ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Δεν πρέπει να χάσουμε το κέφι μας

δεν-πρέπει-να-χάσουμε-το-κέφι-μας-232412

Το θερμό

χειροκρότημα και η αγάπη του κόσμου συνοδεύουν κάθε στιγμή της μακράς κι

επιτυχημένης καλλιτεχνικής πορείας της Ζωζώς Σαπουντζάκη. Η αδιαφιλονίκητη σταρ

της σκηνής, που άνοιξε νέους εκφραστικούς δρόμους έκφρασης με την αψεγάδιαστη

σκηνική της παρουσία, αφήνει έντονα το καλλιτεχνικό της στίγμα στο υπερθέαμα με

τίτλο «Αναζητώντας τον Αττίκ», που θα παρουσιαστεί αύριο στις 9.30 μμ στο Θερινό Δημοτικό Θέατρο

Βόλου. Η φαντασμαγορική παράσταση που έχει αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές,

αναβιώνει το ύφος και το ήθος µιας ολόκληρης εποχής, µέσα από µνήµες, κείµενα και τραγούδια που παραμένουν πάντα

διαχρονικά.

Η πάντα

λαμπερή «βασίλισσα της νύχτας» έχει εγγράψει στο ενεργητικό της αμέτρητες

επιτυχίες, στο θέατρο, τον κινηματογράφο και το τραγούδι, εκφράζοντας με το

ανεξάντλητο μπρίο και το κέφι της, το πολύπλευρο ταλέντο της. Μιλώντας στον

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ η κορυφαία σώου γούμαν, υπογραμμίζει ότι αφοσιώθηκε στην καριέρα της

από πολύ μικρή ηλικία, καταθέτοντας την ψυχή της στο θέατρο. Σκιαγραφώντας το

χθες και το σήμερα, τις εποχές της ευμάρειας και την περίοδο της κρίσης, υπογραμμίζει

ότι «οι πολιτικοί φέρουν ακέραιη την ευθύνη» αλλά προτρέπει τους πάντες «να μην

χάσουν το κέφι τους». Η αστείρευτη ζωντάνια, η ευγένεια, το κέφι και η

αισιοδοξία που την διακρίνουν, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της

προσωπικότητάς της που γοητεύουν πάντα το κοινό, διατηρώντας αναλλοίωτη την

λάμψη της.

-Η προσωπική ιστορία

γράφεται μέσα από εμπειρίες, καλές και

κακές στιγμές;

Σίγουρα. Πιστεύω ότι παίζει μεγάλο ρόλο σ’ έναν άνθρωπο το

πώς μεγαλώνει, τα παιδικά του χρόνια. Τα δικά μου παιδικά χρόνια ήταν πολύ

όμορφα, πολύ γλυκά, πολύ τρυφερά. Είχα δύο εξαιρετικούς γονείς. Ο πατέρας μου

Σωκράτης, ένας άρχοντας Κωνσταντινουπολίτης κι η μάνα μου Φιλή, Σμυρνιά, μας

έδωσαν αρχές και φρόντισαν για την μόρφωσή μας. Είμαστε τρία παιδιά, ο Θόδωρος,

η Βάσω κι εγώ ήμουνα το μικρότερο. Βγήκα στο θέατρο πολύ μικρή επτά χρονών. Έτυχε

να γνωρίζει ο πατέρας μου μια πρωταγωνίστρια από την Πόλη, την Ζωζώ Νταλμάς,

και ζητούσαν τότε ένα μικρό αγοράκι για να συμμετάσχει σε μια ηθογραφία «Το

αγρίμι». Όταν η Ζωζώ Νταλμάς είπε του πατέρα μου «το παιδί να βάλουμε», εκείνος

είχε αρχικά αντιρρήσεις αλλά τελικά πείστηκε κι έτσι πρωτοβγήκα στην σκηνή.

Αυτό ήταν το ντεμπούτο μου από την Θεσσαλονίκη, αλλά πολύ γρήγορα έγινα γνωστή,

γιατί το ταλέντο δεν κρύβεται.

-Ποια περίοδο της

ζωής σας αναπολείτε με νοσταλγία και ποια, αντίστοιχα, σας δημιουργεί

δυσάρεστες αναμνήσεις;

Δεν έχω άσχημες αναμνήσεις, γιατί στην ζωή μου είχα ωραίες

εμπειρίες κι έκανα ωραία πράγματα.

Καλλιτεχνικά δε, έχω μεγάλη εμπειρία. Στην δουλειά μου έκανα πολλές επιτυχίες

αλλά βέβαια έκανα και λάθη. Όταν είσαι πολύ νέος δεν καταλαβαίνεις. Δεν

κατάλαβα την στιγμή του Χατζηδάκη που τον γνώρισα στην Κολούμπια και γύρισα

μαζί του το «Αγάπη πού ’γινες δίκοπο μαχαίρι» και το «Μήνας έχει δεκατρείς»

πρώτη σε δίσκο 98 στροφών. Θα μπορούσα να συνεργαστώ με τον Χατζηδάκη, αλλά δεν

έκανα δημόσιες σχέσεις στην δουλειά μου. Δεν κατάλαβα επίσης την στιγμή του

Χορν που με ζήτησε στο «Ρομαντσέρο» και πήγα στο σπίτι του στην οδό Βασιλίσσης

Σοφίας να μου κλείσει συμβόλαιο, και εγώ γελούσα κι έλεγα «εγώ με τον Χορν τώρα

τι να κάνω». Γιατί ήμουνα παιδί, γιατί έκανα πολλά πράγματα, γιατί με βγάλαν

σώου γούμαν πολύ νέα, βασίλισσα της νύχτας, γεύτηκα την επιτυχία τόσο νέα, το

ντύσιμο, το να πετάω τα παπούτσια μου στην πίστα, το να παίρνω το μικρόφωνο και

να πηγαίνω κοντά στον κόσμο, πράγματα που δεν τα ήξεραν γιατί ήταν στημένες

τότε όλες οι τραγουδίστριες κι εγώ βγήκα κι επαναστάτησα. Ανέβηκα στα τραπέζια,

χάλασα τον κόσμο, αλλά ενώ στην δουλειά

μου πέτυχα τόσα κι ότι ζητούσα γινότανε, στην ζωή μου δεν υπήρξα τόσο τυχερή.

-Κοιτώντας το σήμερα

διαπιστώνει κανείς ότι δεν σας λείπει το χαμόγελο και η διάθεση να δράσετε

σκηνικά. Η αισιοδοξία είναι η άμυνά σας;

Ναι. Είμαι πολύ αισιόδοξο άτομο και αντιμετωπίζω με την ίδια

διάθεση και τις δυσκολίες που περνάω, γιατί όλοι περνάμε σήμερα δυσκολίες. Έχω

ένα σπίτι τεράστιο στην Κινέττα, που το συντηρώ μόνη μου, έχει πολλά έξοδα και

κάποια στιγμή μπορεί να το χάσω. Εάν συμβεί αυτό δεν θα αναρωτηθώ «τι θα κάνω

τώρα;» Θα πιω το καφεδάκι μου και θα πω «εντάξει, αύριο είναι άλλη μέρα, θα

δούμε τι γίνεται». Είμαι αισιόδοξο άτομο, είμαι χαρούμενο άτομο. Θέλω ανθρώπους

να γελάνε γύρω μου, δεν μου αρέσει να είναι κατσουφιασμένοι.

-Τα φαντασμαγορικά

θεάματα, όπως το «Αναζητώντας τον Αττίκ»

που παρουσιάζεται αύριο στο Βόλο, και οι λαμπεροί πρωταγωνιστές, είναι το μέσον

για να ξεφύγουμε από την γκρίζα κατήφεια που δημιουργεί η οικονομική κρίση;

Δεν έχει ξαναγίνει παράσταση όπως η δική μας. Έχει φοβερά

σκηνικά, είναι πολύ ωραία παράσταση, τα κείμενα, τα τραγούδια είναι διαχρονικά.

Όπου παρουσιάζεται σημειώνει τεράστια επιτυχία, το κοινό αποθεώνει τους

συντελεστές, ενώ είναι κάτι το εξαιρετικό η αγάπη που μου δείχνει ο κόσμος και

κάθε φορά σχηματίζει ουρά έξω απ’ το καμαρίνι μου. Επειδή έχουμε μεγάλη

οικονομική κρίση, νομίζω ότι με την

παράσταση αυτή ξεχνιούνται οι θεατές και πραγματικά πιστεύω ότι τους κάνει καλό.

Φεύγουν τραγουδώντας. Είναι μια ένεση, τονωτική για τον κόσμο αυτή η παράσταση,

τα τραγούδια, το δόσιμο, η σκηνοθεσία που έχει κάνει η Σπυράτου και οι

χορογραφίες, είναι όλα άψογα. Ο Σακελλαρίου ερμηνεύει πάρα πολύ ωραία τον ρόλο,

όπως και όλοι οι ηθοποιοί είναι πολύ καλοί και ο Παπαδημητρίου και η Λοτσάρη

και η Μουμούρη και ο Μπουρδούμης, όλοι είναι στους ρόλους τους άψογοι.

-Ποιο τραγούδι του

Αττίκ περιγράφει, άραγε, την σημερινή

κατάσταση και την πολιτική μας ζωή;

Νομίζω πολλά, γιατί

αναφέρεται και στην πολιτική και τον Βενιζέλο και σε άλλες καταστάσεις ο Αττίκ.

Συνήθως τα ίδια συμβαίνουν. Όλα του τα τραγούδια είναι ωραία και διαχρονικά,

αλλά μου αρέσει πολύ το τραγούδι που λέω εγώ, το «Ζητάτε να σας πω».

-Μιλώντας για την

σημερινή κατάσταση, ποιοι πιστεύετε ότι ήταν οι λόγοι που μας οδήγησαν από την

περίοδο της ευμάρειας στην περίοδο της κρίσης;

Νομίζω ότι οι πολιτικοί φταίνε. Άσχετα με το τι πιστεύει ο

καθένας, κι εγώ έχω τις πολιτικές πεποιθήσεις μου όπως όλοι μας, πιστεύω ότι οι

πολιτικοί δημιούργησαν τα προβλήματα, αλλά την πληρώνει δυστυχώς ο λαός. Είναι

πολύ λυπηρά αυτά που συμβαίνουν στην Αθήνα, που σπάνε μάρμαρα, που έκαψαν

Τράπεζες. Περπατάς στην Σταδίου και σφίγγεται η καρδιά σου. Είναι τραγικό και

νομίζω ότι ο χειμώνας θα πρέπει είναι πολύ δύσκολος. Μακάρι να διορθωθούν οι

συνθήκες γιατί βλέπω ότι ο κόσμος δεν μπορεί να ζήσει. Όταν πληρώνει συνέχεια

λογαριασμούς, πως να ζήσει οικογένεια ολόκληρη. Όλους μάς έχει αγγίξει η κρίση.

-Εχουμε, άραγε,

ελπίδες να ξαναβρούμε τον εαυτό μας κι το χαμόγελό μας;

Εγώ νομίζω ναι. Αν χάσουμε και την ελπίδα μας, τότε τι

ρωμιοί θα είμαστε. Πάντα μας θαύμαζαν οι ξένοι. Είχα πάει στην Αμερική και

θυμάμαι μου έλεγαν «είστε πολύ τυχερή που ζείτε στην Ελλάδα. Που ξέρετε να

γλεντάτε, που σπάτε τα πιάτα, που τραγουδάτε, που έχετε τέτοιο κλίμα». Τρελαίνονται

με την Ελλάδα όλοι, αλλά μας ματιάσανε. Δεν πρέπει λοιπόν να χάσουμε το κέφι

μας. Όσο και να στεναχωριόμαστε, πρέπει να βρούμε τον εαυτό μας. Και θα τον

βρούμε. Η ταν ή επί τας. Ελλάδα είναι αυτή, η Ελλαδίτσα μας.

-Ποιες θρυλικές

προσωπικότητες θυμάστε περισσότερο;

Έχω γνωρίσει τον Γαρουφαλλίδη, που ήταν ένας άρχοντας κι ερχόταν

με την γυναίκα στην «Κομπαρσίτα». Έχω γνωρίσει τον Μπενάκη, τον Μούγιο που με

έχει ζωγραφίσει κιόλας, τον Ωνάση, τον Νιάρχο, πολλούς ανθρώπους. Έχω ξεχωρίσει

ορισμένους κοσμικούς, αλλά και ορισμένους ηθοποιούς. Έχω δουλέψει με όλους τους

άσσους, δηλαδή με Βλαχοπούλου, Φωτόπουλο, Ηλιόπουλο, Χατζηχρήστο, Αυλωνίτη, Γκιωνάκη, Καλουτά, αλλά ως ανθρώπους έχω ξεχωρίσει τον Ηλιόπουλο,

τον Παπαγιαννόπουλο και την Βλαχοπούλου, που ήταν πολύ χαριτωμένη και πολύ καλή

νοικοκυρά.

-Ως καλλιτέχνης έχετε

κατ’ επανάληψη δεχτεί το θερμό χειροκρότημα των βολιωτών. Ποιες μνήμες σας

συνδέουν με την συγκεκριμένη πόλη;

Από τις ωραιότερες παιδικές μου. Έχω έρθει στο Βόλο με τον

Χατζηχρήστο, με θίασο κι εμφανιστήκαμε στο θέατρο «Θέτις» που ήταν καλοκαιρινό.

Θυμάμαι το εστιατόριο που λεγόταν Καλλιτζέος όπου τρώγαμε με την μάννα μου και

μάλιστα πολλές φορές μας έκανε ο Καλλιτζέος και το τραπέζι. Υπήρχε λοιπόν ένας

θαυμαστής που ερχόταν τα βράδια στο θέατρο και καθόταν στην πρώτη σειρά. Ήταν

ένας τύπος του Βόλου αλλά είχε πολλά χρήματα, Ρίζος λεγότανε. Ερχότανε με το

μπαστουνάκι του και καθόταν στην πρώτη σειρά κι όταν τραγουδούσα το «κοίτα

κορμί, κοίτα, κοίτα γραμμή, κοίτα», κουνούσε το μπαστουνάκι του κι ο κόσμος δεν

κοίταγε εμένα, περισσότερο κοίταγε εκείνον. Ήταν στιγμές παιδικές, όμορφες,

στιγμές λατρείας, που δεν ξεχνιούνται. Μου άρεσε πολύ το κοινό του Βόλου, γιατί

ήταν πάντα πολύ θερμό. Έρχομαι λοιπόν με μεγάλη χαρά για να δω τους Βολιώτες,

να με δούνε και νομίζω ότι θα ευχαριστηθούν με την παράστασή μας. Έρχομαι για

να ξαναζήσω λίγο το Βόλο, τελείως διαφορετικά τώρα, αλλά αναπολώντας πάντα

αυτές τις ωραίες αναμνήσεις που έχω.

-Ποιο είναι τελικά το

μεγαλύτερό κέρδος που αποκομίσατε από τη διαδρομή σας;

Τι άλλο να πω από την αγάπη του κόσμου. Είναι τόσο ζεστός ο

κόσμος μαζί μου, όπου και να πάω. Η αγάπη του κόσμου μου κάνει πολύ καλό. Τα ’δωσα

όλα στην δουλειά μου, αλλά δεν μετανιώνω γι’ αυτό. Στερήθηκα πολλά βέβαια για

να κρατώ την σιλουέτα μου, παρότι λατρεύω τα γλυκά, αλλά τίποτα δεν είναι

τίποτα τυχαίο, όσο ταλέντο κι αν υπάρχει. Δεν είναι τυχαίο που τόσα χρόνια λένε

το όνομά μου. Δεν υπάρχει πλέον η εποχή των σταρ, όσοι βγήκαμε-βγήκαμε. Τόσοι

άνθρωποι λένε «Ζωζώ, Ζωζώ», γι’ αυτό ο Κραουνάκης έγραψε το «Γράφτε Ζωζώ κι

εφόσον ζω, άλλα δεν επιτρέπω, σ’ αυτό τον κόσμο τον χαζό που όλα τα παραβλέπω.

Παρακαλώ γράφτε Ζωζώ, κι άλλα δεν επιτρέπω, μεθάει η κολόνια μου κουτό, γι’

αυτό και διαπρέπω». Και θα διαπρέπω.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου