή την παράσταση ήταν να μην βαριέται ο θεατής. Το ξεκινήσαμε από την μετάφραση αυτό. Θέλαμε να είναι απόλυτα κατανοητή και σημερινή, ώστε να την καταλάβουν οι πάντες και να μπορούν να παρακολουθήσουν την ιστορία. Στόχος μας ήταν να γίνει συναρπαστική η ιστορία και αυτό που προσπαθούμε γενικά στις παραστάσεις είναι να πολεμήσουμε την πλήξη, το να βαρεθεί ο θεατής. Θέλουμε να παρακολουθεί το θέατρο με τα μάτια ανοιχτά και να έχει ενδιαφέρον γι αυτό που βλέπει.
-Η Ελένη είναι πρόκληση για μια ηθοποιό που έχει δοκιμαστεί κατ επανάληψη στο υποκριτικό πεδίο;
Είναι πρόκληση γενικά το είδος αυτό, το οποίο δεν έχω ξανακάνει πέρα από την Σχολή και από χορούς αρχαίας τραγωδίας που έχω κάνει παλιότερα, γιατί οι χαρακτήρες, όπως αυτός της Ελένης, είναι ρόλοι με μέγεθος, αρχετυπικοί, που δεν μπορείς να τους παίξεις όπως παίζεις ένα σύγχρονο έργο μέσα σ΄ ένα κλειστό θέατρο. Εχουν μέγεθος οι ρόλοι αυτοί αλλά προαπαιτείται παράλληλα να παρουσιάζονται σε ανάλογο χώρο, σε εξωτερικό χώρο και γι’ αυτό η ενέργεια που απαιτείται είναι δεκαπλάσια σε σχέση με το “Μικρό Παλλάς”, όπου παίζουμε εμείς τον χειμώνα.
-Υπάρχει, δηλαδή, απόσταση ανάμεσα στην τηλεοπτική Ντάλια και την θεατρική Ελένη;
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι της ίδιας ποιότητας η ενέργεια. Η τηλεόραση και το θέατρο είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Κρατάει πολλές ώρες, αλλά είναι κάτι πιο εύκολο το να παίξεις στην τηλεόραση απ΄ το να παίξεις στο θέατρο, πόσο μάλλον σε μια αρχαία τραγωδία.
-Ο απόηχος της Ντάλιας και της μεγάλης επιτυχίας του «Παρά πέντε» σας ακολουθεί πάντα;
Δεν είναι φάντασμα για να με ακολουθεί, η αγάπη του κόσμου είναι πάντα καλοδεχούμενη. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι με αγάπησαν περισσότερο μέσα από αυτό τον ρόλο. Δεν έγινα όμως γνωστή από την Ντάλια, γιατί με ήξεραν από πριν, κάνω κι άλλα πράγματα τώρα… Δεν με πειράζει όμως που η Ντάλια είναι η αγαπημένη τους, γιατί και για μένα είναι αγαπημένη. Ηταν ένα παράθυρο για περισσότερη αγάπη αυτός ο ρόλος, γιατί η αναγνωρισιμότητα από μόνη της δεν σημαίνει κάτι. Μπορεί να είσαι διάσημος και αναγνωρίσιμος για κάτι κακό που έκανες.
-Στην παρούσα φάση ο ρόλος της Ελένης ανοίγει ένα καινούργιο παράθυρο επικοινωνίας με το κοινό;
Σίγουρα, γιατί η Ελένη είναι ένας μύθος. Ηταν και παραμένει ένας μύθος. Στο έργο αυτό βλέπουμε ότι το σύγχρονο μήνυμα που θέλει να μας δώσει είναι ότι εξαιτίας της Ελένης έγινε ένας ολόκληρος δεκαετής πόλεμος που είχε απώλειες κι από τις δύο πλευρές, όπως έχουν όλοι οι πόλεμοι και δεν είχε κανένα λόγο να γίνει, γιατί η Ελένη δεν πήγε ποτέ στην Τροία. Κι είναι πάρα πολύ ωραίο αυτό το συμβολικό κι αντιπολεμικό μήνυμα που βγάζει το έργο, που σατιρίζει τον πόλεμο και τους τρομοκράτες, τον αφανισμό ολόκληρων χωρών για ένα άτομο, καθώς ένα αντίστοιχο παράδειγμα είναι η Ελένη, η οποία στο έργο του Ευριπίδη δεν πήγε στην Τροία, αλλά το είδωλό της.
-Σύμφωνα με όσα διδάσκει η ιστορία, αλλά και η προσωπική σας εμπειρία, η ομορφιά είναι δώρο Θεού ή αντίθετα δημιουργεί εμπόδια;
Δεν θα ’λεγα ότι δημιουργεί τρομερά προβλήματα, ας μην είμαστε αχάριστοι, η ομορφιά είναι ένα δώρο από τον Θεό που δεν έχεις κάνει τίποτα, γι’ αυτό για να το αποκτήσεις, οπότε δεν έχεις κανένα λόγο να είσαι περήφανος. Κι είναι και κάτι που φεύγει. Γενικά στην δικιά μας την δουλειά αυτό που μένει είναι πόση δουλειά έχεις κάνει και πόσο έχεις προσπαθήσει ουσιαστικά. Δεν μπορείς να ασχοληθείς με την ομορφιά παραπάνω από αυτό που υπάρχει.
-Το πρόγραμμα της φετινής περιοδείας σας οδηγεί στο Θερινό Δημοτικό Θέατρο Βόλου στις 3 και 4 Ιουλίου…
Πράγματι, ξεκινάμε αύριο στου Παπάγου με δύο παραστάσεις και κατόπιν ερχόμαστε στο Βόλο, μια πόλη αγαπημένη γιατί έχω περάσει πολύ όμορφα, όταν συμμετείχαμε στις «Δούλες» του Ζαν Ζενέ που είχαν ανέβει παλαιότερα από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου. Ήμασταν επί δύο μήνες στο Βόλο, περάσαμε ωραία, ήμασταν τρία κορίτσια, κάναμε βόλτες στο Πήλιο, γενικώς ο Βόλος είναι μια πόλη που την αγαπάω και είναι κι απ τις πιο όμορφες πόλεις στην Ελλάδα. Κι έχει επίσης πάρα πολύ ωραίο κοινό. Αυτό θυμάμαι από τις “Δούλες”.
-Εχετε εικόνα από την περαιτέρω πορεία του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου και την πολιτιστική εξέλιξη της περιοχής;
Απ ό,τι έχω ακούσει, γενικά ο Βόλος έχει μια πολύ καλή φήμη, όπως η Λάρισα, η Πάτρα και η Θεσσαλονίκη. Είναι, δηλαδή, από τις πόλεις που επειδή έχουν μια παράδοση με τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., γιατί νομίζω ότι ο συγκεκριμένος θεσμός έχει βοηθήσει πάρα πολύ το κοινό να αγαπήσει το θέατρο. Στη διάρκεια της περιοδείας πάμε και σε πόλεις που δεν έχουν ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. και που δεν το γνωρίζουν τόσο καλά το θέατρο. Το κοινό του Βόλου δεν είναι έτσι, υπάρχει θετική ενέργεια, η οποία έχει να κάνει και με το πόσο είσαι ανοιχτός στο θέαμα που βλέπεις. Θα έλεγα ότι γενικά πρέπει να πηγαίνεις στο θέατρο με τα μάτια καθαρά, ανοιχτά και να μην έχεις άποψη από πριν γι αυτό που θα δεις αν και στην Ελλάδα συνηθίζουμε να προεξοφλούμε αποτελέσματα και να κάνουμε κριτική πολύ πριν δούμε κάτι.
-Ποια είναι τα καλλιτεχνικά σας σχέδια για την χειμερινή περίοδο;
Δεν μπορώ να μιλήσω ακόμη για το θεατρικό έργο που θα ανεβάσουμε στο «Μικρό Παλλάς» μετά τα Χριστούγεννα, γιατί η περιοδεία της «Ελένης» θα ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβριο. Δεν θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε από την αρχή της σεζόν. Τηλεοπτικά θα συνεχίσουμε το περσινό σήριαλ.
-Ποια είναι η δική σας φιλοσοφία απέναντι στα καλλιτεχνικά πράγματα, η αρχή, ενδεχομένως, που σας έχουν δώσει οι γονείς σας;
Οι γονείς μου δεν λειτούργησαν ως συμβουλάτορες που μου έδωσαν κάποιες εντολές για να τις ακολουθήσω όπως ο Μωυσής. Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι σίγουρα τα παιδιά προχωρούν στην ζωή τους και νιώθουν ασφάλεια, όταν αισθάνονται ότι οι γονείς τους τα αγαπούν, τα λατρεύουν και ενδιαφέρονται πραγματικά γι’ αυτά. Νομίζω ότι τα παιδιά γενικώς, ό,τι κι αν κάνουν οι γονείς, το μόνο που χρειάζονται είναι αγάπη κι ενδιαφέρον κι εγώ αυτό το είχα πάρα πολύ από τους γονείς μου. Και τους ευχαριστώ γι’ αυτό.