ΤΟΠΙΚΑ

Τα ανάποδα

τα-ανάποδα-851206

Ο γιατρός Γ. πέρασε μπρος από τον Άγιο Νικόλαο δίχως να κάνει το σταυρό του, έστριψε στο στενό και μπήκε σ’ ένα μπαρ.
Η ώρα ήταν τρεις. Νωρίτερα, στις δυόμισι, είχε χτενίσει προσεχτικά το μαύρο του γενάκι, βεβαιώθηκε ότι το πορτοφόλι ήταν στη τσέπη του και βγήκε έξω στο νυχτερινό αέρα.
Καθώς κατέβασε με τη μία το ποτό, στο νου του ήρθε η κουβέντα που του πε ένας φίλος. «Βάζω στοίχημα: Ακόμα και το ψωμί που τρως, το βουτάς πρώτα στο ουίσκι». Ανόητη κουβέντα, μα, ωστόσο, τι γεύση να έχει το ψωμί βουτηγμένο στο ουίσκι; σκέφτηκε ο γιατρός και κατέβασε δεύτερο ποτό. Τώρα που το καλοσκέφτονταν, η ιδέα αυτή θα του τριβέλιζε το μυαλό κάθε φορά που θα έτρωγε ψωμί. Τι γεύση να χε αλήθεια; Το άμυλο θα γλύκιζε λιγάκι, ήταν βέβαιο, μάλλον δε θα τρωγόταν, οπότε θα ταν προτιμότερο να προσθέσει λίγο αλάτι.
«Αλάτι;» αναρωτήθηκε με φρίκη καθώς σκέφτηκε τις βλαβερές συνέπειες κι αστραπιαία, όπως το χε συνήθειο, πήρε δύο αποφάσεις: να κόψει το ψωμί –για το ουίσκι ούτε λόγος- και να παραγγείλει τρίτο ποτό.
Τον σέρβιρε ένας καταϊδρωμένος μπάρμαν και ο γιατρός έπιασε το ποτήρι αποφεύγοντας να κοιτάξει προς τη μεριά που ήταν τα μιλκσέικ. Αν βούταγε λίγο ψωμί μέσα στο ουίσκι; σκέφτηκε, απέρριψε όμως με αγανάκτηση μια τέτοια ιεροσυλία και ρούφηξε το ποτό χαϊδεύοντας συλλογισμένος το γενάκι του…
Άλλο πάλι και τούτο! Η ώρα ήταν τέσσερις και μισή, το ποτήρι άδειο και στο νου του ήρθε άλλη ιστορία! Θα πρεπε να εξηγεί στον καθένα γιατί έχει γενάκι. Δεν μπορούσε να πει ότι έχει γιατί έτσι του αρέσει, κανείς δεν το δεχόταν, εφηύρε λοιπόν κι αυτός κάποια δικαιολογία, ότι το πιγούνι του είχε μία παραμόρφωση και τον πιστέψαν όλοι. Παράγγειλε κι άλλο ποτό και το πιε μονορούφι. Η αλήθεια είναι πως όσοι τον γνωρίζαν θα πίστευαν την πρώτη εκδοχή χωρίς καμιά συζήτηση, άλλωστε ήταν γνωστό πως στο πανεπιστήμιο απ το πολύ διάβασμα είχαν πάθει τα νεύρα του, χώρια που τον είχε τσακίσει μια ερωτική απογοήτευση, ώστε λοιπόν για τους γνωστούς μια κάποια ιδιορρυθμία στη συμπεριφορά του ήταν αναμενόμενη. Για τους άλλους όμως; σκέφτηκε ο γιατρός και παράγγειλε ένα διπλό η ώρα πέντε το πρωί. Οι άλλοι δεν χαίρονται όταν ακούνε την αλήθεια. Σουφρώνουνε τα φρύδια τους, κουνούν δύσπιστα το κεφάλι, χαμογελούν ειρωνικά, με άλλα λόγια κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να δείξουν πως ξέρουν ότι λέει ψέματα. «Μ’ αυτούς ξεμπερδεύεις εύκολα όταν τους πεις το ψέμα που θέλουν να ακούσουν» χαμογέλασε ο γιατρός και στράγγιξε το ποτήρι.
«Κοντολογίς», φώναξε έξι η ώρα το πρωί, «αποφάσισα να μην ξαναπώ αλήθεια κι από τότε με πιστεύουν όλοι με το πρώτο και μου φέρονται με συμπάθεια! Κι αυτό το χρωστάω στο μούσι μου!».

Ο μπάρμαν τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου