ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο αδικοχαμένος Ζαγοριανός επαναστάτης καπιτάν Μήτρος – Μπασδέκης

ο-αδικοχαμένος-ζαγοριανός-επαναστάτ-514710

«Οταν το βόλι του φθόνου

σκοτώνει την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»

Της Μιμίκας Καβούκη – Βαγγέλα

«Δεκαοχτώ του Απρίλη, 1828». Η απριλιάτικη φύση, μάγισσα, πλανεύτρα είχε στήσει τρικούβερτο πανηγύρι, σειληνικό, διάχυτο από νέκταρ χυμών και μεθυστικών ευωδιών που μάγευαν, εκστασίαζαν κι ομόρφαιναν ό,τι θώπευαν, ό,τι έραιναν στο ζαγοριανό τοπίο.

Ο Μήτρος Βασδέκης, κείνη τη μέρα, είχε αφήσει σεκλετισμένος το πυργόσπιτό του, χτισμένο στο ψηλότερο σημείο της Περαχώρας, στην άκρη της απότομης πλαγιάς του Μυλοπόταμου. Είχε πάρει το χαλικόστρωτο δρομάκι στα ριζά του βραχώδικου λοφίσκου του Άθωνα, που οδηγούσε στην αγαπημένη του θέση, στη βρύση «Κράλη». Το τοπίο μαγευτικό! Θεόρατα πλατάνια με τον παχύφυλλο θόλο τους σκιάζουν προστατευτικά τη βρυσομάνα που, απ΄ τα υδάτινα σωθικά της, τα ζωογονεί αιώνες τώρα.

Τη λάτρευε τούτη τη μεριά ο Μήτρος. Εδώ ερχόταν να χαλαρώσει, να σκεφτεί, να ημερέψει, να ονειρευτεί. Κι όταν ο μαστροχαλαστής χρόνος άρχισε το φθοροποιό του έργο, με έξοδά του την ανακαίνισε το 1826 και σε μια μαρμαρόπλακα με δικέφαλο αετό, χαράχτηκε η επιγραφή: «Διά δαπάνας του γενναιότατου καπετάν Μήτρου Μπαστέκη. 1826 – Μαρτίου 31».

Εδώ, λοιπόν, πλάι στην αγαπημένη του βρύση με το κρυστάλλινο κελάρισμά της, κάθισε να ξελαγαρίσει: σκέψεις, σχεδιασμούς, ευθύνες, προτεραιότητες, πριν τα ρίξει γι’ άλλη μια φορά στ’ ορμητικό «αυλάκι» ενός νέου επαναστατικού κινήματος.

Χρειαζόταν πολύ μελετημένος σχεδιασμός τούτη τη φορά και σωφροσύνη περισσότερη από τον ενθουσιασμό των προηγούμενων επαναστατικών κινημάτων.

Δεν ξέχασε την επανάσταση του Πηλίου τον Μάιο του 1821: την καταστροφή της Μακρινίτσας, τον θανάσιμο τραυματισμό του πατέρα του, Κυριάκου Μπαστέκη, έξω απ’ το κάστρο του Βόλου, τη μεταφορά της επαναστατικής δραστηριότητας στα δυτικά χωριά του Πηλίου, τη σθεναρή τους άμυνα και τις απότομες επιθέσεις τους μαζί μ’ άλλους καπεταναίους του πηλιορείτικου στρατοπέδου, των οποίων ηγείτο απέναντι των τουρκικών στρατιωτικών σωμάτων, αβοήθητοι, ανεφοδίαστοι, νηστικοί γιατί, όπως αποδείχτηκε, «η νεοσυσταθείσα ελληνική κυβέρνηση δεν στάθηκε αρωγός στον ταυτόχρονο ξεσηκωμό του Πηλίου, της ανατολικής Θεσσαλίας, της Εύβοιας και των Σποράδων. Όλο το ενδιαφέρον της το έριξε στον Μωριά και στη Ρούμελη».

Η κάθοδος του Δράμαλη είχε δραματικά αποτελέσματα στον ηρωικό τους ξεσηκωμό. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία και τραγικά. Τα επαναστατικά σώματα αποχώρησαν κι αυτός αποτραβήχτηκε ψηλά, στο καταφύγιό του, στην Κερασιά, απ’ όπου κάπου-κάπου κατέβαινε κρυφά στην Αργαλαστή, γιατί μετά την αποχώρηση του Δράμαλη, σιγά-σιγά η ιδέα της Επανάστασης στο Πήλιο ξαναφούντωσε. Ο Υψηλάντης που ήταν θερμός υποστηρικτής της κι είχε σχέσεις μαζί του, συστημένος απ’ τον Γαζή, του γράφει:

«…Κινήσου εκ νέου, γενναίε Βασδέκη, τίμησε αξιοπρεπώς την γενναίαν και πάντοτε φιλελευθέραν γενεάν των Βασδέκηδων, οι οποίοι του Άδην, τώρα σε προσκαλούν, εις εκδίκησην κατά των τυράννων. Σύναξε και αύθις, υπό την Ιεράν σημαίαν της Ελευθερίας, ανδρείους πολεμιστάς καταδίωξε τους Τούρκους. Έχεις βοηθόν το έθνος όλον και είμαι έτοιμος, εγώ, αφού σε συντρέξω εις τας χρείας σου, να γίνω μετά ταύτα και κήρυς των αγώνων σου και κατ’ αξίαν, να σε ανταμείψω εν καιρώ, δυνάμει της πληρεξουσιοτητός μου, την οποίαν έλαβον, παρά την σεβαστή Αρχή, ελθών εις την Ελλάδα».

Με την προτροπή του Υψηλάντη και την υποστήριξη του Γαζή, ξαναηγείται ενός δεύτερου επαναστατικού πηλιορείτικου κινήματος με τη συνδρομή του οπλαρχηγού και ισάξιού του, Καρατάσου, και την ενίσχυση του στρατοπέδου του κι από άλλα επαναστατικά σώματα από Όλυμπο και δυτική Μακεδονία. Αναχαιτίζουν τις τουρκικές επιθέσεις, υπερασπίζουν το μόνο «ελεύθερο» άκρο από τουρκική κατοχή, το Τρίκερι, και δίνουν νικηφόρες μάχες στα παράλια της Μηλίνας και από τ’ οχυρό τους, το νησάκι Αλατά. Κάνουν επιθέσεις και χτυπούν τις τουρκικές φρουρές στα παράλια του Παγασητικού μέχρι Αργαλαστή και Λεχώνια. Όλ’ αυτά, μέσα στους δύο πρώτους μήνες της άνοιξης του 1823, μέχρι που κατέβηκε στη Θεσσαλία, το στράτευμα του Κιουταχή.

Γι’ άλλη μια φορά, οι πηλιορείτες οπλαρχηγοί βρέθηκαν αβοήθητοι κι ανεφοδίαστοι από την επίσημη πια ελληνική κυβέρνηση.

Έτσι, κάτω από τραγικές συνθήκες, αναγκάστηκαν να υπογράψουν στις 29 Ιουλίου του 1823, με όρους ταπεινωτικούς, συνθηκολόγηση, οι οπλαρχηγοί και ν’ αποτραβηχτούν από κάθε μαχητική δραστηριότητα.

Ο Μήτρος, με βαριά καρδιά και πόνο ψυχής για το άδικο και άδοξο τέλος μιας γενναίας προσπάθειας, με βαρύ φόρο σε ζωές και αίμα, αποτραβήχτηκε στη Ζαγορά, στο πυργόσπιτό του, όπου καθόταν «φαινομενικά» φρόνιμος. Φαινομενικά, γιατί αφήνοντας να καταλαγιάσουν τα πράγματα, άρχισε πάλι ν’ αναζωογονεί μέσα του η μισοσβησμένη φλόγα της Επανάστασης.

Απ’ το καταφύγιό του, δεν σταμάτησε μέσα στα πέντε χρόνια που πέρασαν απ’ τη ντροπιαστική συνθηκολόγηση, να σκέφτεται και να σχεδιάζει πώς θα ξεπλύνει την ταπείνωση που δέχτηκε αναγκαστικά η ελεύθερη, αδούλωτη και περήφανη ψυχή του.

Είχε τους ανθρώπους του που τον πληροφορούσαν για το τι συνέβαινε όλο αυτό το διάστημα των πέντε χρόνων επαναστατικής απραξίας στην ελεύθερη Ελλάδα. Αλληλογραφούσε με τον Κοραή, τον Υψηλάντη και πολύ περισσότερο με τον Κωνσταντά, που η απόσταση που τους χώριζε ήταν πολύ λιγότερη από τους άλλους και τον είχε και «συμβουλάτορά» του.

Μάθαινε ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας και οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις άρχισαν να ενδιαφέρονται για τη συνέχιση του ελληνικού αγώνα, ώστε ν’ απελευθερωθούν και τα υπόλοιπα τουρκοκρατούμενα ελληνικά εδάφη.

Άρχισε, λοιπόν, αναθαρρεμένος να κινείται και να ετοιμάζει με τη σειρά του το νέο κίνημα, γιατί πίστευε, όπως και πολλοί άλλοι, πως ο αγώνας βρισκόταν στο τέλος του και η Θεσσαλία θα ξεσκλαβωνόταν».

Η ιδέα μιας νέας επανάστασης τον φλόγιζε. Σπίθες φιλοπόλεμες ξεπηδούσαν από μέσα του. Τέλος στην αναγκαστική «φρονημάδα». Οι ήχοι οι επαναστατικοί, τον ξεκούφαιναν.

Το σκίασμα των πλατανιών δεν του αρκούσε, το κρυστάλλινο τραγούδισμα της Κράλης δεν τον γαλήνευε.

Σήμερα, ήρθε να τ’ αποχαιρετήσει και να τα ευχαριστήσει για τις σωφρόσυνες ώρες που έζησε κοντά τους.

Σηκώθηκε αναβρασμένος απ’ τα φλογισμένα φυλλοκάρδια του κι έσκυψε στη βρυσομάνα να πιει τ’ αγίασμά της.

Ο κρότος που ακούστηκε, έσκιαξε τα πουλιά που πέταξαν τρομαγμένα και το πέσιμο του παλικαριού σιμά στ’ αυλάκι, φούσκωσε τα νερά του, τα ’κανε κλάμα γοερό, ποτάμι κόκκινο, καταρράκτη λυγμών που ξεχύθηκαν κι έφεραν στο χωριό το αναπάντεχο μαντάτο:

«Ιχάσαμε τουν Μήτρου μας,

Η Μήτρους πάει στουν Άδη,

τις πέτρες έχ’ προσκέφαλου,

τη μαύρη γης στρουσίδι,

και γι’ απανουσκέπασμα,

του φεγγαριού τη λάμψη».

Αφήνω στη λαϊκή Μούσα να ιστορήσει το τραγούδι – μοιρολόι για το αδόκητο τέλος του λεβέντη και γενναίου Καπετάν Μήτρου Μπαστέκη, που ο φθόνος του έστησε καρτέρι δίπλα στη βρύση Κράλη.

«Του μάθητι τι γίνηκε μέσα στη χώρα τούτη;

Οι γέροντες, οι προεστοί, οι προύχοντες του τόπου,

τον Μήτρου μας ισκότωσαν, τουν καπετάν Μπαστέκη.

Μια μέρα μαύρη θλιβερή, μέρα φαρκακωμένη,

μαζώχτηκαν στη σύναξη στουν πύργο τς’ Περαχώρας,

που καλεσμένον είχανε τον Τουρκοαρβανίτη,

τουν Αλεβίζη, του σκυλί, τουν άπιστου τουν Τούρκου.

Κι αρχίσαν τα πλανέματα, τις δολιρές ουρμίνιες.

− «Από γενιά ’σαι δυνατός και χρόνια είσαι κλέφτης,

εδούλεψες τους Χριστιανούς, σα νάσανε δικός μας

και πάντα σε τιμήσαμε μέσα στη χώρα τούτη.

Κι ήρθε καιρός, Λεβέτη μας κι άξιε καπιτάνιε,

να δείξεις πως στους προεστούς, ξέρεις τιμή να δίνεις».
− «Αν μου περνά απ’ το χέρι μου, αν είναι του χεριού μου,

ορκίζουμαι στην πίστη μου, ομόνω στο σπαθί μου,

χίλια κομμάτια να γινώ, η μέρα να μη μέβρει,

αν ίσως θε ν’ αρνηθώ σ’ ό,τι η αφεντιά σας τάξει».

−«Όσα σου πουν οι προεστοί, οι άρχοντοι της χώρας,

περνάει απ’ το χέρι σου και είναι του χεριού σου.

Άκουστα, Αλεβίζη μας, τα θλιβερά μαντάτα

που έβαλαν τους προεστούς, σε μια μεγάλη έγνοια,

η Μήτρος, του Μπαστέκη η γυιος, η πρώτους καπιτάνιους

πάλι κακό εβάλθηκε, στουν τόπου για να κάνει.

Θέλει να κάνει πόλιμο και σίγηση να φέρει

και να σηκώσει τα χουργιά, τούτο το καλοκαίρι.

Τσασίτης έφτασι κρυφά απέξου απ’ την Ελλάδα

κι η Γάτζιους του ’στειλε γραμμή κι η Καρατάσος γράμμα,

μέσα στο Εικοσιτέσσερα, η πόλεμους ν’ ανάψει,

να κλάψουν μάνες και παιδιά, να πέσουνε κουφάρια,

να ’ρθουνε μέρες δίσεχτες, μέρες βασανισμένες,

να λείψουν τα γεννήματα κι η σνέμπαση του τόπου

να στείλ’ η κάμπους τουν πασά, μ’ ασκέρι χιλιάδες,

για να πατήσει τα χουργιά, να κάψουνε τη χώρα

κι αφανισμό να φέρουνε και πίδιψη μεγάλη.

Αν θέλεις, Αλεβίζη μας κι άξιε καπιτάνιε,

καλό να κάνεις στου χουργιό, συγχώριο των γονιών σου,

μπορείς με την πιστόλα σου, την ασιμοκαπνισμένη

να μας γλυτώσεις απ’ τουν χαμό που μας προσμένει ούλους.

Κι ’μεις θα σου γνωρίσουμε την πιο μεγάλη χάρη.

Θα πάρεις γρόσ’ αμέτρητα, φλουριά με το βιδούρι».

  • «Δε θέλου γρόσια αμέτρητα, φλουριά με το βιδούρι,

μόν θιέλου καπιτάνιους σας να μι ιγώ η πρώτους».

−«Ισένα, Αλεβίζη μας, πιστέ και μυαλωμένε,

δίνουμε όρκο και γραφή αν θέλεις μονολογία,

πως στουν πασά θα γράψουμε, φιρμάνι για να βγάλει,

τουν Αλεβίζη αρματωλό και πρώτου καπιτάνιου,

αφτόνε μόνο θέλουμε, στης Ζαγοράς τις χώρες».

…………………………………….

«Μια μέρα που καθότανε στη λάκκα η καπιτάνιους,

μέσα στ’ αλώνι τ’ Άθωνα του μαρμαροχτισμένου

η Αλεβίζης του σκυλί, η Τουρκοαρβανίτης,

μια κουμπουριά του έριξι φαρμακερό ’να βόλι,

που τουν ιβρήκε στην καρδιά, μέσα στα φυλλοκάρδια».

…………………………………….

«Κλάψτε, μανάδες τόνε νιο, τ’ όμορφο παλικάρι

Κλάψτε κι εσείς, κουπέλες μου, τον όμορφο λεβέντη,

που ανύπαντρους κι αφίλητους, στου μνήμα εκατέβη.

Κλάψτε κι εσείς τα ορφανά, της φτούχιας τουν προστάτη.

Ιχάσαμε τουν Μήτρου μας, η Μήτρους πάει στουν Άδη,

τις πέτρες έχ’ προσκέφαλο, τη μαύρη γης στρουσίδι,

κι γι’ απανουσκεπάσματα, του φεγγαριού τη λάμψη».

Το παραπάνω μοιρολόι εξηγεί καθαρά και ξεκάθαρα τους λόγους και τον τρόπο που «έφαγαν» τον λεβέντη πρωτοκαπετάνιο Μήτρο Μπασδέκη. Οι “ωραίοι” άνθρωποι πεθαίνουν νέοι. Η φλόγα της ελευθερίας και η ορμή της επαναστατικότητας απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας και απληστίας, βρίσκει απέναντί της «τείχη» αναίσχυντα κι απάνθρωπα. Για την ιστορία, αυτό έγινε και με τον Καπετάν Μήτρο Μπασδέκη:

«Έμαθαν τις κινήσεις του οι «τουρκολάτρεις κοτσαμπάσηδες» της Ζαγοράς και τρομοκρατήθηκαν. Αν τον πρόδιδαν, φοβόνταν την εκδίκηση των ανθρώπων του Μπασδέκη, κι απ’ την
άλλη κρατούσαν πισινή γιατί, αν ελευθερωνόταν το Πήλιο, θα έβρισκαν τον μπελά τους. Γι’ αυτό σκέφτηκαν μπαμπέσικα, να τον δολοφονήσουν.

Το εγχείρημα το ανέλαβε ο πρωτοκοτζαμπάσης της Περαχώρας, ο Κούρας ή Κούργιας που ήταν και γείτονας του Μήτρου. Χρησιμοποίησε τα ισχυρότερα κίνητρα: τον φθόνο και τη ζήλεια. Ήξερε πως ο ψυχογιός των Μπασδεκαίων, ο τουρκοαρβανίτης Αλεβίζης δεν τα πήγαινε καλά με τον καπετάνιο, γιατί πρωτοπαλίκαρό του είχε τώρα τον Μακρή, που τον κρατούσε σ’ απόσταση.

Κάλεσε ο Κούγιας τον Αλεβίζη στον πύργο του και με ταξίματα κι αρχηγιλίκια, τον κατάφερε να σχεδιάσει και να πετύχει το φονικό.

Σε δύο εκκλησιαστικά βιβλία της Ζαγοράς υπάρχουν γραπτές ενθυμήσεις για τη δολοφονία του Μπασδέκη.

«Σίμιρα σκότουσε ι αρβανίτης αλεβίζης, τουν καπιτάνιου μας, σταλόνι τ’ αθάνα, του έβαλι ι κοτυτσαμπάσις κούργιας, του χουργιό ούλο κλέι τουν καπιτάνιου, ι μεγαλουδύναμους να ν’ απάπσι τα πσιχίτ.

Πανάρετος Ιερ(μόναχος) 1828 Απρίλι 18, γράφου απ’ του μοναστίρ».

Το τι έγινε στη Ζαγορά τη μέρα εκείνη, δεν λέγεται. Η τυπική παράδοση λέει:

«Οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα για τρεις μέρες. Έγινε μεγάλη κηδεία. Ήρθαν παπάδες από Πουρί και Μακρυράχη και μαζεύτηκαν οι κάτοικοι και των τριών χωριών. Το δε «αρχιπαλίκαρο» του Μπασδέκη δεν άφησε “αγδίκιωτο” το άδικο τέλος του καπετάνιου του:

Ο καπετάν Μακρής έσφαξε τον Αλεβίζη και σαν σκυλί τον έσερνε στα καλντερίμια της Ζαγοράς και ύστερα, τον κρέμασε στον μεγάλο πλάτανο της Κράλης. Εκεί τον άφησαν 2 μέρες κρεμασμένο και την τρίτη μέρα τον πήραν γύφτοι και τον έθαψαν στην Κακάβα. Ο δε εμπνευστής του κακού, ο Κούργιας, φοβούμενος τα χειρότερα, πήρε την οικογένειά του κι έφυγε κρυφά για τ’ Αμπελάκια…!».

Όλα τα ιστορικά γεγονότα, τις επιστολές και το μοιρολόγι, τα βρήκα στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΒΟΛΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣ», του Γιάννη Κορδάτου. Ένα βιβλίο «αποκάλυψη» για μένα, ένας πλούτος 1044 σελίδων και οικτίρω τον εαυτό μου που άργησα να το ανακαλύψω. Ένα θησαυροφυλάκιο ιστορίας, λαογραφίας, έρευνας, αλήθειας και κριτικής.

Το πήρα στα χέρια μου, αναζητώντας μια μνήμη ιερή για μένα και με δέσμευσε το μοιρολόγι για τον Μήτρο Μπασδέκη, όπου με βαθιά συγκίνηση και χρωστούμενο σεβασμό, το κατέθεσα στη μνήμη του.

Αλλά δεν φτάνει.

Είναι ευκαιρία τώρα, με τον πανηγυρισμό των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, να τραβηχτεί «ο πέπλος» της άγνοιας ή της αδράνειας ή της αδιαφορίας και ο θησαυρός της τοπικής ιστορία της Ζαγοράς, να δείξει τα πλούτια του.

Πιστεύω πως υπάρχουν πολλοί «κυνηγοί».

Για την ώρα:

Μια αναμνηστική πλάκα, δίπλα στην Κράλη που ήταν και η αγαπημένη θέση και η τελευταία εικόνα που είδε πριν κλείσει τα μάτια του ο επαναστάτης οπλαρχηγός, είναι κάτι, έστω και το ελάχιστο, που να θυμίζει ότι:

«Εδώ, από χέρι δολοφονικό

κι από βόλι εχθρικό,

σκοτώθηκε το όνειρο της Λευτεριάς.

Το Όνειρο του Μήτρου Μπασδέκη».

Το Όνειρο που, αιώνες τώρα, η βρυσομάνα Κράλη το νανουρίζει, το δροσίζει και το σεργιανά στις κατηφοριές, στα κήπια και στις αυλές των ανθρώπων της Ζαγοράς, στο δρόσισμα των περαστικών, των «ζωντανών» κι όλων των «φτερωτών» ψυχών.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου