ΤΟΠΙΚΑ

Ο άνθρωπος με την καράφα- Eικόνες απ’ το τσιπουράδικο του Αλ. Καβούρα

ο-άνθρωπος-με-την-καράφα-eικόνες-απ-το-1016

Ενα ρεπορτάζ «εν ευθυμία»… δημοσιευμένο το 1988 με τίτλο τότε «Στα τσιπουράδικα ο Βόλος ζωντανεύει»

Στις 5 Μαΐου έφυγε απ’ τη ζωή ένας άνθρωπος που άφησε εποχή στην πόλη μας. Ηταν ο παραδοσιακός τσιπουράς Αλέκος Καβούρας, ένας άνθρωπος ιδιαίτερα αγαπητός, που έφυγε στα 87 του και σκόρπισε τη θλίψη στον κόσμο που τον γνώριζε. Ξαναθυμηθήκαμε την εποχή του μέσα από ένα ρεπορτάζ, εκείνων των ημερών, του συναδέλφου Γιάννη Μαντίδη, που είχε δημοσιευθεί το 1988 στο τεύχος 9 του επιτυχημένου περιοδικού «Βόλος η πόλη μας», που έβγαζε τότε ο δήμος Βόλου. Το ρεπορτάζ, με φωτογραφίες του Νίκου Ρίζου, είχε τίτλο «Στα τσιπουράδικα ο Βόλος ζωντανεύει!» και είχε γραφτεί… «Εν ευθυμία»…

Επιμέλεια: ΒΑΣΩ ΣΑΜΑΚΟΒΛΗ

Μεσημεράκι, πάνω στο σχόλασμα κι’ όλοι οι δρόμοι οδηγούν σ’ αυτά… Στα τσιπουράδικα του Βόλου! Είναι η κλασική ώρα του κάθε μερακλή Βολιώτη, που προσκαλείται ή προσκαλεί:

– Πάμε για δύο;

Παραπανίσια διευκρίνιση είναι περιττή. Ο άλλος δέχεται, κατά κανόνα ευχαρίστως και παν’ για δύο, για τέσσερα, για δεκάξι, για εικοστέσσερα και όπου βγει… Συμφωνίες θα κάνουμε;

– Μα, είπαμε για δύο και μέτρησα… τριανταδύο!

– Μη νοιάζεσαι! Κερνάω εγώ…

Κεράσματα χαράς και ευδιαθεσίας στην ουσία είναι τα τσίπουρα. Δεν προλαβαίνεις να καθίσεις στο τραπέζι και πριν στου σφουγγαρίσουνε το μάρμαρο, σούρχεται μια μπαταριά από τέσσερα κοσπεντάρια!

– «Τι είν’ αυτά;»

– «Από απέναντι», κάνει με τον αντίχειρα ο σερβιτόρος.

Στρίβεις το κεφάλι και βλέπεις τον αποστολέα να σου χαμογελάει. Είναι φίλος ή και απλός γνωστός που σε λίγο θάναι φίλος…

– Αντε γειά μας!

– Γεια και χαρά…

Η ζέστα της καρδιάς στα τσιπουράδικα είναι βασικά δοσμένη. Εκεί μέσα ο κόσμος είναι αλλιώτικος, δεν μοιάζει καθόλου με τον έξω. Εκεί τα γκρίζα πρόσωπα μεταβάλλονται σε ροζέ, που σου παίρνουν τα προβλήματα και σου προσφέρουν άφθονες λύσεις. Κι όχι μόνο στ’ ατομικά, αλλά και στα γενικότερα: κοινωνικά, πολιτικά, υπαρξιακά…

Αν κάνεις μια γύρα μεσημέρι ή βραδάκι στα τσιπουράδικα, βλέπεις την καρδιά της πόλης να χτυπάει έντονα!

Ο Βόλος ζωντανεύει στα τσιπουράδικα! Πόσες φορές, μένοντας σε μιαν άλλη πόλη, δεν νοσταλγήσαμε ένα τσίπουρο μ’ έξτρα μεζέ ή σκέτο και μ’ ένα φίλο για συντροφιά…

«Πόλη χωρίς τσιπουράδικα, είναι πόλη χωρίς προσωπικότητα», λέει μεταξύ σοβαρού κι’ αστείου ο δήμαρχος Μιχ. Κουντούρης. Και δεν έχει καθόλου άδικο.

Πόσα τσιπουράδικα έχει συνολικά ο Βόλος. Αυτά που είναι στο Σύλλογο, είναι γύρω στα 80. Με της Νέας Ιωνίας πρέπει ναναι γύρω στα 150. Να βάλουμε 200; Μέσα θάμαστε. Αλωστε το ισόγειο κάθε καινούργιας πολυκατοικίας, προδιαγράφεται για ουζερί ή βιντεοκασετάδικο…

Με ευλάβεια θυμούνται οι παλιοί βολιώτες, εραστές του τσίπουρου, τα πρώτα τσιπουράδικα που άνθισαν στο Βόλο. Και προφέρουν με νοσταλγία τα ονόματά τους, λες κι είναι παλιές δόξες του σινεμά: Του Νίκου Καβούρα στην Αντωνοπούλου, του Ρηγώνη στην Ιάσονος, του Θανάση Ζήση στη Σποράδων, του Νίκου Καλιακούδα στη Λώρη, του Καράβα στην Καρτάλη, του Αλμπάνη και του Παρασκευά στο «συνοικισμό», του Κσταινάρη στην Ιωλκού, του Κυριαζή στη Σόλωνος…

Με τον τίτλο του παλιού επίσης, συνεχίζουν σήμερα ο Αλέκος Καβούρας στο στενό της Εθνικής Τράπεζας, ο Φώτης Παπαδής στη Σόλωνος, ο Αλέκος Χαλκιάς στους Αγίους Αναργύρους, οι πρώην συνεργάτες του Θανάση Ζήση στο στενό της Λώρη, ο Λάζαρος στη Βαμβακουργία, ο Λογαράς στα ψαράδικα και αρκετοί ακόμα άλλοι.

Αξιοθέατα, συνυφασμένα με τη γεύση της νοστιμιάς, γίναν τα τελευταία χρόνια για τους επισκέπτες μας τα τσιπουράδικα του Βόλου κι’ απαραίτητη η «ξενάγηση» και το τρατάρισμα σ’ αυτά. Μεζέδες που να γλείφεσαι συνέχεια, απ’ τα ποικίλα θαλασσινά και τα τζατζίκια, μέχρι τις ψημένες πατάτες, τα σαγανάκια, τα τουρσιά… Μόνο μην παρασύρεστε και τόσο στα «έξτρα», για να μη δείτε το λογαριασμό στο τέλος να μοιάζει με κείνον της ΔΕΗ…

Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι ο πλούτος των μεζέδων στα τσιπουράδικα άρχισε να προβάλλεται από τότε που κι οι γυναίκες βγήκανε σ’ αυτά. Οι άντρες αρκούνται περισσότερο στο καλό τσίπουρο, που οι παλιότεροι τόπιναν συνήθως «ξεροσφύρι», σ’ εκείνα τα ποτηράκια «δαχτυλίθρες»…

Τόση ώρα όμως κάνουμε τσιπουροκουβέντα και απορώ γιατί δεν πάμε να τα πούμε επί τόπου!

Ναι, σ’ ένα τσιπουράδικο!

Στον Αλέκο τον Καβούρα, που στάθηκε κι η αφορμή γι’ αυτό το ρεπορτάζ. Βασικά ο Αλέκος είναι τύπος γραφικός και πλακατζής (πλεονεκτήματα για έναν επαγγελματία του είδους), που σε εμπνέει ή κι’ ακόμα σε εκφράζει! Αλλά και σε φοβίζει! Π.χ. αν πας την ώρα που ετοιμάζεται να κλείσει…

Σερβίρει με καράφα κι αυτό σ’ αρέσει ιδιαίτερα. Ο μεζές κάπως αργεί, αλλά σ’ αποζημιώνει με την φρεσκάδα του… Για τους… διαπληκτισμούς του έχει έναν μόνιμο παρτενέρ, συνήθως τον πράκτορα ταξιδιών Βασίλη Πολίτη. Αν είσαι άσχετος και τους δεις να συζητάνε πολιτικά, λες, «πάει, τώρα θα τρέξει αίμα»! Στο τέλος όμως ανακαλύπτεις ότι αυτοί οι δυο είναι φίλοι μέχρι αίματος..

Ο Αλέκος θα καθίσει λίγο και μαζί μας. Θα μας πει για τον παλιό καλό καιρό «όταν οι πηλιορείτες κατέβαζαν το τσίπουρο με τα τουλούμια, τσίπουρο άριστης ποιότητας, που έβραζαν λαθραία μεσ’ στις ρεματιές…». θα μας πει για τις καραβίδες και γραρίδες, «που ήταν τότε πάμφθηνες και τις φέρνανε με τα κασάκια και που τώρα για να τις βρεις πρέπει νάχεις… συνταγή γιατρού…». Θα μας πει για τότε, που «ήταν συνέχεια ανοιχτά, ενώ τώρα μπορεί και κλείνει και πηγαίνει διακοπές…».

Μαζί μας είναι κι’ ένας φιλοξενούμενος, που σπεύδει να μας προλάβει και πάει στον πάγκο να πληρώσει. «Κρατήστε τα λεφτά σας κύριε, εδώ υπάρχουν νόμοι!» ακούμε τον Αλέκο να του φωνάζει. Κι’ αυτό σημαίνει ότι οι φιλοξενούμενοι στα τσιπουράδικα του Βόλου, είναι κυριολεκτικά φιλοξενούμενοι…

Κι ενώ το άσπρο «πιοτό της φωτιάς» ρέει καθημερινά στα τσιπουράδικα, ελάχιστη ποσότητα απ’ αυτό παράγεται στην περιοχή μας. Οι «κρουνοί» βρίσκονται στον Τύρναβο και τους ανοίγουν Λαρισαίοι επιχειρηματίες, προνόμιο, λένε, Ροδοπουλικό…

Εκανα μια προσπάθεια να μπω στο πνεύμα της διαδικασίας, παραγωγής, διακίνησης και εμπορίας του τσίπουρου, αλλ’ αυτό που κατάφερα ήταν να μπερδευτώ. Μασημένα πράματα. Ακουσα για νόμους παλιούς και νέους που καταστρατηγούνται, για λαθραία βρασίματα, για εθιμικές… νοθείες, για «πληρωμένες» κι’ αγορασμένες άδειες και χίλια – δυο.

Ενα πάντως είναι το σίγουρο: Τσίπουρο μπορεί να βρεις κι αλλού, όμως μόνο οι Βολιώτες ξέρουν να το πίνουν…

Μαντ.

Υ.Γ. Εκείνο που σοβαρά μ’ απασχολεί, είναι ότι το πιοτό που ζωντανεύει το Βόλο, τόχουν στα χέρια τους οι Λαρισαίοι! Λέτε να μας το στερήσουν κάποτε, στα πλαίσια του εκβιασμού. Αυτά όμως είναι λόγια του τσίπουρου… Ηπιαμε κάτι παραπάνω και δεν ξέρουμε τι λέμε… Ή μήπως ξέρουμε…

Μ.

Μια παλιά φωτογραφία, όσο και το τσίπουρο στο Βόλο, στο μαγαζί του Νίκου Καβούρα. Διακρίνονται, δεύτερος από δεξιά Κώστας Ζωιτόπουλος και στη συνέχεια Αποστόλης Καβούρας, Αλέκος Μανιάρας και ο μικρός (τότε) Γιώργος Στράκας

Μεσημεριάτικη συντροφιά από το «Μαϊστράλι». Από δεξιά Γιάννης Στάμος, Νίκος Βυζιώτης, Γιώργος Οικονόμου και Γιάννης Πνιγούρας, αντιδήμαρχοι, νομικός και ειδικός σύμβουλος του δήμου, παίρνουν τα συνηθισμένα τους...

«Πάρτε κύριε τα λεφτά σας... Εδώ υπάρχουν νόμοι!»

Δεν είναι που ο δήμαρχος Μιχ. Κουντούρης (δεξιά) πήγε στο ουζερί του Αλέκου Καβούρα (αριστερά) για ένα τσίπουρο. Είναι που αναγκάζεται ν’ απαντάει στις «λυμένες» γλώσσες των θαμώνων - δημοτών...

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου