Της Εύας Λόλιου
Ξάπλωσα κάτω απ’ τον ουρανό
κι έμεινα να κοιτώ του σκοταδιού την πρύμνη.
«Ποιος να ταξιδεύει με το φεγγάρι
απόψε;»
Ακούμπησα τ’ όνειρό μου σε κοχύλι
κι έσταξε το δάκρυ μου ήλιον ωχρό
που ’φεξε για λίγο στη καρδιά μιαν ελπίδα.
«Ποιος να ταξιδεύει μαζί σου
αγάπη μου απόψε;»
Κελάηδημα αηδονιού
ο οίστρος της νύχτας,
ανασαιμιά ζωής σκίρτησε στη ψυχή
που υψώθηκε μέχρι ’κεί ψηλά
τρυφερά ν’ αγγίξω το πρώτο άστρο.
«Μαζί σου να μ’ έπαιρνες..»
Στάθηκα στη κορυφή του
να κοιτώ τη χλωμή βάρκα
που ξεμάκραινε απ’ τ’ ακρογιάλι.
Του φεγγαριού τ’ απόνερα
ν’ αχολογούν στη σκοτεινή θάλασσα.