ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Στη μνήμη του Δημήτρη Λέτσιου

στη-μνήμη-του-δημήτρη-λέτσιου-197586

Ανακασιά Πηλίου 1910 – Βόλος 16 Ιανουαρίου 2008

Του Νίκου Τσούκα

Με εξαιρετική τιμή συνεχίζουμε να ετοιμάζουμε ακόμη ένα αφιέρωμα στον εκ των κορυφαίων Ελλήνων φωτογράφων, Δημήτρη Λέτσιο, με αφορμή τη συμπλήρωση ορισμένων χρόνων από την αναχώρησή του. Στις 16 Ιανουαρίου του 2008, πριν δεκατέσσερα χρόνια, έφυγε από κοντά μας μια μεγάλη μορφή του Πολιτισμού, ένας εξαιρετικός φωτογράφος και συνάμα ένας Άνθρωπος. Αναχώρησε για άλλες ψηλότερες κορφές, διαφορετικές από αυτές που σε περασμένα χρόνια ανηφόριζε και με το φακό του αποτύπωνε, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη το έργο του στο οποίο αποτυπώνεται, πέραν των άλλων και το μεγαλείο της ψυχής του. Με το φακό του κατέγραψε περισσότερο από έξι δεκαετίες τον μόχθο και τον αγώνα επιβίωσης στην ελληνική ύπαιθρο καθώς και παραδοσιακά ήθη και έθιμα κυρίως της ευρύτερης περιοχής μας.

Ο Δημήτρης Λέτσιος δεν είναι μόνον ένας μεγάλος φωτογράφος, ένας μεγάλος καλλιτέχνης, είναι κι ένας σπάνιος Άνθρωπος, ένας Μεγάλος Δάσκαλος, που με την αψεγάδιαστη και υποδειγματική ζωή του και το φωτογραφικό έργο του κληροδοτεί σ’ εμάς και στις επόμενες γενιές ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας μας και του πολύπαθου λαού μας, της παράδοσής μας και του λαϊκού πολιτισμού μας. Με «όπλο» τη φωτογραφική μηχανή επιχείρησε να διασώσει εικόνες της παράδοσης που σιγά- σιγά χάνονταν. Ταξίδεψε σε μέρη που του κίνησαν το ενδιαφέρον και αποτύπωσε μια Θεσσαλία, και λιγότερο την υπόλοιπη Ελλάδα, που δεν υπάρχει πια.

Στις φωτογραφίες του ήθελε να αποτυπώνει την καθημερινή ζωή των ανθρώπων που, συνήθως στην επαρχία ήταν σκληρή, έκαναν χιλιόμετρα να βγάλουν ένα μεροκάματο. Δεν ωραιοποιεί τις καταστάσεις, το συναίσθημά του είναι φανερό στις εικόνες του, όπως και μια τρυφερότητα και μια ένταση γιατί και ο ίδιος βίωσε δύσκολες καταστάσεις.

Ο Δημήτρης Λέτσιος ανήκει στους μεγάλους της τέχνης και της ζωής που, από το μετερίζι του ο καθένας, τίμησαν τον λαό και τον τόπο τους. Βάδισε μοναχικά και με σεμνότητα τον δρόμο του μακριά από δημόσιες σχέσεις, εκτυφλωτικά φώτα και παρατρεχάμενους και όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους, με εξαιρετική προσωπική πορεία και τεράστιο σε όγκο και αξία έργο, που ο λαός ξέρει να αναγνωρίζει και να τιμά. Ο σπουδαίος δημιουργός έφυγε από τη ζωή στα 98 του χρόνια, αφήνοντας στην περιοχή μας και στην Ελλάδα, πολύτιμη παρακαταθήκη, ένα φωτογραφικό υλικό ανεκτίμητης αξίας με μερικές από τις πιο γνήσιες και όμορφες, αλλά ταυτόχρονα και τραγικές στιγμές της νεώτερης ιστορίας της πατρίδας μας, όπως τις συγκράτησε για πάντα μέσα από την απαράμιλλη τέχνη του.

Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, δώρισε στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, Μητροπολιτικός Οργανισμός Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης (MOMus), όπως μετονομάστηκε στη συνέχεια, χιλιάδες ασπρόμαυρα αρνητικά και φωτογραφίες σε μαύρη πλάκα, στις οποίες καταγράφεται ο κύριος όγκος του έργου του, μέσα από την ξεχωριστή ματιά του στην ιστορία και στην καθημερινότητα της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Έτσι πλέον το έργο του αποτελεί εθνική κληρονομιά του λαού μας και πρέπει να είναι προσιτό σε καθέναν.

Στο πληθωρικό και πολύμορφο έργο του Δημήτρη Λέτσιου διακρίνουμε τον άνθρωπο, τις κυρτωμένες γυναίκες του κάμπου με τα αυλακωμένα πρόσωπα από τον κόπο και την αγωνία, τις αθώες φυσιογνωμίες των παιδιών και τους περήφανους Πηλιορείτες «βρακάδες». Δεσπόζουν οι πλαγιές και οι κορφές των βουνών με τα δαρμένα από τον αέρα δένδρα, τα ορμητικά ρυάκια, οι εικόνες της αποξηραμένης Κάρλας με τις λίγες εναπομείνασες βάρκες. Αγιορείτικα τοπία που συνθέτουν την Βυζαντινή μεγαλοπρέπεια των Μοναστηριών με την ταπεινότητα και ευλάβεια των μοναχών. Πηλιορείτικα αρχοντικά, πολλά από τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν, αλλά και τα αριστουργήματα της Πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς και της Λαϊκής Τέχνης.

Είναι μια «εικονογράφηση» που συγκρινόμενη με τη σημερι­νή κατάσταση, μπορεί να αποτυπώσει ανάγλυφα το μέγεθος της λαθεμένης παρέμβασης που έγινε στο Πηλιορείτικο τοπίο, βορά στην υπηρεσία της κακώς νοούμενης τουριστικής ανάπτυξης.

Οσοι γνώρισαν τον Δημήτρη Λέτσιο από κοντά, τον έχουν θαυμάσει και είχαν γίνει φίλοι του, τον ήξεραν να πάλλεται από νεανικό παλμό, από την παντοτινή αγά­πη του για κάθε τι λαϊκό, ελληνικό. Πως χαίρεται ένα ηλιο­βασίλεμα, το σχήμα ενός βράχου, τη γραμμή ενός αρ­χοντικού ή λαϊκού σπιτιού, την ανάπτυξη ενός παραδοσιακού οικισμού, τις εκκλησιές με τα λιθανάγλυφα και τα ξυλόγλυπτα, με τις λεπτομέρειές τους.

Ηταν μία από τις σπουδαιότερες μορφές της Ελληνικής Φωτογραφίας του 20ού αιώνα. Επίλεκτο μέλος της ανθρωπιστικής σχολής που άνθησε λίγο πριν και λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σήμερα με αφορμή την απότιση φόρου τιμής στον δικό μας κύριο Δημήτρη, όπως τον αποκαλούσαμε, τιμούμε και όλη τη γενιά που ανήκει, και χάραξε μία προσωπική πορεία αποδεσμευμένη από ρεύματα και κατηγοριοποιήσεις, τους συνοδοιπόρους του, Σπύρο Μελετζή, Τάκη Τλούπα και Κώστα Μπαλάφα, που κανένας τους πλέον δεν υπάρχει ανάμεσά μας.

Τιμούμε τα απλοϊκά και ρομαντικά έργα τους, που με μια πιο προσεχτική ματιά μας αποκάλυψαν οι Τέσσερις Μεγάλοι Φωτογράφοι, που ανήκουν στη μεταπολεμική γενιά εκτός του Μελετζή που η δράση του φτάνει μέχρι και τις αρχές τις δεκαετίας του ’30. Άλλο σημαντικό κριτήριο για την κοινή τους κατάταξη είναι ότι από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 είναι ότι αποτελούσαν μια ζωντανή και σφιχτοδεμένη μεταξύ τους παρέα.

Οπωσδήποτε το έργο τους είναι αντιπροσωπευτικό εκείνης της εποχής, που η προέκτασή της, με σχετικά έργα, μέσα στο χρόνο φτάνει μέχρι το τέλος του προηγούμενου αιώνα.

Βέβαια τα κριτήρια μιας φωτογραφίας σήμερα έχουν αλλάξει από τότε. Όμως η αναγνώριση της οποίας βλέπουμε να τυγχάνουν οι Τέσσερις Μεγάλοι αυτοί Φωτογράφοι από σύγχρονες Φωτογραφικές Λέσχες, κριτικούς σε εφημερίδες και περιοδικά, επαληθεύει την δική μας αξιολόγηση.

Αν δε είχε κάποιος την τύχη να συναναστραφεί αυτούς τους δημιουργούς, όπως πολλοί από εμάς σε τούτο τον τόπο, θα διαπίστωνε συνειδήσεις ανθρώπων που πάλλονταν από ευγένεια, αγάπη για τον τόπο και τους συνανθρώπους τους, έρωτα για την περιπέτεια.

Θα διαπίστωνε ακόμη πως ήταν όλοι τους εξαιρετικοί δημιουργοί με ξεχωριστά αποτελέσματα, γιατί διέθεταν ένα ιδιαίτερο επίπεδο σαν άνθρωποι. Πριν και πίσω από την πράξη της φωτογράφησης είχε αναπτυχθεί μόνιμα μια πνευματική προσωπικότητα.

Ακόμη θα μάθαινε από τους ίδιους τους αμέτρητους κινδύνους, τα εξοντωτικά έξοδα αλλά στο τέλος την αναγνώριση της προσφοράς τους από απλούς πολίτες και από τους ειδήμονες της φωτογραφίας στην Ελλάδα.

Ολοι πλέον έχουν συγκεντρώσει πληθώρα τιμητικών διακρίσεων, έχουν δε εκδοθεί περί τα 30 βιβλία συνολικά από τους ίδιους και από τους Φορείς που ανέλαβαν την κατάταξη, ανάδειξη και προβολή του αρχείου τους.

Τελειώνοντας τη σύντομη τούτη αναφορά, ελάχιστο φόρο τιμής, στον «δικό μας» Δημήτρη Λέτσιο και στους τρείς άλλους μεγάλους ομότεχνους και φίλους του, επιτρέψτε μας να κάνουμε και μια όχι και τόσο ευχάριστη διαπίστωση.

Το Αρχείο του Τάκη Τλούπα, το οποίο και διαχειρίζεται η κόρη του και φωτογράφος Βάνια Τλούπα που διατηρεί Studio φωτογραφίας στη Λάρισα, έχει προβεί σε έξι μεγάλα λευκώματα με μεγάλη κυκλοφορία.

Το Αρχείο του Κώστα Μπαλάφα έχει παραχωρηθεί στο Μουσείο Μπενάκη και έχουν ήδη εκδοθεί οκτώ μεγάλα λευκώματα, ενώ προγραμματίζεται ένα ακόμη.

Τέλος, ο πλέον γνωστός των «τεσσάρων Μεγάλων Φωτογράφων», ο Σπύρος Μελετζής, είναι και ο φωτογράφος με τις περισσότερες εκδόσεις, έχοντας να επιδείξει ήδη δέκα μεγάλα λευκώματα.

Το Αρχείο του Δημήτρη Λέτσιου, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, έχει παραχωρηθεί στο MOMus, στη Θεσσαλονίκη. Εκτός από ένα μικρό βιβλίο (Οδοιπορία στο φως και στη σκιά της Ελλάδος), και ορισμένα θεματικά επίσης μικρά αφιερώματα, σε συνεργασία με άλλους πολιτιστικούς φορείς, δεν έχει, κατά την ταπεινή μας γνώμη, αξιοποιηθεί το τεράστιο σε εύρος και σημασία έργο του Λέτσιου. Βέβαια εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε και το πρώτο λεύκωμα, τον Δεκέμβριο του 1987, με πρόλογο του αείμνηστου φίλου του Γιάννη Φάτση, καθώς και την έκδοση της Κοινότητας Μακρινίτσας, σε επιμέλεια του Καθηγητή Αριστείδη Κοντογεώργη, με τίτλο: «Η Μακρινίτσα μέσα από τον φακό του Δημήτρη Λέτσιου, όταν ακόμη ήταν στη ζωή. Για τούτο προτείνουμε.

Να αναληφθεί μια πρωτοβουλία από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και να αναθέσει σε έγκριτους καθηγητές Φωτογραφίας την έκδοση ενός μοναδικού Λευκώματος, συνοδευόμενου από επιστημονική μελέτη του έργου του Δημήτρη Λέτσιου, το οποίο θα καλύπτει το ολόκληρο το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.

Με τον τρόπο αυτό θα καλυφθεί ένα εκδοτικό κενό σε ό,τι αφορά στο έργο του Δημήτρη Λέτσιου και θα συμπληρώσει την παρουσίαση των «Τεσσάρων Μεγάλων Φωτογράφων».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου