ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Κάλαντα 3.000 χρόνων!

κάλαντα-3-000-χρόνων-60239

Τελετουργικά έθιμα της Πρωτοχρονιάς έχουν καταγραφεί στην αρχαία Δημητριάδα

Σύμφυτα με την παράδοση 3.000 περίπου χρόνων είναι τα κάλαντα που φθάνουν ως τις μέρες μας, με ελάχιστες παραλλαγές και τροποποιήσεις. Ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία που παραθέτει η Αν. Διευθύντρια του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Θεσσαλικών Σπουδών, Έλσα Νικολάου, σχετικά με τα κάλαντα της αρχαιότητας, που όπως όλα δείχνουν, παραμένουν αναλλοίωτα στον χρόνο.

Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες που δίνουν το τελετουργικό κλίμα που επικρατούσε κατά την αρχαιότητα, στόλιζαν κλαδί ελιάς η δάφνης, το οποίο ονομάζονταν «Ειρεσιώνη» με τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς, πλην του αχλαδιού και του μήλου, και κυρίως με αυτούς που είχαν σκληρό κέλυφος, όπως κάστανα, καρύδια , αμύγδαλα κ.λπ. διότι θεωρούνταν σύμβολα ευφορίας. Το κλαδί αυτό, ήταν πλεγμένο με τούφες από λευκά η κόκκινα μαλλιά και πολλές φορές κρεμούσαν στα κλαδιά του μικρές φιάλες που περιείχαν κρασί, γάλα και μέλι.

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Γλυκερία Υδραίου

Το στολισμένο κλαδί περιφέρονταν από παιδιά αμφιθαλή, των οποίο δηλαδή βρίσκονταν εν ζωή και οι δύο γονείς, ψάλλοντας κάλαντα που μοιάζουν πολύ με το μεταγενέστερο «Σ’ αυτό το σπίτι που’ ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει». Συγκεκριμένα, τα κάλαντα της αρχαιότητας που έχουν καταγραφεί, αναφέρουν μεταξύ άλλων : «Σ’ αρχοντικό εμπήκαμε μεγάλου νοικοκύρη, με λόγο που ’χει πέραση και μ’ αγαθά περίσσα… Ανοίξτε πόρτες διάπλατα να μπουν μεγάλα πλούτη, μαζί κι η θαλερή χαρά κι η βλογημένη ειρήνη. Γιομάτοι να ’ν’ οι πίθοι σας, πολλά τα ζυμωτά σας.

Κι ο κριθαρένιος ο χυλός με το πολύ σουσάμι».

Η υποδοχή της νέας χρονιάς δεν είναι, κατά συνέπεια, προσφιλής συνήθεια μόνο των μεταγενέστερων, αλλά αναζητά τις ρίζες της στα βάθη των αιώνων. Η έννοια της Πρωτοχρονιάς είναι, ωστόσο, τελείως διαφορετική κατά την αρχαιότητα, δεδομένου ότι κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο το έτος άρχιζε από τον Μάρτιο και κατά συνέπεια η Πρωτοχρονιά γιορτάζονταν την 1η Μαρτίου. «Την ημέρα εκείνη η «εσπερία δύσις» του Ταύρου (όταν δηλαδή ο αστερισμός του Ταύρου έδυε μαζί με τον Ήλιο) σήμαινε και την αρχή του νέου έτους, ενώ οι Εστιάδες Παρθένες άναβαν νέα ιερή φωτιά στον ναό της Εστίας στην αγορά της Ρώμης.

Την Πρωτοχρονιά γιορτάζονταν επίσης και τα Ματρωνάλια, προς τιμή της θεάς Ήρας και μητέρας του Άρη, καθώς και τα γενέθλια του ίδιου του Άρη προς τιμήν του οποίου ο γιος του, ο μυθικός Ρωμύλος, έδωσε στον Μάρτιο το όνομα του πατέρα του που θεωρούνταν γενάρχης των Ρωμαίων» αναφέρει η κ. Νικολάου.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ο Μάρτιος απεικονίζεται ως άνδρας ντυμένος με δέρμα λύκαινας. Κατά τους χρόνους όμως της «ελεύθερης ρωμαϊκής πολιτείας» ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος στον θεό Ερμή, ενώ στην συνέχεια ορίστηκε ως τρίτος μήνας και πρώτος ο προς τιμή του ειρηνικού θεού Ιανού. Κατ΄ άλλους η μετατόπιση αυτή έγινε μετά το 153 π.Χ. από τους υπάτους, εξακολουθώντας, ωστόσο, να παραμένει ο Μάρτιος πρώτος μήνας του θρησκευτικού έτους.

Στην αρχαία Δημητριάδα

«Ο ορισμός του νέου έτους στην αρχαία Ελλάδα είχε άμεση σχέση με την προσπάθεια των Ελλήνων να υιοθετήσουν ένα ετήσιο ημερολόγιο σεληνοηλιακού τύπου με 12 μήνες, ένα ημερολόγιο δηλαδή που να λαμβάνει υπόψη του ταυτόχρονα και μια πλήρη ελλειπτική περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο (τροπικό έτος), αλλά και ένα σύνολο 12 περιστροφών της σελήνης γύρω από τη γη που συμπίπτει –με ελάχιστη απόκλιση κάποιων ημερών- με ένα ηλιακό έτος» υπογραμμίζει η Σοφία Κραβαρίτου, Δρ. Θρησκευτικής Ανθρωπολογίας, Δρ. Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας και αρχαιολόγος στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Θεσσαλικών Σπουδών.

Κάθε αρχαία πόλη ή κοινότητα είχε υιοθετήσει τα δικά της ονόματα μηνών και οργάνωνε με μοναδικό τόπο τις δικές της θρησκευτικές γιορτές και τελετουργίες, ενώ η αρχή του έτους ορίζονταν, ανάλογα με την πόλη, ή το καλοκαίρι ή το χειμώνα ή ακόμη και την άνοιξη ή το φθινόπωρο, διότι ο πρώτος μήνας του έτους συνέπιπτε με ένα από τα τέσσερα σημεία του ηλιακού τροπικού κύκλου, τα δύο δηλαδή ηλιοστάσια (21 Ιουνίου και 22 Δεκεμβρίου αντίστοιχα) ή τις δύο ισημερίες (21 Μαρτίου και 22 Σεπτεμβρίου αντίστοιχα).

«Όσον αφορά ειδικότερα στην αρχή του έτους στο θεσσαλικό χώρο, οι πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας αφορούν το ελληνιστικό κοινό ημερολόγιο του Θεσσαλικού Κοινού, που επικράτησε στις θεσσαλικές πόλεις από τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. (197 π.Χ.)» σημειώνει η ίδια. Ο πρώτος μήνας του νέου έτους, το οποίο άρχιζε κάποια στιγμή μεταξύ καλοκαιριού και φθινοπώρου και προφανώς συνέπιπτε ή με το θερινό ηλιοστάσιο ή με τη φθινοπωρινή ηλιακή ισημερία, ονομαζόταν Ιτώνιος. Το όνομά του είχε άμεση σχέση με τη λατρεία της θεάς Αθηνάς Ιτωνίας, προστάτιδας και πολιούχου θεότητας του Θεσσαλικού Κοινού, και με την ομώνυμη εορτή της, τα φημισμένα θεσσαλικά Ιτώνια.

«Η ακριβής στιγμή της αρχής του νέου έτους στην περιοχή τη αρχαίας Μαγνησίας είναι επίσης δύσκολο να προσδιοριστεί. Τα επιγραφικά κείμενα παραδίδουν τα ονόματα των μηνών που υιοθετήθηκαν στην αρχαία Δημητριάδα (Αφροδισιών, Αρείος, Αρτεμισιών, Αθηναιών, Δείος, Δημητριών, Ηφαιστιών, Ερμαιών/Ερμαίος, Έστιος, Ποσειδεών και Ηρεών), αρχής γενομένης από την κτίση της πόλης με συνοικισμό τον 3ο αι. π.Χ., από το Μακεδόνα βασιλιά Δημήτριο Πολιορκητή» υπογραμμίζει η κ. Κραβαρίτου, η οποία προσθέτει ότι «λόγω έλλειψης περαιτέρω στοιχείων, η αποκατάσταση της ακολουθίας των μηνών αυτών στον τοπικό ετήσιο χρόνο δεν έχει ακόμη επιτευχθεί και επομένως δεν γνωρίζουμε το μήνα που σηματοδοτούσε την έλευση του νέου έτους».

Μια τοπική εορτή που μαρτυρείται πριν από την ίδρυση της αρχαίας Δημητριάδας, θα μπορούσε ενδεχομένως να συσχετιστεί με την ενδεχόμενη έλευση της τοπικής νέας χρονιάς κοντά στο θερινό ηλιοστάσιο. Η συγκεκριμένη θρησκευτική τελετουργία τοποθετείται χρονικά, από τις ιστορικές πηγές του 4ου αι. π.Χ., στην καλοκαιρινή περίοδο που σηματοδοτείται από τα λεγόμενα «θερινά καύματα» (τους καλοκαιρινούς δηλαδή καύσωνες). Πραγματοποιούνταν στην κορυφή του Πηλίου –στο σημερινό Πλιασίδι-, όπου είχε ανασκαφεί στις αρχές του 20ου αι. π.Χ. τμήμα του ονομαστού ιερού του Διός Ακραίου και του Κενταύρου Χείρωνα.

«Όπως μαρτυρούν λοιπόν οι αρχαίες πηγές, κατά την θερμότερη περίοδο του έτους που σηματοδοτούνταν αστρονομικά με την ανατολή του Κυνός –και του λαμπρότερου δηλαδή αστεριού του, του Σείριου- ανέβαιναν στην κορυφή του Πηλίου, στο σπήλαιο του Χείρωνα και στο ιερό του Διός Ακραίου, «οι επιφανέστατοι των πολιτών» και «οι ακμάζοντες ταις ηλικίαις» ντυμένοι με δέρματα προβάτων, με σκοπό προφανώς την τέλεση επίκλησης για την προστασία της σοδειάς που κινδύνευε από την απότομη έλευση της ζέστης των «κυνικών καυμάτων»» τονίζει η κ. Κραβαρίτου.

Τελετουργίες των Βυζαντινών

Ο Ιανουάριος αρχικά ήταν ο ενδέκατος μήνας και κατόπιν έγινε ο πρώτος του χρόνου. Από το 153 π.Χ. καθιερώθηκε την πρώτη Ιανουαρίου να λαμβάνουν το αξίωμά τους οι Ρωμαίοι Ύπατοι. «Κατά την συγκεκριμένη ημέρα τελούνταν διάφορες ειδωλολατρικές τελετές, γι’ αυτό η πρώτη Ιανουαρίου κατά την πρώτη χριστιανική περίοδο δεν γιορτάζονταν, όπως σήμερα, γιατί ήταν συνδεδεμένη με την εθνική λατρεία» αναφέρει ο Βασίλης Καραχρήστος, αρχαιολόγος του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Θεσσαλικών Σπουδών.

Τον 10ον αιώνα, όταν είχαν εκλείψει σταδιακά τα παλαιά έθιμα, η χριστιανική Εκκλησία επέτρεψε να εορτάζεται η ημέρα αυτή κατά τον τρόπο που γνωρίζουμε σήμερα. Μέχρι τον 10ο μ.Χ. αιώνα, οπότε και καθορίστηκε η ημερομηνία εορτής των Χριστουγέννων, ήταν παράδοση να τελείται στις 25 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου δημόσια εορτή προς τιμήν του θεού Ήλιου, ως κατάλοιπο της προχριστιανικής εποχής. Την γέννηση του Χριστού μέχρι τότε την εόρταζαν στις 6 Ιανουαρίου.

Η Πρωτοχρονιά, ως πρώτη ημέρα του έτους, ονομαζόταν kalendae από τους Ρωμαίους (και αργότερα από τους Βυζαντινούς), ενώ η 1η Ιανουαρίου καθιερώθηκε ως Πρωτοχρονιά από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. και συγκαταλέχθηκε μέσα στις πέντε επίσημες γιορτές των Ρωμαίων. «Οι καλένδες του Ιανουαρίου που είχαν θεσπιστεί από τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. ως πρώτη μέρα του χρόνου γιορτάζονταν με ιδιαίτερα θεαματικές λαϊκές εκδηλώσεις.

Κατ’ αρχάς αναρτούσαν σε πόρτες και παράθυρα κλαδιά δάφνης ή στεφάνια από λουλούδια. Στους δρόμους γύριζε κάποιος φορώντας διπλό προσωπείο, παριστάνοντας τον Ιανό και τον οποίο αποκαλούσαν Σατούρνο, δηλαδή Κρόνο. Οι άρχοντες επίσης επισκέπτονταν τα στρατεύματα και πρόσφεραν στους στρατιώτες δώρα και γλυκίσματα» αναφέρει ο ίδιος.

«Έξω από τα σπίτια και τα μαγαζιά τους άναβαν φωτιές και πηδούσαν πάνω απ’ αυτές για να κατακάψουν και να υπερπηδήσουν κάθε δυσκολία και δυσάρεστη στιγμή του χρόνου που έφευγε. Έπιναν πολύ κρασί, άκρατο και μάλιστα από τις πρωινές ώρες, πριν από κάθε τροφή, για να έχουν καλή υγεία. Τα δικαστήρια και οι «δημόσιες υπηρεσίες» την ημέρα αυτή δεν λειτουργούσαν.

Αντίθετα την ημέρα αυτή αναλάμβαναν πανηγυρικά τα καθήκοντα τους οι Ύπατοι που συνήθιζαν να περπατούν στους δρόμους σε πομπή και να σκορπούν χρήματα στους παρευρισκόμενους πολίτες» επισημαίνει ο κ. Καραχρήστος. Μικρά νομίσματα συνέλεγαν επίσης και τα παιδιά που περιφέρονταν σε σπίτια συγγενών και φίλων για να ευχηθούν κι έτσι γεννήθηκαν τα κάλαντα που φθάνουν ως τις μέρες μας, έχοντας ως αφετηρία τις καλένδες του Ιανουαρίου.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου