ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Κάτια και τα καραβάκια της γιαγιάς

η-κάτια-και-τα-καραβάκια-της-γιαγιάς-356654

Της Μιμίκας Καβούκη – Βαγγέλα,

Οταν η ευαισθησία και η φαντασία σμίγουν, κάνουν τη σκουριά και τη φθορά να γίνονται σκαριά, με ανοιχτά πανιά και πλώρη στ’ όνειρο, στην ομορφιά!

ΗΗ Κάτια κάθε φορά που πηγαίνει στο σπίτι της γιαγιάς της νιώθει μεγάλη χαρά.

Γιατί αγαπάει πολύ τη γιαγιά της και θαυμάζει πολύ και το σπίτι της. Την αγαπάει επειδή μπορεί να μιλάει μαζί της για ώρες, κι εκείνη είναι γλυκιά και υπομονετική και απαντάει σε όλα τα «πώς» και τα «γιατί» της.

Θαυμάζει το σπίτι της γιαγιάς της γιατί είναι ένα σπίτι γεμάτο περίεργα, παράξενα, πολύχρωμα και όμορφα πράγματα που δεν τα βλέπει σε άλλα σπίτια. Κάθε φορά που πηγαίνει εκεί κι όσο μεγαλώνει, έχει να δει και να παρατηρήσει και κάτι διαφορετικό. Κι όλο τη ρωτάει: «Γιαγιά, τι είναι αυτό;» Κι εκείνη, της λέει για το καθετί που πέφτει στην προσοχή της και κινεί την περιέργειά της, και από μία ιστοριούλα που μοιάζει με παραμύθι.

Κι όταν η γιαγιά τελειώνει την κουβέντα της, αυτή φτιάχνει μία δική της ιστοριούλα ή ζωγραφίζει και ζωντανεύει πάνω στο χαρτί ό,τι έχει ακούσει.

Η Κάτια είναι ένα ξεχωριστό για την ηλικία της κοριτσάκι.

Τα παιχνίδια που της αγοράζουν, τα παίζει για λίγο κι ύστερα, αδιαφορεί γι’ αυτά ή τα χαλάει.

Το καθένα έχει τη θέση του ή το ταιριάζει με άλλο και βρίσκει τρόπους διαφορετικούς να παίζει μαζί τους. Τις κούκλες της, τις έχει φίλες. Σε όλες έχει δώσει κι ένα όνομα και κάνει ξεχωριστά πράγματα με την καθεμιά τους.

Με την Ανθή, βγαίνει περίπατο στην αυλή και πιάνει κουβέντα με τα λουλούδια της. Με τον παππού, παίρνει την Αυγουλίτσα και πηγαίνουν στο κοτέτσι να ταΐσουν τις κοτούλες και να μαζέψουν απ’ τη φωλιά τ’ αυγά τους. Με τη Μελένια, κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας και βλέπει πώς η γιαγιά της κάνει με μέλι και σουσάμι το γλυκό «παστέλι».

Αγαπάει πολύ και προσέχει την Κοκκινοσκουφίτσα της, μία κούκλα που της έφτιαξε η φίλη της γιαγιάς της και την έχει να κάθεται παρέα με την παραμυθένια Κοκκινοσκουφίτσα.

Κάποια φορά, παρακολουθώντας τη γιαγιά της που έκανε τηγανίτες, της ζήτησε να της δώσει όλα τα κουτιά, τα βαζάκια και τα μπουκάλια που είχαν μέσα τη ζάχαρη, το αλεύρι, το αλάτι, το γάλα, το λάδι, την κανέλα, τα έβαλε στη σειρά και αυτοσχεδίασε μία καθημερινή οικογενειακή ιστοριούλα. Από τα μεγάλα καστανά της μάτια, που κοιτάζουν πάντα μ’ ένα έντονο, φωτεινό και διαπεραστικό βλέμμα, δεν ξεφεύγει τίποτα. Η παρατηρητικότητά της είναι πάνω από την ηλικία της. Βλέπει πίσω και πέρα από τα πράγματα.

Μα, εκείνα που της αρέσει να περιεργάζεται περισσότερο, να θαυμάζει και να ρωτά γι’ αυτά, είναι τα ξύλινα, πέτρινα και σιδερένια καραβάκια της γιαγιάς της. Ένας θαυμαστός καραβίσιος μικρόκοσμος, που στολίζει τοίχους και αγκυροβολεί πάνω σε κασέλες και βιτρίνες.

Τα θαυμαστά καραβάκια της γιαγιάς της…! Που το καθένα έχει την ιστορία του, ανάλογα με τα υλικά που είναι φτιαγμένο: ξύλα, σίδερα και πολύ όμορφα και σπάνια μικροαντικείμενα, που η γιαγιά της έβρισκε στα ταξίδια της, στις εκδρομές και στους περιπάτους της σε γνωστά και άγνωστα μέρη. Γιατί η γιαγιά της, όπως πήγαινε από τη μικρότερη βόλτα στη γειτονιά μέχρι το μακρύτερο ταξίδι εντός κι εκτός της Ελλάδας, το μάτι της γινόταν πότε του γερακιού και πότε της κουκουβάγιας. Δεν της ξέφευγε τίποτα. Το ξετρύπωνε, το μάζευε, το ξεκρεμούσε: καρφιά, κλειδαριές σκουριασμένες, κλειδιά, μικροεργαλεία, μικροσιδερικά, πέτρες-γλυπτά, ξύλα «βαλσαμωμένα» από τον χρόνο και θαλασσοδαρμένα και ξεβρασμένα απ’ το κύμα στ’ ακρογιαλιά και στις αμμουδιές.

− Αυτά τα καρφιά, λέει στην εγγονούλα της, τα βρήκα σ’ ένα γκρεμισμένο μαντρότοιχο στα Ζαγοροχώρια.

− Αυτό το ξύλο που μοιάζει με μαούνα, το ξεδιάλεξα από ένα σωρό σαρακοφαγωμένα στασίδια από ένα ξωκλήσι που το ανακαίνισαν στο Πήλιο.

− Τούτη την κλειδαριά, τη βρήκα να κρέμεται σε μία μισοσαπισμένη πόρτα ενός γκρεμισμένου βενετσιάνικου σπιτιού στην Κρήτη.

− Αυτά τα πέταλα που βλέπεις, ήταν τα παπούτσια των γαϊδαράκων, των μουλαριών και των αλόγων, που τα έβρισκα σκουριασμένα στις άκρες των καλντεριμιών στο χωριό.

Και για το καθένα, της εξηγούσε τη χρήση του και τη χρησιμότητά του. Κι έτσι, μάθαινε και μαθαίνει η Κάτια το ιστορικό, από το πιο σπουδαίο μέχρι το πιο ασήμαντο πραγματάκι, που πια ούτε φτιάχνεται αλλά ούτε και χρησιμοποιείται και για την ιστορία του κάθε τόπου, την ομορφιά του ή ό,τι παράξενο και ξεχωριστό παρουσίαζε. Και ακόμη, μαθαίνει να σέβεται, να εκτιμάει και να αγαπά όλα αυτά που πολλοί άνθρωποι τα προσπερνούν ως αδιάφορα ή άχρηστα, «παλιατζούρες» όπως περιφρονητικά τ’ αποκαλούν ή τα πετάνε στα σκουπίδια. Κι όμως όλα αυτά, της εξηγεί η γιαγιά της, κάποτε ήταν χρήσιμα στη ζωή των ανθρώπων. Γίνονταν όλα με τα χέρια, με πολύ κόπο και ιδρώτα αλλά και με πολλή αγάπη για να χρησιμοποιηθούν πάλι από ανθρώπινα χέρια, ως χρήσιμα κι απαραίτητα για όλες τις δουλειές του σπιτιού, των χωραφιών και πολλών επαγγελμάτων και για να κάνουν τη ζωή πιο εύκολη, πιο όμορφη, πιο χαρούμενη.

Γι’ αυτό η Κάτια χαίρεται διπλά κάθε φορά, κι αυτό γίνεται συχνά, όταν πηγαίνει στο σπίτι της γιαγιάς της. Επειδή ξέρει πως κάτι παλιό, παράξενο πράγμα θα δει, που της έχει ξεφύγει, κάτι καινούργιο θα μάθει. Σε κάθε επίσκεψή της, η ματιά της «χαϊδεύει» πάντα τ’ αραγμένα στον τοίχο καραβάκια, τα στολισμένα με τα παράξενα, παλιά πράγματα, καθαρά και περιποιημένα, να ταξιδεύουν στη θάλασσα του χρόνου και στην περιέργεια και στον θαυμασμό των οικογενειακών φίλων αλλά και των δικών της φίλων, που τους φέρνει για να τους δείξει με καμάρι τα καραβάκια της γιαγιάς της, που ανάμεσα σ’ αυτά είναι και το αγαπημένο της. Είναι ένα καραβάκι, που το λεπτό σιδερένιο κατάρτι του φάνταζε στην παιδική της ματιά, όταν το πρωτοαντίκρισε, σαν κεραίες μυρμηγκιού, και αμέσως έγινε… η νονά του!

− Θα το λέω «μυρμήγκι», γιαγιά, και θα ’ναι το δικό μου καραβάκι!

− Δικό σου είναι, Κάτια μου, αλλά για την ώρα, άστο παρέα με τ’ αδελφάκια του, ν’ αρμενίζει…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου