ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Από τη ζωή και από την τέχνην ~ «Οι μέρες του μύθου»

από-τη-ζωή-και-από-την-τέχνην-οι-μέρες-228969

Της Λίτσας Παρισάκη, Καθηγήτριας

Τα Χριστούγεννα.

Η Πρωτοχρονιά.

Τα Φώτα.

Πόσος μύθος, πόσα θαύματα,

πόση γοητεία!

Γράφει ο Στράτης Μυριβήλης από τη Συκαμνιά Λέσβου που γεννήθηκε το 1890 και έφυγε από τη ζωή το 1969 στην Αθήνα.

Ο Μυριβήλης (είναι ψευδώνυμο του Στρατή Σταματοπούλου) υπήρξε πεζογράφος, δημοσιογράφος και ακαδημαϊκός.

Γράφει λοιπόν: Η ανθρωπότητα συνέλαβε την πιο ευτυχισμένη της οπτασία. Είδε την παντοδυναμία και την τελειότητα του Θεού μέσα στη χαμογελαζούμενη μορφή ενός παιδιού που γεννιέται σ’ ένα παχνί. Τα αγαθά ζώα ζεσταίνουν τα ποδαράκια του με τα χνώτα τους. Ένα αστέρι αφήνει την ουράνια τάξη του και κατεβαίνει πάνω από μια καλύβα για να οδηγήσει τους μάγους και τους ποιμένες. Ο αγέρας της θείας νύχτας είναι γεμάτος από πρωτάκουστους ήχους. Ασημοκούδουνα και άρπες. Φέγγει το σκοτάδι από τις χαρμόσυνες φτερούγες των αρχαγγέλων, που ψάλλουν τον ύμνο της Ειρήνης.

Καταπόδι έρχεται ο Αη-Βασίλης από την Καισαρεία. Από την Ανατολή έρχεται, τη μητέρα του παραμυθιού. Δεν είναι παιδί. Ωστόσο για το παιδί έρχεται κι αυτός. Δώρα κρατάει και σύμβολα πνευματικά. Γράμματα, σπουδάγματα, του Θεού τα πράγματα.

Και θαύματα. Το καλαμάρι του έγραφε και το χαρτί ωμίλει. Κρατεί κι ένα ξερό ραβδί κι ακουμπάει να πει την Άλφα-βήτα. Και το ξερό το ξύλο ρίζωσε και φούντωσε!

Χλωρά βλαστάρια επέτα.

Και πάν’ στα χλωροβλάσταρα, πέρδικες κελαϊδούσαν. Όχι περδίκια μοναχά, παρά κι αηδόνια αντάμα. Και κάτω στη ριζίτσα του μια κρουσταλένια βρύση. Να κατεβαίνουν πέρδικες, να βρέξουν τα φτερά τους…

Εν τω μεταξύ, τα παγανά, οι καλικάντζαροι, τα κακαθρωπιάσματα, ξαπολύθηκαν από τα τάρταρα, όπου όλο το χρόνο ρουκανίζουν με τα δόντια και με τα νύχια τους, το στύλο της Γης. Να τον γκρεμίσουν, να χαλάσει η πλάση του Θεού.

Περνούν δρόμο, ανεβαίνουν στα εγκόσμια και πειράζουν τους ανθρώπους.

Είναι οι Σάτυροι και οι Αιγιπάνες και οι Φαύνοι της παλιάς θρησκείας, οι τρελοί θεοί, που παίρνουν μια μικρή άδεια για την Ελλάδα.

Ο Βατρακούκος και ο Καλοβελώνης κι η παλιοπαρέα τους. Στραβομούρηδες, στραβοχείληδες, γαϊδουροπόδαροι, τραγογένηδες.

Κι αυτοί για τα παιδιά έρχονται, και για όσους έσωσαν μέσα τους το παιδί και τη μεταφυσική σοφία του παιδιού.

Αυτή τη σοφία, που αντλεί το περιεχόμενό της από την αρχαιότητα και μαγική στέρνα της φαντασίας, τη χαιρόμαστε αυτές τις μέρες του Δωδεκάμερου με κάποιον τρόπο στα λογοτεχνικά βιβλία και στα παιδιάτικα παιχνίδια.

Τα βιβλία του Δωδεκάμερου και όταν ακόμα δεν αποτείνονται στην παιδιάτικη ηλικία, θάπρεπε να μην βγαίνουν από την γοητευτική ατμόσφαιρα του παραμυθιού.

Ν’ αγγίζει η Μάγισσα η Τέχνη με το μικρό δακτυλάκι της τα έργα και τις μορφές και τα φαινόμενα της καθημερινής ζωής και να τα μεταμορφώσει σε σύμβολα.

Το ίδιο και τα παιχνίδια, που είναι προορισμένα για τα μικρά παιδιά θάπρεπε να είναι έργα φαντασίας, και όχι αντίγραφα της ψυχρής και άσχημης ζωής των μεγάλων.

Δυστυχώς ο πόλεμος, που θάτανε μια τίμια και φρόνιμη πράξη να τον κρύψουμε από τα μικρά παιδιά σαν το πιο φρικτό αμάρτημα της ηλικίας μας, έχει γεμίσει το παιδιάτικο δωμάτιο με τα έργα του. Κανόνια, τανκς, φρούρια, στρατιώτες που σκοτώνουν και σκοτώνονται. Νομίσαμε πως το παιδί δεν θάχει αρκετό καιρό, σα θ’ αποχτήσει «νου και γνώση» για να δοκιμάσει από κοντά όλες αυτές τις φρικαλεότητες.

Αρχίσαμε να τις βάζουμε πλάι στο κεφαλάκι του από τα χρόνια της κούνιας ακόμα.

Ευτυχώς η ψυχή του παιδιού αντιδρά νικηφόρα, όπως αντιδρά σε κάθε δασκάλικη εισβολή, που γίνεται στον κόσμο της μαγείας που το τυλίγει. Τη χυδαιότητά μας την αντικρύζει με τη φαντασία του, που είναι η μεγάλη του δύναμη, η ανίκητη.

Η παιδιάτικη φαντασία στολίζει με την ποίησή της τη μεταφυσική όλα τα κακά ψυχρά παιχνίδια που παραδίνουμε στα μικρά. Τ’ αγγίζει με το μαγικό ραβδάκι της και τα μεταμορφώνει με την απίστευτη πλαστική της δύναμη σε γοητευτικά σύμβολα, σε δράκους, σε ήρωες, σε πεντάμορφες και σε βασιλόπουλα. Το θαύμα δεν εγκαταλείπει εύκολα το παιδί. Και το παιδιάτικο παιχνίδι είναι ένα όργανο του θαύματος.

Είδα τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς τούτο το θέαμα.

Ένας αράπης από λεπτό ντενεκεδάκι χόρευε τσάρλεστον πάνω σ’ ένα τραπέζι, κι ένα σμήνος από μικρούλια χελιδόνιζαν γύρω του. Το κούρδιζαν, κι αυτός κουνούσε τα χέρια του, τα πόδια του και το κεφάλι. Είχε μεγάλα μάτια που άσπριζαν, άσπριζαν και τα δόντια του, κι όλο γελούσε με τα πλατιά του χείλη.

Χόρεψε έτσι μια ώρα. Χόρεψε δύο ώρες. Στην τρίτη πράξη, έχασε το κεφάλι του. Πως έγινε και τι έγινε, κανένας δεν ήξερε να μας πει.

Το ζήτησαν παντού, εδώ το κεφάλι του αράπη, εκεί το κεφάλι του αράπη και πουθενά δεν βρέθηκε!

Κάποιος μεγάλος για να κάνει κέφι, ρώτησε τα παιδιά:

-Για θυμηθείτε καλά. Μήπως ο αράπης ήταν χωρίς κεφάλι από την αρχή;

Τα μικρά, που παίρνουν πάντα στα σοβαρά τους μεγάλους, κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους στοχαστικά και αποφάσισαν πως όχι, ο αράπης είχε κεφάλι. Θυμόντανε τους άσπρους βολβούς των ματιών του που γελούσαν, τα μεγάλα του χείλια, το καπέλο του.

Όλο το πρόσωπό του γελούσε καλόκαρδα και φαίνονταν ευχαριστημένο που διασκέδαζε τα παιδιά.

Όχι, σίγουρα, ο αράπης είχε και καλοείχε κεφάλι.

Τότες μια μικρούλα, που μόλις είχε μετρήσει έξι πρωτοχρονιές η ζωούλα της, πήρε στο χέρι τον ακέφαλο χορευτή, κούρδισε το ελατήριό του, και τον τοποθέτησε πάλι πάνω στο τραπέζι.

Μεμιάς έγινε το θαύμα! Ο αράπης άρχισε να χορεύει κι έτσι, δίχως κεφάλι, να χορεύει με το ίδιο κέφι, να κουνά τα χέρια, να τινάζει τα πόδια, απαράλαχτα όπως όταν είχε το κεφάλι του. Τα παιδιά τον τριγύριζαν πάλι ενθουσιασμένα. Φωνές και κακό, παλαμάκια, φασαρία.

-Δείτε! Χορεύει και δίχως κεφάλι!

Δέχθηκαν το θαύμα, γιατί το θαύμα ήταν μέσα τους. Ο αποκεφαλισμένος χορευτής τα διασκέδαζε το ίδιο, κι ακόμα καλύτερα, γιατί δεν υπήρχε ακόμα μέσα τους η ιδέα ενός ανθρώπου χωρίς κεφάλι.

Για μας όμως τους μεγάλους, πού είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια πολλούς χορευτάδες δίχως κεφάλι;

Ήταν μια μικρή τραγωδία πολύ συγκινητική εκεί μπροστά μας.

Ήταν η μοίρα του παιδιάτικου παιχνιδιού, η μεγάλη κι ωραία αποστολή του, να χαροποιήσει τα παιδιά και να κινήσει πλαστικά τη φαντασία τους.

Ο ντενεκεδένιος αραπάκος την εκτελούσε ως το τέλος, ηρωικά όπως μόνο οι ιεραπόστολοι και οι μάρτυρες προσφέρουν τη ζωή τους με χαρά σαν ένα δώρο πίστεως, κι ο θάνατός τους είναι ακόμα μια πράξη πίστεως.

Ο μικρός μηχανικός χορευτής χόρευε τσάρλεστον δίχως κεφαλάκι, τόκανε με το ίδιο μπρίο και τα παιδάκια διασκέδαζαν, κι αυτός ήταν ευχαριστημένος.

Θαρρώ πως αν είχε κάτω από το γαλάζιο γιλέκο του μια μικρή ντενεκεδένια καρδούλα και μπορούσαμε να διαβάσουμε μέσα, θα βλέπαμ’ εκεί πως αληθινά ήταν ολότελα ευχαριστημένος, που μπορούσε να χορέψει ακόμα λιγάκι για χάρη τους.

Στράτης Μυριβήλης

Αθήνα, Ιανουάριος του 1940

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου