ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το κενό των ηγετών

το-κενό-των-ηγετών-167266

Η μαύρη τρύπα της κρίσης εξαφανίζει τους ηγέτες. Ο βρετανός ιστορικός Ρίτσαρντ Τόι συγκρίνει τους σημερινούς πολιτικούς με τα πρότυπα του 20ού αιώνα και προβλέπει την έλευση ενός μοντέλου που θα αλλάξει τα πάντα

Τον Μάιο του 2010 ήταν ο Ντομινίκ Στρος-Καν, πανίσχυρος ακόμη πρόεδρος του ΔΝΤ και (τότε) μέλλων πρόεδρος της Γαλλίας. Τον Νοέμβριο του 2011 ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον – αλλά και ο γερμανός φιλόσοφος Ούλριχ Μπεκ. Τον Φεβρουάριο του 2012 ο Αντερς Φογκ Ράσμουσεν, γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ.

Μια απλή σταχυολόγηση του διεθνούς Τύπου αρκεί για να δείξει ότι εδώ και περίπου τέσσερα χρόνια η πιο κοινότοπη πρόταση πολιτικών, οικονομολόγων και διανοουμένων, διαφωνούντων ή μη με τα κατεστημένα δόγματα, συνοψίζεται στη φράση «η κρίση είναι μια ευκαιρία».

Οι εκτιμήσεις, βέβαια, ποικίλλουν ως προς το ευκαιριακό αντικείμενο (ευκαιρία για μια παγκόσμια συνεργασία, για τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων Βρετανίας – Ευρωπαϊκής Ενωσης, για τη Δημοκρατία, για τη μεταρρύθμιση του τομέα της άμυνας), συμφωνούν όμως σε σχέση με το θετικό του πρόσημο.

Παράλληλα, ωστόσο, και όσο το ευχολόγιο της ευκαιρίας πάσης φύσεως ηγετών δεν φαίνεται να μετουσιώνεται σε πράξη, τρέχει ένα επίμονο αίτημα για άμεση λήψη ρηξικέλευθων πρωτοβουλιών από πλευράς υπευθύνων.

Ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς επισήμανε σε άρθρο του στην «Daily Telegraph», ήδη από τις 10 Νοεμβρίου 2009, ένα «έλλειμμα ηγεσίας» εκ μέρους των ΗΠΑ και καλούσε την Ευρωπαϊκή Ενωση να αναλάβει δράση.

Στην τριετία που μεσολάβησε από τότε η ΕΕ δραστηριοποιήθηκε – και το έλλειμμα διευρύνθηκε αντίστοιχα: στις 13 Ιουλίου 2011 η «Le Monde» διαπίστωνε ότι «μας κυβερνούν παιδάκια», ενώ έναν χρόνο αργότερα 17 επιφανείς οικονομολόγοι του Ινστιτούτου Νέας Οικονομικής Σκέψης προειδοποιούσαν ότι «η Ευρώπη υπνοβατεί προς την καταστροφή».

Είναι απλώς και μόνο ζήτημα προσώπων, πρόκειται για την αποτυχία ενός ολόκληρου μοντέλου ηγεσίας, επίκειται η επιστροφή σε ένα παλαιότερο πρότυπο ηγετών;

Ο Ρίτσαρντ Τόι, καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Εξετερ και συγγραφέας βραβευμένων βιογραφιών δύο κορυφαίων βρετανών πολιτικών του 20ού αιώνα (των Λόιντ Τζορτζ και Ουίνστον Τσόρτσιλ), θεωρεί το ζήτημα υπαρκτό, αλλά αναρωτιέται αν υφίσταται δυνατότητα επιλογής.

Ο Μολώχ των ηγετών

Η κρίση τρέφεται με ηγέτες. Γκέιρ Χάαρντε, Γκόρντον Μπράουν, Μπράιαν Κάουεν, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Χοσέ Λουίς Θαπατέρο, Γιώργος Παπανδρέου, Νικολά Σαρκοζί, από το 2009 ως το 2012, από τον ισλανδό πρωθυπουργό ως τον γάλλο πρόεδρο, η περασμένη τετραετία είναι σπαρμένη με τα συντρίμμια προσωπικοτήτων που ζυγίστηκαν στην πλάστιγγα της οικονομικής συγκυρίας και βρέθηκαν ελλιπείς.

Οι συνθήκες κάθε περίπτωσης είναι διαφορετικές, ένας κοινός παρονομαστής για όλους, ωστόσο, είναι η απουσία ευρηματικότητας. Τολμηροί (Μπράουν) και άτολμοι (Κάουεν), λαϊκιστές (Μπερλουσκόνι) και εκσυγχρονιστές (Θαπατέρο), σοσιαλιστές (Παπανδρέου) και συντηρητικοί (Σαρκοζί) εφάρμοσαν κοινές συνταγές λιτότητας και περικοπών.

Προσέφυγαν στην κατεστημένη σοφία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αγνόησαν την «κεϊνσιανή στιγμή» του 2009, όταν μεταξύ των οικονομολόγων επικράτησαν προσωρινά οι μειοψηφικές φωνές της προηγούμενης τριακονταετίας, απέφυγαν τον πειραματισμό με νεωτερικές ιδέες, στάθηκαν απέναντι στην κρίση με μόνη επιδίωξη τον κατευνασμό των αγορών: μια διαχειριστική προσέγγιση χωρίς συνολικό πολιτικό σχέδιο.

Στην αντίστοιχη δίνη της κρίσης του 1929, αντιτείνει ο Ρίτσαρντ Τόι, δεν ήταν μόνο ο Φράνκλιν Ρούζβελτ που αναζήτησε λύσεις πέρα από τα καθιερωμένα: «Αν δείτε τις θέσεις του Λόιντ Τζορτζ για την οικονομία και την ανεργία, ακούγονται πολύ προχωρημένες για την εποχή τους, εφόσον επηρεαζόταν από την κεϊνσιανή αντίληψη και ο Κέινς ήταν δηλωμένος φιλελεύθερος.

Και ο Τσόρτσιλ, παρά το γεγονός ότι ως υπουργός Οικονομικών επέστρεψε στον χρυσό κανόνα το 1925, δεν το έκανε αβασάνιστα και δεν το έκανε ως τυφλή επιταγή της οικονομικής ορθοδοξίας: δοκίμασε διάφορες λύσεις και προσεγγίσεις και κατέληξε σε αυτό ως αποτέλεσμα μελετημένης προσπάθειας».

Η διαχειριστική λογική των σημερινών πολιτικών αρχηγών, ωστόσο, ίσως να μην είναι τυχαία.

Σε αντίθεση με τους προκατόχους τους του 20ού αιώνα, οι οποίοι διαμορφώθηκαν από ένα αποκλειστικά κοινοβουλευτικό σύστημα, την τελευταία τριακονταετία, εποχή που ανδρώθηκε η σημερινή γενιά πολιτικών, η εισαγωγή μεθόδων του μάνατζμεντ στην πολιτική πράξη (τεχνικών πειθούς, επιχειρηματικών στρατηγικών, αρχών και θεωριών όπως του Στίβεν Κοβέι, του Πίτερ Ντράκερ, του Κένεθ Μπλάνσαρντ και άλλων σύγχρονων γκουρού του αντικειμένου) συγκρότησε ένα νέο πρότυπο ηγέτη, με έμφαση στην αποτελεσματικότητα, στη συναινετική παρουσία και στη συμπάθεια της κοινής γνώμης.

Οι πολωτικές φιγούρες εξοβελίστηκαν από την πολιτική σκηνή, οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των παρατάξεων χαλάρωσαν, οι αρχηγοί των κομμάτων από μακράς πνοής μεταβλήθηκαν σε μιας χρήσης – και οι ιδέες τους θεωρήθηκαν εμπόρευμα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος Γιάννης Λούλης θέλησε το 1999 να θέσει το θέμα της κρίσης ταυτότητας του συντηρητικού χώρου δανείστηκε τη γλώσσα του μάνατζμεντ για να χαρακτηρίσει τη Νέα Δημοκρατία «φθαρμένο προϊόν».

Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας

Αποτελεί το σημερινό πρότυπο ηγέτη «φθαρμένο προϊόν»; Ο Ρίτσαρντ Τόι δεν θα το χαρακτήριζε ακριβώς έτσι: «Σήμερα επιδιώκουμε την εύρεση κοινού εδάφους, τη συμπόρευση στο κέντρο. Οπωσδήποτε, πρόκειται για σαφώς δημοκρατική συμπεριφορά, ωστόσο και η άλλη στάση, η σταθερή έκφραση απόψεων που αποδεικνύονται αντιδημοφιλείς, δεν είναι διόλου ανάξια λόγου».

Ο Τόι έχει κατά νου ένα παλαιότερο πρότυπο πολιτικού, ο οποίος δεν έπεται της κοινής γνώμης, δεν εξαρτάται από τη συμπάθειά της και δεν φοβάται να της αντιταχθεί με τίμημα το αξίωμά του: «Είναι μέτρο της ικανότητας ενός πολιτικού η επιβίωση στην πολιτική ερημιά, όταν για κάποιον λόγο χάνει την εύνοια του εκλογικού σώματος.

Στην περίπτωση των Λόιντ Τζορτζ και Ουίνστον Τσόρτσιλ, πρωθυπουργών της Βρετανίας κατά τη διάρκεια του Α΄ και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αντίστοιχα, είναι σημαντικό το γεγονός ότι ακριβώς συνέχισαν να ακολουθούν πιστά τις αρχές τους εκφράζοντας απόψεις που αποδεικνύονταν εξακολουθητικά αντιδημοφιλείς. Για να είμαστε, πάντως, απόλυτα ειλικρινείς, θα πρέπει να πούμε ότι οι αντιδημοφιλείς απόψεις δεν δικαιώνονται μόνο και μόνο επειδή είναι αντιδημοφιλείς.

Για παράδειγμα, ο Τσόρτσιλ μπορεί να είχε απόλυτο δίκιο στην περίπτωση της καταγγελίας της πολιτικής κατευνασμού του Χίτλερ, η θέση του όμως κατά της ανεξαρτησίας της Ινδίας δεν συνάδει με ό,τι θεωρούμε δίκαιο σήμερα».

Μόνο ο Ομπάμα εμπνέει

Ωστόσο, ο Λόιντ Τζορτζ, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο Φράνκλιν Ρούζβελτ ή ο Σαρλ ντε Γκωλ ανήκουν στους λεγόμενους «χαρισματικούς ηγέτες», περιπτώσεις που αποτελούν την εξαίρεση, όχι τον κανόνα. «Είναι σαφώς δύσκολο να σκεφτεί κανείς σημερινές προσωπικότητες με τόσο μεγάλη απήχηση. Μιλάμε, όμως, και για ηγέτες σε περίοδο παγκοσμίων πολέμων, όταν οι κομματικές διαφορές είχαν υποβαθμιστεί και σε μεγάλο βαθμό εξοβελιστεί. Αρα, η θέση τους είναι ιδιαίτερη.

Υπάρχουν σήμερα ηγέτες που χωρίς να διαθέτουν ακριβώς το ταλέντο ενός Λόιντ Τζορτζ ή ενός Τσόρτσιλ να εμπνέουν, διαθέτουν σημαντικό μέρος του: ο Μπαράκ Ομπάμα, ας πούμε, το έδειξε στην εκστρατεία του 2008, ενέπνευσε πολλούς, αν και πολλοί επίσης τον αντιπαθούσαν από τότε. Αλλωστε, μέρος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει έχει να κάνει με την πόλωση της αμερικανικής κοινωνίας και το αδιέξοδο που προξενεί η δυσλειτουργική φύση του πολιτικού συστήματος.

Και έχει σημασία να θυμόμαστε, όταν μιλάμε για προσωπικότητες όπως ο Τσόρτσιλ, ότι οι κοινωνίες της εποχής τους, παρά τα πολλά προβλήματά τους, λειτούργησαν ομαλά μεν, σε πολεμικές συνθήκες και για πολεμικούς σκοπούς δε. Δεν αντιμετώπιζαν συστημικά προβλήματα στην κινητοποίηση της κοινής γνώμης, είτε στο Κοινοβούλιο είτε στο σύνολο του πληθυσμού».

Η σχέση με το Internet

Είναι τελικά επιθυμητή ή εφικτή η επιστροφή σε ένα ύφος ηγεσίας όπως αυτό που συζητάμε; Για τον Τόι, «η διαφορά από το σήμερα, τον 24ωρο ειδησεογραφικό κύκλο, όπου οι πρωθυπουργοί δεν επικεντρώνονται σε σημαντικές ομιλίες, αλλά αναμένεται να τοποθετηθούν επί ποδοσφαιρικών αγώνων, ποπ μουσικής και της τρέχουσας σαπουνόπερας, είναι πολύ μεγάλη.

Κατά μία έννοια, λοιπόν, όποιο ύφος ηγεσίας και αν επιχειρήσει κανείς να υιοθετήσει σήμερα, δεν μπορεί να αγνοήσει την πραγματικότητα. Δεν μπορεί να φανταστεί την επιστροφή σε μια εποχή όπου οι λόγοι των ηγετών στο Κοινοβούλιο δημοσιεύονταν αυτολεξεί στον Τύπο την επόμενη ημέρα και μάλιστα οι άνθρωποι τους διάβαζαν τρώγοντας πρωινό.

Ο Ντέιβιντ Κάμερον, για παράδειγμα, προτού γίνει πρωθυπουργός διακήρυσσε την ανάγκη για μια διαφορετική σχέση με τα μέσα ενημέρωσης, τώρα όμως συμπεριφέρεται ακριβώς όπως η προηγούμενη κυβέρνηση. Η διαχείριση του όλου θέματος αποτελεί πρόβλημα για τους πολιτικούς αρχηγούς.

Είναι αλήθεια ότι σήμερα βλέπουμε πλεονεκτήματα στους ηγέτες της δεκαετίας του 1940, μοιάζουν πιο ήρεμοι, πιο στοχαστικοί. Το ερώτημα, όμως, δεν είναι τελικά αν είναι επιθυμητή η επιστροφή σε ένα τέτοιο μοντέλο, αλλά κατά πόσο είναι δυνατή».

Σκεπτικιστής ως προς την επιστροφή στο παρελθόν, ο Ρίτσαρντ Τόι παραμένει αισιόδοξος ως προς τη διατύπωση ενός νέου προτύπου ηγεσίας, το οποίο, όπως και οι πρακτικές των χαρισματικών ηγετών του 20ού αιώνα, θα προκύψει από τη σταδιακή προσαρμογή στις μεταβολές της κοινωνίας και των νοοτροπιών:

«Οι σημερινοί πολιτικοί μαθαίνουν να διαχειρίζονται το Διαδίκτυο ως πολιτικό εργαλείο, όπως έκαναν οι πολιτικοί του περασμένου αιώνα με τις ανοιχτές συγκεντρώσεις, τα πλήθη, τις ομιλίες. Βέβαια, η σχέση αυτή βρίσκεται ακόμη σε νηπιακή ηλικία.

Προς το παρόν, το κοινό χρησιμοποιεί το μέσο καλύτερα από τους πολιτικούς. Το βέβαιο είναι ότι αυτή η τεχνολογία θα έχει διαρκώς αυξανόμενη σημασία, το ερώτημα είναι κατά πόσο οι κατεστημένοι πολιτικοί των μεγάλων κομμάτων θα μπορέσουν να τη θέσουν στην υπηρεσία τους».

tovima.gr

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου