ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Πρόσωπα της ιστορίας μας

πρόσωπα-της-ιστορίας-μας-302042

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Πρόσφατα μου έστειλαν ένα καινούργιο βιβλίο με εντυπωσιακό τίτλο.

Δεν γνώριζα τον συγγραφέα, μόνο ήξερα ότι ήταν από τη Νέα Ιωνία και είχε προσφυγικές ρίζες.

Ενας χάρτης της Ελλάδος και των παραλίων με μουσταρδί χρώμα και δυο ονόματα: Νέα Ιωνία από τη μια πλευρά και Αϊβαλί από την άλλη, ενώ κόκκινα κεφαλαία γράμματα διέσχιζαν τον χάρτη:

ΠΕΤΡΟΣ & ΘΕΛΜΑ.

Στο πάνω μέρος δυο σημεία αναφοράς της ελληνικής ιστορίας, συμβολικά, ο Λευκός Πύργος (Θεσσαλονίκη) και η Αγιά Σοφιά (Κωνσταντινούπολη).

Στο κάτω μέρος μέσα στη γαλάζια θάλασσα του Αιγαίου έγραφε: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ.

Και με μικρότερα γράμματα ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΕΡΖΙΔΗΣ ΒΟΛΟΣ 2021.

Αυτό ήταν το εξώφυλλο του βιβλίου που κρατούσα. Κατάλαβα ότι είχα να διαβάσω ένα βιβλίο για τη Νέα Ιωνία και άρχισα το ξεφύλλισμα.

Εντυπωσιασμένη από τον ασυνήθιστο πρόλογο κράτησα τα εξής:

«Το βιβλίο περιέχει ψήγματα ιστορίας αλλά και μύθους. Ο,τι η μνήμη δεν το έχει καταγράψει παρεμβαίνει ο μύθος. Η συνέχεια όμως περιέχει τον μύθο. Μέσα στον μύθο κρύβονται ψήγματα αλήθειας. Προσπάθησα να κρύψω καλά τις αλήθειες μου μέσα στο μύθο, ακόμη και κάποια μηνύματα…» Περίεργη…πήγα στις επόμενες σελίδες και είδα άλλη μια σελίδα διαφορετική, κάτι καινούριο και βοηθητικό για έναν αναγνώστη. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΑΣ έγραφε και από κάτω:

Μαστροκώστας…Κυριακή…Αννα…Τασία…Πέτρος…

20 ονόματα γέμισαν τη σελίδα εξηγώντας ποιοι ήταν οι ήρωες του έργου.

Ήταν μια μυθιστορηματική βιογραφία του συγγραφέα. Ήταν η ίδια του η ζωή με διαφορετικά πλάνα και εικόνες αλλά με τον ίδιο πυρήνα.

Χωρισμένο σε ενότητες με μονολεκτικούς τίτλους άφηνε τον αναγνώστη να προβληματιστεί για το περιεχόμενο. ΕΚΠΑΤΡΙΣΜΟΣ, ΤΑΣΙΑ, ΠΕΤΡΟΣ, ΘΕΛΜΑ, ΘΕΛΜΑ –ΠΕΤΡΟΣ, ΣΤΡΟΦΗ, ΜΟΙΡΑ αυτές ήταν ο θεματικός πυρήνας της αλήθειας και του μύθου του συγγραφέα.

Άνοιξε τους ασκούς της μνήμης και βγήκαν θύμησες, ακούσματα, ιστορίες.. Η ζωή του Κώστα και της οικογένειάς του στην Πόλη. Η ελληνική Κωνσταντινούπολη, η δουλειά, οι συνήθειες, το χόμπι του το ψάρεμα και ξαφνικά ο ξεριζωμός. Πούλησε ό,τι μπορούσε να πουληθεί κοψοχρονιάς, τσαγκάρης ήταν, άφησε τα κλειδιά του μαγαζιού του σε έναν Έλληνα με μαγαζί να το προσέχει μέχρι την επιστροφή του-όλοι οι πρόσφυγες έτσι πίστευαν, δεν ήταν ο μοναδικός- και με τη γυναίκα του Κυριακή και τον Ζάχο, παιδί από τον πρώτο της γάμο μπήκαν σε ένα καΐκι για το άγνωστο

Πρόσφυγες στην Ελλάδα…στη Νέα Ιωνία …στα Τζαμαλιώτικα…στα σπίτια…ποια σπίτια… τα μονοκάμαρα…ένα δωμάτιο 4χ5 και ένας χώρος μπροστά για κουζίνα και ο μαστρο-Κώστας με τη γυναίκα του άνοιξαν νέα σελίδα. Η φτώχια ήταν εμφανής παντού αλλά και ο αγώνας τους για επιβίωση. Συγκέντρωσα τις εικόνες που έδειχναν την παλιά, εκείνη εργατούπολη όπου δούλευαν άντρες και γυναίκες στα εργοστάσια του Ματσάγγου, του Παπαγεωργίου, του Μουρτζούκου, του Γκλαβάνη, του Σταματόπουλου, του Αξελού. Τα πρωινά σφύριζαν οι φάμπρικες και ο εργατικός κόσμος ξεχύνονταν στους δρόμους για το μεροκάματο. Το απόγευμα ήταν άλλο σφύριγμα, της λήξης της εργασίας.

Ενδιαφέρουσα και η ιστορία της οικογένειας του Γιάννη Ανδριώτη από το Αϊβαλί, όπως και η ζωή εκεί, η απασχόλησή τους, το βιος, η παραγωγή. Σε τούτο το κομμάτι ο συγγραφέας βρήκε την ευκαιρία, και μάλλον την επιδίωξε να βάλει την ιστορία της πόλης των Κυδωνιών, όπως λέγονταν, από την αρχαία εποχή πλουτίζοντας τα πολιτιστικά και πολιτισμικά στοιχεία του βιβλίου. Κι έβαλε και τον Βενιζέλο, το βιογραφικό και τη δράση του με μια ροή γεγονότων, εναλλάσσοντας τους χρόνους σε ενεστώτα και αόριστο. Έβαλε και τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α για να ολοκληρώσει την πολιτική κατάσταση της Ελλάδος, των Βαλκανίων και γενικά της Ευρώπης των πρώτων δεκαετιών του 20 αιώνα. Αυτήν την εποχή, το 1914, η κόρη του Τασία ήρθε στη Νέα Ιωνία, στους συγγενείς της, χήρα ούσα νέα, παντρεύτηκε τον Δημήτρη Πέτρου και έζησε καλά μαζί του με τα παιδιά που απόκτησε.

Στις ενότητες έκανε εμφανείς τις αλλαγές χώρου και χρόνου ίσως για να δείξει την αντίθεση του πριν και του τώρα…

Στην ενότητα του ΠΕΤΡΟΥ περιέγραψε με ζωντανά χρώματα τη γερμανική κατοχή στον Βόλο. Συγκράτησα τις εικόνες όπου η κλαγγή, η φασαρία, οι φωνές δεν σταμάτησαν στη γειτονιά αλλά συνέχισαν πιο κάτω. Πάνω στον γλυκύτερο ύπνο τάραζαν οι βροντερές φωνές «raus, Komme raus και τα χτυπήματα στην ξύλινη, φτωχική καγκελόπορτα. Ηλεκτρικά φανάρια χειρός έσχιζαν το σκοτάδι και ο ανατριχιαστικός θόρυβος από τις αρβύλες στις πλάκες πλήγωνε τη σιωπή της νύχτας.

Ολόκληρη η γειτονιά στο πόδι. Οι λάμπες είχαν ανάψει και άνθρωποι με κουρελιασμένα νυχτικά, μπαλωμένα ρούχα, λογιών-λογιών έβγαιναν σιγά-σιγά από τα σπίτια…

«Οι επιδρομείς του διαβόλου αδιάφοροι, δεκάρα δεν έδιναν για κανέναν και για τίποτε. Πουλούσαν παλικαριά, εκ του ασφαλούς. Δεν είχαν κάποια, οποιαδήποτε ιδεολογία, δεν είχαν ούτε πίστη ούτε νόμο, κατακάθια μιας φουρτουνιασμένης εποχής».

Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες. Προσπαθούσαν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο με κάθε μέσον. Έτρωγαν κάθε είδους χόρτα που μάζευαν, ακόμη και τα γαϊδουράγκαθα. Για τη θέρμανση και το μαγείρεμα χρησιμοποιούσαν τα ξύλα που έκοβαν από το Φυτόκο. Τα ζαλικώνονταν οι άντρες μα και οι γυναίκες και τα κουβαλούσαν στο σπίτι.

Δεν παρέλειψε την ιστορία του κτιρίου της Κίτρινης Αποθήκης στη διασταύρωση των οδών Κωνσταντά και Βασσάνη και τα γεγονότα που ακολούθησαν στη διάρκεια του Εμφυλίου. Αλήθεια τι εποχές έζησαν οι γονείς μας…

Η εικόνα της αποχώρησης των Γερμανών από τον Βόλο ήταν σπουδαίο γεγονός καταγραφής της νεότερης τοπικής ιστορίας.

«Οι Γερμανοί φεύγοντας είχαν ανατινάξει τη γέφυρα του ποταμού Ξηριά. Τα παιδιά της Νέας Ιωνίας είχαν ακούσει έναν φοβερό κρότο και η περιέργεια τους οδήγησε προς το ποτάμι. Να δουν να μάθουν, να έχουν προσωπική εικόνα των γεγονότων. Ο φόβος ήταν άγνωστος στα παιδιά της εποχής εκείνης, και ιδιαίτερα στα αγόρια. Οι γονείς τότε έτρεχαν να βρουν ένα κομμάτι ψωμί να τα θρέψουν, δεν είχαν την πολυτέλεια να τα ‘χουν δίπλα τους……ο εφιάλτης έφευγε κυνηγημένος από τον συμμαχικό στρατό.»

Ο συγγραφέας Γιάννης Τερζίδης εξιστορώντας τα γεγονότα κατέγραψε και το έθιμο του γάμου της εποχής του 1946, ο οποίος γινόταν, όπως και οι βαφτίσεις στο σπίτι. « Ο παπάς ήρθε, έγινε ο γάμος και ακολούθησε το γλέντι. Οι άνθρωποι παρ’ όλη τη φτώχεια τους εξακολουθούσαν να γιορτάζουν. Χόρευαν όλοι χειροπιασμένοι, με συνοδεία λαϊκών οργάνων. Το κρασί άφθονο, το φαγητό λιγοστό, μα νόστιμο. Κανέναν δεν τον ένοιαζε το πολύ φαγητό…»

Αργότερα λίγο πριν το 1950 οι συνθήκες ζωής βελτιώθηκαν κάπως στη Νέα Ιωνία, τοποθετήθηκαν κάποιες βρύσες ενδεικτικά στις γειτονιές, άλλοι είχαν και τα πηγάδια τους, άλλοι είχαν τουλούμπα στην αυλή τους, τις περισσότερες φορές με γλυφό νερό, αλλά ζούσαν υπομονετικά και αδιαμαρτύρητα. Η καθημερινότητα των γυναικών δυσκολότερη όταν δούλευαν στα εργοστάσια. Έτσι μόνο μια φορά την εβδομάδα άναβαν φωτιά, έβραζαν νερό στο καζάνι όπου έριχναν την αλισίβα, δηλαδή τη στάχτη, και έπλεναν τα ρούχα στην ξύλινη σκάφη με σαπούνι, κάποια δε τα έβραζαν να ψοφήσουν οι ψείρες… Αυτοί όμως οι άνθρωποι που έβρισκαν τόση δύναμη ψυχής και μετά από τον ολοήμερο αγώνα τους κάθονταν στο τραπέζι φίλοι και συγγενείς, μοιράζονταν το λιγοστό φαγητό, έπιναν ρετσίνα, κουβέντιαζαν, έλεγαν ιστορίες και τραγουδούσαν, αν είχαν μουσικό όργανο με κιθάρα ή μαντολίνο ως αργά το βράδυ. Καμιά φορά κοιμόντουσταν εκεί στρωματσάδα όλοι μαζί σε ένα στρώμα από καλαμποκόφυλλα.

Είχαν σχέσεις μεταξύ τους, συμπαραστέκονταν ο ένας στον άλλο και τα παιδιά τους μεγάλωναν στην ίδια αυλή με τα δικά τους παιχνίδια στην άκρη του πεζοδρομίου συνήθως (βαρελάκια, μακριά γαϊδούρα) και τη φροντίδα των γιαγιάδων και όλοι ένιωθαν μια παρέα, μια οικογένεια.

Στις επόμενες σελίδες περιέγραψε τα έθιμα της Μεγαλοβδομάδας και του Πάσχα χωρίς να παραλείψει τη φοίτηση των παιδιών στο δημοτικό σχολείο και τις εξετάσεις τους για το γυμνάσιο. Συγκινητική η αναφορά του Θεμιστοκλή Παπαδημητρίου, του δάσκαλου του Εγγλεζονησιώτη και η περιγραφή του φροντιστηρίου του:

«Ήταν κάποιο υπόγειο στα Γερμανικά. Τα παιδιά κάθονταν σε κάτι τάβλες, που στηρίζονταν σε πέτρες και κρατώντας ένα τετράδιο, κρατούσαν τις σημειώσεις που τους έδινε ο δάσκαλος….»

Στις επόμενες σελίδες άρχιζε η οδύσσεια του Πέτρου του πρωταγωνιστή της ιστορίας του βιβλίου, που έτρεχε, δούλευε παντού για ένα χαρτζηλίκι, έκανε οποιαδήποτε δουλειά και ποτέ δεν λύγισε. Άρχισε να διακρίνεται, ερωτεύτηκε παράφορα την Θέλμα, κατάφερε να πάει στο εξωτερικό αλλά έχασε τη γυναίκα που αγαπούσε. Οι δρόμοι τους χώρισαν, έφτιαξαν οικογένειες μα η μοίρα σκηνοθέτησε τη συνάντησή τους πάλι. Ο Πέτρος ζούσε μόνος….στο εξωτερικό. Όταν ξανασυναντήθηκαν δεν απόφυγαν το μοιραίο και πίστεψαν πως δεν είχαν χωρίσει ποτέ. Όταν γύρισε η Θέλμα στην Ελλάδα βρήκε τον άντρα της στο νεκροτομείο από τροχαίο. Το νήμα της ζωής του κόπηκε εκεί που κανείς δεν περίμενε… Ο θάνατος θύμιζε την παροδικότητα της ζωής. Και έμεινε η Θέλμα μόνη, μα δυνατή να προστατέψει τα παιδιά της, τα αγόρια της αλλά και το έμβρυο που είχε στα σπλάχνα της από τη συνάντησή της με τον Πέτρο….Ο θεός και η τύχη τους ήθελε μαζί και τελικά υποχώρησαν στη θέληση τους.

Δεν παντρεύτηκαν ποτέ αλλά και ούτε χώρισαν… «ο έρωτάς τους έγινε αγάπη και η αγάπη άντεχε απεριόριστα στον χρόνο…»

Ο συγγραφέας με αφηγηματική ροή, στοχευμένες εικόνες, ιδιαίτερη πλοκή και δράση των ηρώων του κατάφερε να δώσει συναισθήματα απερίγραπτης αγάπης, αισιοδοξίας, δύναμης ψυχής και αντοχής αλλά και πόνου, θλίψης και κακοτυχιάς. Οι αντιθέσεις συνόδευαν τη ζωή τους. Συγχαρητήρια φίλε Γιάννη Τερζίδη που απαθανάτισες με τον δικό σου τρόπο εκείνη τη Νέα Ιωνία της προσφυγιάς, του 1950 και 1960.

Οι μνήμες σου άσβηστες, ανόθευτες…αλήθειες, όχι μύθος, γι αυτό και στάθηκα ιδιαίτερα σε αυτές. Έγραψες με την αλήθεια, τον μύθο και την ιστορία ΥΜΝΟ ΣΤΗ ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ και έδωσες τα μηνύματα που ήθελες: τον αγώνα όλων των παιδιών της προσφυγιάς που ήθελαν να ξεχωρίσουν… και τη δύναμή τους.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου