ΤΟΠΙΚΑ

Βρυξέλληνες

βρυξέλληνες-851206

Γεννήθηκα σ’ ένα παραλιακό χωριουδάκι σε κάποιο νησί. Οι γονείς μου είχαν δυο χωραφάκια που δεν τους απέφεραν τίποτα και δέκα ενοικιαζόμενα δωμάτια που απέφεραν δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ κέρδος το χρόνο.
Η οικογένειά μου ήταν μεγάλη. Ο πατέρας, η μητέρα, δύο αδέλφια, τρεις αδελφές –οι δυο παντρεμένες. Ήμασταν δηλαδή εννιά στο τραπέζι. Μα από τη μια μέρα στην άλλη απόμεινα μονάχος στον κόσμο. Μονάχος, γιατί στο δικό μου μαγαζί εννοούσα να κλέβω Εφορία και πελάτες, ενώ όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας στα μαγαζιά τους πήγαιναν με το σταυρό στο χέρι. Την τελευταία δεκαπενταετία οι Βρυξέλληνες είχαν αναλάβει τη μοίρα των έντιμων επαγγελματιών κι έτσι έφτασε ο καιρός, που μέσα σ’ ένα μήνα υπήρχαν οχτώ οικονομικά πτώματα στο σπίτι.
Όποιος δεν είδε οχτώ τέτοια πτώματα μέσα στο σπίτι του, δεν μπορεί να καταλάβει πόσα πολλά είναι. Να πω για τη θλίψη μου; Ας πούμε καλύτερα την αλήθεια: Αυτή η καταστροφή ήταν πιο πάνω από τις δυνάμεις μου. Μη έχοντας τη δυνατότητα να εκτιμήσω τη φρίκη της, ένιωθα ανάξιός της. Μπορείς να κλάψεις για την καταστροφή του πατέρα σου ή του αδελφού σου, μα πώς μπορείς να κλάψεις οχτώ ανθρώπους μαζί;
Η τράπεζα που φώναξαν να προστρέξει, δεν έπαψε να προσφέρει συνεχώς τη λαμπρή, μα αλίμονο! άχρηστη βοήθειά της. Η οικογένειά μου χανόταν οριστικά και αμετάκλητα. Οι πρώτες δυο χρεοκοπίες ανακοινώθηκαν με κάποια αξιοπρέπεια, όπως είναι το σωστό. Μα από την τρίτη και πέρα οι αναγγελίες έγιναν σύντομες. «Άλλος ένας!» έλεγαν στο νησί κι έπαιρναν βαθιά ανάσα. Τους φαινόταν το δίχως άλλο πως ο καθένας τους θα ’χε περισσότερο αέρα να αναπνέει. Δεν τους περνούσε από το νου ότι οι Βρυξέλληνες είχαν ράμματα για τη γούνα τους κι ότι οσονούπω έρχεται κι η σειρά τους. Κι άκουγα απίστευτους διαλόγους: «Και τα ενοικιαζόμενα; Τα πήρε η τράπεζα;». «Όχι ακόμα. Μα είναι υπόθεση ημερών». «Πόσοι μένουν;». «Δύο μονάχα».
Όταν προ μηνός τέλειωσαν όλα, έτυχε να πέσω πάνω στο δικαστικό κλητήρα. Με είδε, με αναγνώρισε και γούρλωσε τα μάτια: «Μπα; Εσύ γλίτωσες;». «Γλίτωσα». «Γιατί;». Αυτό το γιατί που του ξέφυγε ήταν καταπληκτικό. Είχε έναν τόνο μομφής ανεπανάληπτο. Προτίμησα να τα πω όλα για να ξαλαφρώσω. Ομολόγησα το έγκλημά μου, πως για να επιβιώσω κατάκλεβα Εφορία και πελάτες. Μου έκλεισε το μάτι σα να ’θελε να πει: «Εσύ δεν είσαι κορόιδο!».
Η ιστορία μαθεύτηκε γρήγορα και προξένησε τρομερά σχόλια. Όταν ξεπροβόδιζα στο λιμάνι τους δικούς μου που πήγαιναν να δουλέψουν γκαρσόνια σε άλλα νησιά, στην πλάτη μου ψιθύριζαν: «αυτός γλίτωσε, γιατί έκλεψε!».
Μάλιστα. Γλίτωσα γιατί είχα κλέψει. Από αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι άλλοι καταστράφηκαν γιατί ήταν τίμιοι.
Σ’ αυτό το τελευταίο διάστημα που κάθομαι ολομόναχος στο σπίτι, σχημάτισα για τη δικαιοσύνη και την κλεψιά μια γνώμη κάπως ανορθόδοξη, η οποία, όσο κρατάει η Βρυξελλοκρατία, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου