ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μνήμες Ν.Χριστόπουλου στη δεκαετία του 1880 (Μέρος Α΄)- «Μετά την Απελευθέρωση του Βόλου…»

μνήμες-ν-χριστόπουλου-στη-δεκαετία-το-332930

Στις 2 Νοεμβρίου συμπληρώνονται ακριβώς 140 χρόνια από την Απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τον οθωμανικό ζυγό. Το κίνημα του 1878 και κυρίως οι διπλωματικές διεργασίες, που ακολούθησαν, οδήγησαν στην προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος (μαζί με τμήμα της Αρτας), η οποία ολοκληρώθηκε με την είσοδο του ελληνικού στρατού στον Βόλο στις 2/11/1881. Η πόλη του Βόλου, που ήδη παρουσίαζε εικόνα ανάπτυξης σε πολλούς τομείς (παραγωγή, ναυτιλία, εμπόριο) από το 1860, συνέχισε να πραγματοποιεί όλο και πιο σημαντικά βήματα προόδου, στον ελεύθερο πλέον βίο της, με γνωστή, λίγο έως πολύ, την κατοπινή εξέλιξή της.

Ο λαϊκός ζωγράφος του Βόλου, Νίκος Χριστόπουλος, γεννήθηκε στον Βόλο το 1880, δηλαδή έναν χρόνο πριν από την Απελευθέρωση και διέμενε με την οικογένειά του στην πόλη έως το 1892, όταν μετακόμισαν στα Πευκάκια, στον ταρσανά (ανελκυστήριο – επισκευαστήριο σκαφών), που είχε ιδρύσει ο πατέρας του Αθανάσιος κατά τη χρονιά της γέννησης του ζωγράφου, δηλαδή το 1880. Ο μικρός Νίκος έζησε τα παιδικά του χρόνια στην αστική καθημερινότητα, στιγμές της οποίας καταγράφει με τον απελέκητο, αλλά ελκυστικό και παραστατικό λόγο του στις βιωματικές του μαρτυρίες. Παρουσιάζει στις αφηγήσεις του μνήμες από το β’ μισό της περιόδου 1880 – 1890, αποτυπώνοντας γεγονότα και καταστάσεις εκείνης της εποχής, των πρώτων χρόνων του ελεύθερου Βόλου.

Μία προηγούμενη δημοσίευση αυτών των κειμένων πραγματοποιήθηκε πριν από 30 και πλέον χρόνια στο Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών (8ος τόμος , 1988 σελ. 217 – 238). Επιβάλλεται νομίζω μία επαναδημοσίευσή τους έπειτα από τόσα χρόνια, αφού πρόκειται για ενδιαφέρουσες πληροφορίες, που καταθέτει ο αφηγητής και αναφέρεται σε πρόσωπα και καταστάσεις εκείνης της περιόδου. Πέρα από τις αμιγώς προσωπικές καταθέσεις, με επεισόδια του καθημερινού παιδικού βίου, υπάρχουν και αναφορές σε σημαντικά, γνωστά γεγονότα, καθώς και σε διάφορα πρόσωπα, περισσότερο ή λιγότερο γνωστά, όπως και σε χαρακτηριστικούς τύπους εκείνων των χρόνων, που έδιναν το δικό τους στίγμα στα δρώμενα της αναπτυσσόμενης πόλης. Ολα τούτα προκάλεσαν το ενδιαφέρον του μικρού Νίκου και τυπώθηκαν στη μνήμη του για να τα καταγράψει, στην τελική τους πιθανόν μορφή, κατά τις δυσμές του βίου του (1962 – ‘63). Επίσης περιλαμβάνονται περιγραφές, που μπορεί να θεωρηθούν σαν ενδιαφέρουσα τοπιογραφία, αφού περιγράφουν την πόλη και την περιοχή της, δίνοντας τη διαμόρφωση του χώρου και τις θέσεις διαφόρων δρόμων, οικημάτων και καταστημάτων.

Από ένα σύνολο τουλάχιστον δεκαπέντε τέτοιων καταγραφών επιλέγουμε για τη σημερινή μας παρουσίαση τέσσερα κείμενα, που μνημονεύουν χαρακτηριστικά γεγονότα και δίνουν ενδιαφέρουσες περιγραφές της πόλης. Κάποια σχόλια και διευκρινίσεις σε ορισμένα σημεία κρίνονται απαραίτητα για μια πληρέστερη παρουσίαση. Αλλωστε η γραφή των κειμένων αυτών αρκετές δεκαετίες αργότερα είναι πιθανόν να παρουσιάζει ασάφειες ή ανακρίβειες, που επιβάλλουν, στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης έρευνας, τις απαραίτητες διευκρινίσεις.

  1. «Μετά την απελευθέροση του Βόλου γενίκαν και άλα ιχθιοπολία στο ίδιο μέρος. Εκιπου ίνε το καφενείο του Καμηλάκη, ήταν δίο σκάλες ξιλένιες που μπαρκάραν η επιβάτες για τα χοριά. Εκιόπου ηνέ ο κινιματογράφος η Τιτάνια ήταν τα Κρασάδικα και εκίπου ίνε του Παπαστράτου ήταν ο Μύλος του Μουσούρη. Εκίπου ίνε η Εξοραιστική ήταν ένα θεατράκι και λέγαμε όξο στ΄Αποστόλη. Αποκή και πέρα ήταν όλο χοράφια, μόνον εκιπουίνε τα Τσουραπέικα , στον παλιό Αγιο Κωνσταντίνο, ήταν κάτη ψαροκαλίβες. Αποκή και πέρα πάλη χοράφια. Τα πρίκιζαν στους γαμπρούς και δεν τα θέλαν, τα λέγαν αρμίρες γιατή τα σπέρναν και δε φίτροναν».

Τα ψαράδικα του Βόλου τότε βρίσκονταν περίπου στο σημείο, όπου αρχίζει η κεντρική προβλήτα, αλλά αρκετά πιο μέσα, στη θέση περίπου των ξενοδοχείων «Αίγλη» και «Παλάς». Ο πατέρας Χριστόπουλος ήταν από τους πρώτους, που άνοιξε ιχθυοπωλείο στα 1876. Στη συνέχεια ο αφηγητής περιγράφει την παραλία της νέας πόλης του Βόλου και φθάνει και πιο πέρα στις έρημες, τότε, περιοχές προς τον Αγιο Κωνσταντίνο.

  1. «Οταν ήλθε ο Βασιλεύς Γεώργιος στο Βόλο, ήχε μαζευτή όλος ο κόσμος για να τον υποδεχτούν. Ηχαν έλθη πολή με τα καίκια και βγέναν όξο απο μια σκάλα ξιλένια πουίταν το καφενείο το Κέντρο. Βγίκαν όλη μαζή για να προλάβουν ναιδούν το Βασιλιά αλά η σκάλα δεν άντεξε και έσπασε και πέσαν όλη. Αλά ειτιχός ήταν ρηχά τα νερά και δεν πάθαν τίποτε. Εμένα με ήχε η μάνα μου στην αγγαλιά και τον αδερφό μου τον Ανδρέα απο το χέρη και καμαρόναμε τον λεβέντη τον Βασιλιά μας. Μαζή με το πλίθος ήταν και μια γινεκούλα, την λέγαν Αναστασία, επειδή ήταν αλαφρούτσικη την επήραν στο χέρη η άλες γινέκες και της λέγαν: ήδες μαρή Αναστασά ούλο εσένα κίταζε ο Βασιλιάς κι αυτή η κακομίρα το πίστεψε και περνούσε κάμποσες μέρες και ροτούσε πότε θα λα ξαναέλθη. Και άλαζε η κακομίρα και περίμενε. Την ήχε περάση η ιδέα ότη την εροτεύτηκε ο Βασιλιάς. Γι΄ αυτό λέν μακάριοι η φτοχή το πνεύματη».

Ο βασιλιάς Γεώργιος ήρθε στον Βόλο για τα εγκαίνια της σιδηροδρομικής γραμμής Βόλου – Λάρισας την Κυριακή 22/4/1884 (Γιάννης Μουγογιάννης, Οι Θεσσαλικοί Σιδηρόδρομοι 1884 – 1984, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος Ζ, 1984, σελίδα 103).

  1. «Στα 1886 που έγινε η μεγάλη πλιμίρα στο Βόλο εύτασε το νερό 1 μέτρο, σπάσαν τα ποτάμια. Εμένα και τον αδερφό μου μας έβαλαν απάνο στο κρεβάτη και η μάνα μου και ο πατέρας μου ήταν μες στο νερό και βαστούσαν το κρεβάτη να μην μας πάρη ζβάρνα το νερό. Αλά η καλί μας τίχη ήταν μια μάνδρα και έπεσε το ντουβάρη από μέσα και έτρεχε το νερό απόξο απο το σπίτη. Και έβλεπες και περνούσαν γίδες, προβατίνες, κότες, καρέκλες και ότη βάζης με το νούσου. Αυτή η καταστροφή βάστηξε 24 όρες. Επίσης στον ταρσανά πουίχαμε στα Πευκάκια έκανε μεγάλη καταστροφή. Εφούσκοσε η θάλασσα 2 μέτρα αλά ήχε προβλέψη ο πατέρας μου και έδεσε τα μεγάλα εργαλεία σκάρες, βάζα και βάρκες και τα γλίτοσε. Μια βάρκα ψαράδικη την εκάθισε απάνοσ΄ ένα βράχο πουίνε στη σκάλα των Πευκακίων και όταν επέρασε η καταστροφή και φίγαν τα νερά έμινε η βάρκα σαν μετέορο απάνο στον βράχο. Η βάρκα ήταν του Στιμοναρά απο τον ΑνοΒόλο. Λιπόν όταν εστερέψαν τα νερά μας έστιλε ο πατέρας μου να πάρομε τουμπεκί για τον αργιλέ γιατή ήταν πολή θεριακλής, εμένα και τον αδερφό μου. Επίγαμε στο καφενείο του Αρκουδάρη αλά όσο να πάμε και να γιρίσουμε στο σπίτη σέπιανε φόβος και τρόμος. Εβλεπες προβατίνες, γαιδούρια, γίδες, κότες, φουσκομένα σαν τούμπανα. Η Κουκοσλίνα η καλίτερη αρχόντισα του Βόλου επισκέβαζε το σπίτη και ήχε ’ολι την πρίκα της μες στο ιπόγιο του σπιτιού, όπου καταστράφικε όλι. Καοβγίκεσοστός ο Γάλος μηχανικός που έφκιασε τα ποτάμια γιατί ο Βόλος ήνε επίφοβος σε μια μεγάλη θεομηνία. Πριν να γίνουν τα ποτάμια ο Κραυσίδων έτρεχε στη θάλασα εκή που ήνε η αποθίκες του Σιδιροδρόμου, ήταν μια γέφιρα εκή που ήνε η πόρτα που μπένης στη μάντρα των σιδιροδρόμων. Στις μεγάλες πλιμίρες εκίνη η βροχή που ήνε μες στα ποτάμια στην Αγία Παρασκευή κατρακιλούσαν της πέτρες σάματη ήταν βαρέλια. Κάτο η ακροθαλασά του Αναύρου ήτανε γιομάτη βράχια. Πρήν απο τις πλιμίρες η θάλασα ήτανε εκή πουίνε η μάντρα απο το Αερόφοτο. Πίσο απο το Παλιό Λιμεναρχείο ήταν ο φούρνος του Παρλαβάνζα. Αμα φρεσκάριζε η μπουκαδούρα πιγέναν η ψαρόβαρκες και φουντέρναν απόξο απο το φούρνο για ασφάλια».

Ο Δημήτριος Τσοποτός αναφέρει (Ιστορία του Βόλου σελ. 290) πλημμύρα στις 6/9/1887. Προφανώς ο Χριστόπουλος κάνει λάθος κατά έναν χρόνο. Ο χείμαρρος Κραυσίδωνας είχε την κοίτη του περίπου στη σημερινή οδό Παπαδιαμάντη και ο Αναυρος περνούσε στο κέντρο της πόλης περίπου στη σημερινή οδό Ιωλκού. Από το 1888 άρχισε η μετατόπιση της κοίτης και των δύο στις θέσεις που βρίσκονται σήμερα για να μη εκβάλλουν μέσα στο λιμάνι, που θα διαμορφωνόταν. Οσον αφορά στην ακτογραμμή της εποχής, σίγουρα η θάλασσα έφτανε πολύ πιο πάνω.

  1. «Τόρα θα γράψο πάλη για το Βόλο του 1890. Πρός δισμάς απο τα ψαράδικα ήταν το Κερεστενζίδικο των αδελφών Αγγελίδη, το σπίτη και ιαλοπολίο των αδελφών Κυριακόπουλου και κάτη ερίπια απο παλιά σκάλα. Εκή πουίνε το καφενείο της Ναυτιλίας ήταν το σιδιροπολίο του Γιουρούκου. Εκή πουίνε το λιμανάκι ήταν στεριά όλο βούρλα και λιγαριές μέχρη το Τελονίο. Στην πλατεία Ρίγα Φεραίου ήταν η Καζάρμα που έμενε ο Τουρκικός στρατός και αποπίσο απο την Καζάρμα (στρατόνα) ήταν όλο χοράφια. Εκή πουίνε το φτοχοκομίο ήταν ένα εξοχικό κέντρο και το λέγαμε όξο στην Κολοκιθού. Εκή πουίνε τα δικαστίρια, απο το βόριο μέρος, ήταν η στάβλη των καραγογέων Νικολούτσου, Ταρατάρα και άλων. Εκή πουίνε η πλατία της Ελευθερίας ήταν όλο χοράφια ήταν και ένα γεφίρι και άλο ένα ήταν εκή πουίνε το κρεοπολίο των αδελφών Κόσιαβα, όπου τότε το ήχε ο καλίτερος κρεοπόλης του Βόλου, ο Μαγαζιότης. Αυτός ήταν ο παλιός Βόλος. Εκή πουίνε η μάνδρα του Αερόφοτου και το εργοστάσιο του Αξελού ήταν όλο τούρκικα μνίματα. Επίσης το χριστιανικό νεκροταφίο ήταν εκή πουίνε η εκλισία της Αναλίψεος».

Για το νεκροταφείο να σημειώσουμε ότι μεταφέρθηκε από την περιοχή του Αναύρου, στον χώρο αυτό το 1865, ενώ το 1887 άρχισε να λειτουργεί το σημερινό παλιό κοιμητήριο.

Πιστεύω πως είναι αρκετά ενδιαφέροντα τα γραφτά του Χριστόπουλου για εκείνα τα χρόνια. Θα συνεχίσουμε στο επόμενο σημείωμά μας και με άλλες μαρτυρίες της ίδιας εποχής.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Γρηγόρης Καρταπάνης

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου